Σας αρέσουν οι ταινίες με τρένα; Εμένα πολύ. Έχουν όλες τους κάτι το ξεχωριστό, είτε μιλάμε για το «Η κυρία εξαφανίζεται» του Χίτσκοκ, το «Πέρασμα της Κασσάνδρας» του Κοσμάτου, το «Έγκλημα στο Όριεν Εξπρές» του Λιούμετ, και φυσικά για το αριστουργηματικό «Τρένο της μεγάλης φυγής» του Κοντσαλόφσκι, χωρίς αμφιβολία μια από τις σημαντικότερες ταινίες των 80s.
Σας αρέσουν οι ταινίες με τρένα; Εμένα πολύ. Έχουν όλες τους κάτι το ξεχωριστό, είτε μιλάμε για το «Η κυρία εξαφανίζεται» του Χίτσκοκ, το «Πέρασμα της Κασσάνδρας» του Γιώργου Κοσμάτου, το «Έγκλημα στο Όριεν Εξπρές» του Σίντνεϊ Λιούμετ, και φυσικά για το αριστουργηματικό «Τρένο της μεγάλης φυγής» του Αντρέι Κοντσαλόφσκι, χωρίς αμφιβολία μια από τις σημαντικότερες ταινίες των 80s. Όλες τους, ταινίες που «τρέχουν», ταινίες που τοποθετούν τη δράση τους σε ένα όχημα που μπορεί να πάει μόνο μπροστά – σαν μια αλληγορία πάνω στη ζωή που διαστέλλεται αγωνιωδώς καθώς η ταινία «τρέχει» προς το φινάλε.
Τα τρένα βέβαια είναι ωραία και από μόνα τους. Από το αεροπλάνο αν δεις ένα σύννεφο τα έχεις δει όλα (κι όλες οι χώρες ψιλομοιάζουν από ψηλά). Δε λέω, τα πλοία έχουν αυτή τη γαλήνια απεραντοσύνη του γαλάζιου, και αν δεν είσαι από τους δύσκολους, το κούνημα τους μοιάζει με ντάντεμα γίγαντα. Αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτή την πινακοθήκη του τρένου, γιατί σαν πινακοθήκη βλέπω τα παράθυρα στις κουκέτες και τα βαγόνια, τόσες διαφορετικές παραστάσεις να χαζέψεις εντός του ίδιου ταξιδιού, και φυσικά το εντυπωσιακό κοντράστ της ταχύτητας του οχήματος αλλά και της ραθυμίας εντός του. Τέλος πάντων αγαπάω τα ταξίδια με το τρένο περισσότερο απ’ όλα τα άλλα. Αποκαλούν άραγε ακόμα «ρομαντικούς» αυτούς που τα προτιμούν;
Ο Γιούχο Κουοσμάνεν πάντως, ο σκηνοθέτης της εξαίσιας ταινίας «Βαγόνι αριθμός 6» πρέπει να είναι. Κατ’ αρχάς γυρίζει την ταινία του σε σινεμασκόπ 35 χιλιοστών. Και, όπως θα έχετε μάλλον αντιληφθεί, το «Βαγόνι αριθμός 6» δεν είναι μια ταινία μεγαλειωδών ειδικών εφέ, αλλά μια ταινία ανθρώπων και συναισθημάτων, όπου κάθε στιγμή που «αποτυπώνεται» σε φιλμ μετράει. Θα μου πείτε, αυτά αφορούν εσάς τους κριτικούς που ασχολείστε με αυτά «τα ασήμαντα τα τεχνικά», και εγώ θα σας πω να κουνηθείτε λίγο από τη θέση σας και να με παρακολουθήσετε: Πολύ άνετα θα μπορούσε κάποιος, με μια ψηφιακή κάμερα, να φιλμάρει εκατοντάδες, ή ακόμα και χιλιάδες ώρες υλικού, και να περισυλλέξει, στο μοντάζ αυτές που προέκυψαν «αληθινές» από ένα ευτυχές ατύχημα της στιγμής. Όταν όμως έχεις φιλμ, δηλαδή υλικό ακριβό, όπου το κάθε λεπτό κοστίζει ακριβά, τότε πρέπει να έχεις καλλιεργήσει τις συνθήκες από πριν.
Οι Σέιντι Χάαρλα και Γιούρι Μπορίσοφ, χαρισματικοί και υπέροχοι, δείχνουν αταίριαστοι και αληθινοί, και εσύ δεν αμφισβητείς δευτερόλεπτο απ’ αυτή τη συνθήκη. Τίποτα στα μάτια τους δε μοιάζει ψεύτικο, τίποτα δε μοιάζει επιτηδευμένο και «κουρασμένο» από τις χιλιάδες ώρες γυρισμάτων. Αυτό που γράφει στα μάτια τους είναι το ταξίδι. Και αυτό που διανύουν εκείνη τη στιγμή, αλλά και αυτό της μέχρι τώρα ζωής τους, που «τρέχει» παράλληλα. Όλα αυτά, σε μια ιστορία που διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’90, λίγο πριν μας κατακλύσει, όχι η ψηφιακή λαίλαπα (υπήρχε και εκείνη την εποχή), αλλά η εργαλιοποίηση της από ένα κοινωνικό σύστημα που ενδιαφέρεται μονάχα για το γρήγορο κέρδος, και το αντίκτυπο αυτής της ταχύτητας στις ζωές μας εξακολουθεί να το αφήνει παντελώς αδιάφορο, μιας και δε χτίστηκε για εμάς που το συντηρούμε, αλλά για εκείνους που το εξαργυρώνουν. Για να μη μακρηγορώ, δεν υπάρχουν τάμπλετ και λάπτοπ σε αυτό το τρένο.
Υπάρχουν όμως γουόκμαν, βιντεοκάμερες, άνθρωποι, και κυρίως οι δυο ήρωες μας, η Λάουρα και ο Λιόχα. Εκείνη, μια φοιτήτρια αρχαιολογίας έχει μόλις αφήσει τη Μόσχα (και την αγαπημένη της – που την εγκατέλειψε την τελευταία στιγμή) για να ταξιδέψει στο αρκτικό λιμάνι του Μουρμάνσκ για να «ανακαλύψει το παρελθόν». Πρέπει όμως να μοιραστεί την κουκέτα της με εκείνον, τον Λιόχα, έναν εύθυμο – και συνήθως πιωμένο – Ρώσο μεταλλωρύχο (η ανθρώπινη κατάσταση του οποίου μοιάζει να εκπροσωπεί το ίδιο το παρελθόν!). Η απόσπαση προσοχής απουσιάζει. Κανείς δεν έχει πουθενά να κρυφτεί από τον εαυτό του. Α, και μην προετοιμάζεστε για κάτι αισθητικά γλαφυρό. Τα τοπία εδώ δεν είναι καρτ-ποσταλικά. Οι παρατεταμένες στάσεις του τρένου δεν κρύβουν κάποια «αισθητική» ανάταση. Και είναι ο γλυκόπικρος τόνος αυτού του «Βαγονιού» που μας γοητεύει και μας συγκινεί, ένας τόνος που ισορροπεί ανάμεσα στην υπέροχη (καθότι) απερίσπαστη μοναξιά του τότε, και στην απέλπιδη (γι’ αυτό και καταστροφική) μοναξιά μας, αγκαλιά με τους ψηφιακούς εταίρους του σήμερα.