Να παραμείνει η ποινή των δις ισοβίων ζητούν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι γονείς της Δώρας Ζέμπερη, της εφοριακού που δολοφονήθηκε με 14 μαχαιριές τον Οκτώβριο του 2017 στο Β' νεκροταφείο της Αθήνας. Στη δίκη που ξεκίνησε σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο για την άγρια δολοφονία της 32χρονης εφοριακού η οικογένειά της εμφανίστηκε απόλυτη ότι ο κατηγορούμενος ήταν αποφασισμένος να τη σκοτώσει και όχι να τη ληστέψει.
Να παραμείνει η ποινή των δις ισοβίων ζητούν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι γονείς της Δώρας Ζέμπερη, της εφοριακού που δολοφονήθηκε με 14 μαχαιριές τον Οκτώβριο του 2017 στο Β' νεκροταφείο της Αθήνας.
Στη δίκη που ξεκίνησε σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο για την άγρια δολοφονία της 32χρονης εφοριακού η οικογένειά της εμφανίστηκε απόλυτη ότι ο κατηγορούμενος ήταν αποφασισμένος να τη σκοτώσει και όχι να τη ληστέψει. Καταθέτοντας η μητέρα και τα αδέλφια της 32χρονης, αμφισβήτησαν ότι το κίνητρο της δολοφονίας ήταν η ληστεία της τσάντας της και ότι η αγριότητα του δράστη σχετίζεται με την αντίσταση που προέβαλε η εφοριακός. Σύμφωνα με τους οικείους του θύματος, για την υπόθεση πρέπει να διενεργηθεί ενδελεχής έρευνα, καθώς, όπως είπαν, δεν πιστεύουν ότι ο δράστης έκανε τέτοια επίθεση με στόχο να πάρει την τσάντα για να αγοράσει ναρκωτικά. Οι συγγενείς της εφοριακού θεωρούν πως πρέπει να αναζητηθεί αλλού ο λόγος της θανατηφόρας επίθεσης, καθώς δεν αφορά «ληστεία μετά φόνου» αλλά δολοφονία.
Η διαδικασία άρχισε με την κατάθεση της μητέρας του θύματος, η οποία αναφέρθηκε στη μέρα της δολοφονίας. «Το παιδί μου μέχρι τις 16.30 ήταν καλά και είχε πάει στο νεκροταφείο για να ανάψει το καντήλι στο τάφο του καλύτερού της φίλου που είχε χαθεί λίγο καιρό νωρίτερα», ανέφερε, προσθέτοντας: «Δεν πιστεύω πως έγινε για να της πάρει τα πέντε ευρώ και την τσάντα. Την παρακολουθούσε, μάθαμε, γύριζε γύρω από το σπίτι μας. Δεν είμαι σίγουρη ότι το έκανε για να πάρει ναρκωτικά. Μπορεί κάποιος να τον έβαλε να το κάνει. Γιατί μου σκότωσε το παιδί μου;».
Να συνεχιστεί η έρευνα για τη δολοφονία της εφοριακού, ζήτησε η αδελφή της, η οποία ισχυρίστηκε ότι τον τελευταίο καιρό η Δώρα ήταν ανήσυχη και φοβισμένη. «Ηθελε να τη σκοτώσει οπωσδήποτε, της έκανε τόσες μαχαιριές, φαίνεται να την παρακολουθούσε, δεν πιστεύω ότι ήταν ληστεία, πιστεύω ότι είχε να κάνει με τη δουλειά της και θα ήθελα να συνεχιστούν οι έρευνες». Για στυγερή δολοφονία έκανε λόγο ο αδελφός του θύματος, ο οποίος υποστήριξε πως ο δράστης θα μπορούσε εύκολα να την παρακολουθήσει, γιατί το σπίτι του ήταν απέναντι από τη στάση του λεωφορείου που πήγαινε στην δουλειά της η Δώρα. «Εγώ αυτό δεν το βλέπω ληστεία, το βλέπω δολοφονία. Τη χτύπησε πισώπλατα ενώ έφευγε. Αυτό πώς το βλέπετε; Δεν ήταν ακαριαίος ο θάνατος, βρέθηκε 100 μέτρα παρακάτω. Μόνος του το έκανε, αλλά δεν νομίζω ότι το έκανε για 25 ευρώ. Η εμφάνιση της Δώρας δεν προϊδεάζει για πολλά χρήματα. Μέσα στο νεκροταφείο υπήρχαν πιο εύκολοι στόχοι, όπως γιαγιάδες που μπορεί να έχουν ένα χρυσαφικό ή μια σύνταξη» τόνισε.
Σύμφωνα με τον πατέρα του θύματος, η Δώρα Ζέμπερη έπεσε θύμα κάποιας υπόθεσης που αφορούσε την εργασία της: «Ο δολοφόνος κατηγόρησε γνωστό μεγαλοδικηγόρο ότι τον πλήρωσε για να τη σκοτώσει. Τι κάνατε με αυτό; Φέρτε εδώ τους πραγματικούς δολοφόνους» φώναξε, αναφέροντας πως η κόρη του δολοφονήθηκε επειδή είχε στα χέρια της υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ και ζήτησε από το δικαστήριο να ερευνήσει αυτήν την εκδοχή.
Στη δική του κατάθεση ο προϊστάμενος της εφοριακού, στην ΔΟΥ Πειραιά, ανέφερε ότι οι περισσότερες υποθέσεις που χειριζόταν η 32χρονη ήταν απλές, ενώ στις λιγοστές δύσκολες υποθέσεις ήταν δίπλα της και τη βοηθούσε. «Εγώ είχα απειληθεί για υποθέσεις, οι ελεγκτές μου όχι» επεσήμανε ο μάρτυρας.
Αντίστοιχες ήταν και οι καταθέσεις δύο ακόμη συναδέλφων της 32χρονης, οι οποίοι είπαν πως η Δώρα δεν χειριζόταν «σοβαρές» υποθέσεις ανεξάρτητα από τα ποσά που αφορούσαν.
Ο ιατροδικαστής Σωτήρης Μπουζιάνης, κατέθεσε στο δικαστήριο πως τα χτυπήματα που δέχθηκε η γυναίκα ήταν επικεντρωμένα στον θώρακα και την καρδιά, γεγονός που δηλώνει ανθρωποκτόνο πρόθεση.
Γειτόνισσα και φίλη της μητέρας της Δώρας Ζέμπερη, κατάθεσε ότι είχε δει τον καταδικασμένο - σε πρώτο βαθμό σε δύο φορές ισόβια - να κυκλοφορεί στον δρόμο του σπιτιού του θύματος «με μία μαύρη BMW». Όπως ανέφερε: «Όταν τον είδα θυμήθηκα το πρόσωπο. Κυκλοφορούσαν και δυο περίεργοι τύποι, 20 μέρες νωρίτερα, στο δρόμο και θυμάμαι να το λέω στον άντρα μου, ότι αυτοί είναι κάθε μέρα εδώ».