Η Τουρκία άλλαξε το όνομά της στη διεθνή σκηνή. Ο ΟΗΕ αναγνώρισε το rebranding της σε Turkiye από Turkey, σε μία κίνηση που σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, θα ενισχύσει «την αξία του brand της χώρας». Στις δημόσιες τοποθετήσεις τους οι Τούρκοι αξιωματούχοι εξήγησαν πως δεν ήθελαν να συνδέεται το όνομα της χώρας με την αγγλική λέξη για τη γαλοπούλα - η οποία μάλιστα στην αργκό χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι ανόητο ή αποτυχημένο. Ποιος όμως είναι ο πραγματικός λόγος;
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η Τουρκία άλλαξε το όνομά της στη διεθνή σκηνή. Ο ΟΗΕ αναγνώρισε το rebranding της σε Turkiye από Turkey, σε μία κίνηση που σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, θα ενισχύσει «την αξία του brand της χώρας». Στις δημόσιες τοποθετήσεις τους οι Τούρκοι αξιωματούχοι εξήγησαν πως δεν ήθελαν να συνδέεται το όνομα της χώρας με την αγγλική λέξη για τη γαλοπούλα - η οποία μάλιστα στην αργκό χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι ανόητο ή αποτυχημένο. Ποιος όμως είναι ο πραγματικός λόγος;
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε εκφράσει η γειτονική χώρα τέτοιο παράπονο. Ποτέ δεν είχε πει ότι το Turkey δεν εκφράσει «την κουλτούρα, τον πολιτισμό και τις αξίες του έθνους μας». Οι πρώτες σχετικές αναφορές ήρθαν στα τέλη της περασμένης χρονιάς. Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του το CNN, η απόφαση έχει εν πολλοίς να κάνει με τις εκλογές που έρχονται το 2023 για τον Ταγίπ Ερντογάν.
Τον επόμενο Ιούνιο οι Τούρκοι θα πάνε στις κάλπες με την κατάσταση της οικονομίας να είναι πραγματικά ζοφερή. Ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί σε υψηλά 22 ετών, πάνω από το 73% - σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, γιατί οικονομολόγοι τον υπολογίζουν σε 160%. Και η τουρκική λίρα βρίσκεται σε έναν διαρκή κατήφορο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το διαθέσιμο εισόδημα των Τούρκων έχει συρρικνωθεί δραματικά.
Ο Ερντογάν λοιπόν δεν μπορεί να παίξει το χαρτί της οικονομίας για την εκλογή του. Θα πρέπει να παίξει εκείνο του εθνικισμού. Οι συνεχείς προκλήσεις κατά της Ελλάδας το αποκαλύπτουν. Για τους εθνικιστές ψηφοφόρους όμως χρειάζονται κι άλλα. Όπως επισημαίνει στο CNN αναλυτής του Carnegie Europe, το όνομα και η όλη επικοινωνιακή εκστρατεία γύρω από αυτό, είναι επίσης σημαντικό. «Η χρονική στιγμή της αλλαγής του ονόματος είναι καθοριστική» τονίζει ο Φρανσέσκο Σικάρντι της Carnegie και εξηγεί: «Η απόφαση για το όνομα ανακοινώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν ο πρόεδρος Ερντογάν ήταν πίσω σε όλες τις δημοσκοπήσεις και η χώρα είχε βυθιστεί στην χειρότερη οικονομική κρίση της τελευταίας 20ετίας».
Σύμφωνα με το Reuters οι δημοσκοπήσεις στα τέλη Δεκεμβρίου το ποσοστό του κόμματος του Ερντογάν, AKP, ήταν στο 31% με 33%, όταν στις βουλευτικές εκλογές του 42,6% ήταν 42,6%. Αν στα δεδομένα αυτά και στα στοιχεία του πληθωρισμού προσθέσουμε και την εκτίναξη του εμπορικού ελλείμματος της χώρας στα 6,11 δισ. δολάρια τον Απρίλιο (αύξηση 98,5% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021), καταλαβαίνουμε γιατί ο Τούρκος πρόεδρος θέλει να φέρει στο προσκήνιο ένα θέμα όπως αυτό του ονόματος της χώρας στα διεθνή φόρα, συνδέοντάς το μάλιστα με τις «αξίες» και το στάτους της.
«Το νέο όνομα θα αποπροσανατολίσει την εσωτερική κοινή γνώμη από τα πραγματικά, πιεστικά προβλήματα, αλλά και θα προσφέρει στον πρόεδρο Ερντογάν ακόμη ένα συστατικό για το αφήγημα μιας πιο ισχυρής και πιο παραδοσιακής Τουρκίας». Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται, σημειώνει το CNN, και το προεδρικό διάταγμα του 2020 για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. «Εν απουσία ουσιαστικών πολιτικών για τη διαχείριση των οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων της χώρας, ο Ερντογάν ψάχνει τη σωτηρία στον λαϊκισμό και τα ταυτοτικά ζητήματα» σχολίαζε τότε ο πολιτικός αναλυτής Σερέν Κόρκμαζ. «Δίνει τονωτικές ενέσεις στον τουρκικό εθνικισμό και ισλαμισμό».
Το νέο όνομα έχει και συμβολική αξία, καθώς υιοθετήθηκε στο εσωτερικό το 1923, με την ανάδυση του τουρκικού έθνους από τις στάχτες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, παρατηρεί ο Σικάρντι και προσθέτει: «Η υιοθετησή του σε παγκόσμιο επίπεδο θα θωρακίσει τη θέση του Ερντογάν στην ιστορία δίπλα στο όνομα του πατέρα του τουρκικού κράτους, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.