Η παγκόσμια οικονομική κρίση θα περάσει στην ιστορία ως λάθος του Γκρίνσπαν. Πρόκειται για μια κρίση, για την οποία ευθύνεται, κυρίως, το συμβούλιο αξιωματούχων της Φέντεραλ Ριζέρβ, στη διάρκεια της εποχής εύκολου χρήματος και χαλαρού ρυθμιστικού πλαισίου στο χρηματοοικονομικό τομέα, μια εποχή που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας του '90 μέχρι σήμερα.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση θα περάσει στην ιστορία ως λάθος του Γκρίνσπαν. Πρόκειται για μια κρίση, για την οποία ευθύνεται, κυρίως, το συμβούλιο αξιωματούχων της Φέντεραλ Ριζέρβ, στη διάρκεια της εποχής εύκολου χρήματος και χαλαρού ρυθμιστικού πλαισίου στο χρηματοοικονομικό τομέα, μια εποχή που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας του '90 μέχρι σήμερα.
Η πολιτική εύκολου χρήματος, η οποία είχε την υποστήριξη ρυθμιστικών αρχών που στην πραγματικότητα απέτυχαν στη σύσταση ενός πλαισίου κανόνων, δημιούργησε άνευ προηγουμένου «φούσκες» στους τομείς κατοικιών και καταναλωτικής πίστης σε ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες χώρες, κυρίως εκείνες τις χώρες που είχαν υιοθετήσει τακτικές ανάλογες με την πολιτική των ΗΠΑ.
Και η «φούσκα» έχει πλέον σκάσει και αυτές οι οικονομίες οδεύουν προς βαθιά οικονομική ύφεση. Και στον «πυρήνα» της κρίσης βρίσκεται η υπερβολική άνοδος μετοχικών αξιών και τιμών κατοικιών, μια άνοδος που είχε παρεκκλίνει σε μεγάλο βαθμό από τα ιστορικά δεδομένα. Ο κ. Γκρίνσπαν δημιούργησε δύο φούσκες -τη φούσκα εταιρειών Διαδικτύου, κατά το χρονικό διάστημα 1998-2001 και τη φούσκα στην αγορά κατοικιών, που έσκασε πρόσφατα.
Και στις δύο περιπτώσεις, η υπερβολική αύξηση στην αξία στοιχείων ενεργητικού έκανε τα αμερικανικά νοικοκυριά να σκεφθούν ότι είχαν γίνει πλούσια, με τους Αμερικανούς να μπαίνουν στον πειρασμό να αυξήσουν δυσανάλογα δανεισμό και δαπάνες -για σπίτια, αυτοκίνητα και άλλα καταναλωτικά διαρκή αγαθά.
Και οι χρηματοοικονομικές αγορές ήταν πρόθυμες να δανείσουν σε αυτά τα νοικοκυριά, εν μέρει διότι οι πιστωτικές αγορές λειτουργούσαν κάτω από ένα χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο εξυπηρετούσε ως «πρόσκληση» για ανεύθυνο δανεισμό.
Και εξαιτίας του κλίματος ευημερίας σε χρηματιστήρια και αγορά στέγης, το καθαρό εισόδημα των αμερικανικών νοικοκυριών αυξήθηκε περίπου κατά 18 τρισ. δολάρια στη διάρκεια των ετών 1996-2006. Και η ενίσχυση της κατανάλωσης με βάση αυτόν τον πλούτο συνέβαλε σε περαιτέρω αύξηση των τιμών στέγης, πείθοντας νοικοκυριά και δανειστές να τροφοδοτήσουν ακόμη περισσότερο τη φούσκα.
Και κάποια στιγμή, όλα αυτά άρχισαν να καταρρέουν. Οι τιμές κατοικιών έφθασαν στα ανώτατα επίπεδα το 2006, και οι τιμές των μετοχών το 2007. Και με την κατάρρευση της φούσκας σε χρηματιστήριο και αγορά στέγης, τίτλοι περιουσιακών στοιχείων αξίας που ενδεχομένως να φθάνει και τα δέκα τρισ. δολάρια -ή μέχρι και τα 15 τρισ. δολάρια- θα καταστούν άχρηστοι.
Ορισμένα πολύπλοκα πράγματα συμβαίνουν ταυτοχρόνως.
Πρώτον, τα νοικοκυριά μειώνουν σε μεγάλο βαθμό τις καταναλωτικές τους δαπάνες, καθώς αισθάνονται -και συμβαίνει πράγματι- πολύ φτωχότερα εν συγκρίσει με την οικονομική τους κατάσταση πριν από ένα χρόνο.
Δεύτερο, ορισμένοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί υψηλής επιρροής, όπως η Bear Stearns και η Lehman Brothers, κατέρρευσαν, σε μια εξέλιξη που συντέλεσε σε μεγαλύτερη απώλεια πλούτου (στους μετόχους και πιστωτές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) όπως και μεγαλύτερο περιορισμό των δανείων που κάποτε παρείχαν αυτές οι εταιρείες.
Τρίτον, οι εμπορικές τράπεζες έχασαν πολλά από ριψοκίνδυνες συναλλαγές, με το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους να εξανεμίζεται. Και την ώρα που η κεφαλαιακή τους βάση συρρικνώνεται, μειώνονται αναλόγως και τα μελλοντικά τους δάνεια.
Τέταρτο και τελευταίο, η κατάρρευση της Lehman Brothers και η παρ' ολίγον κατάρρευση του ασφαλιστικού ομίλου AIG προκάλεσαν έναν χρηματοοικονομικό «πανικό», στο πλαίσιο του οποίου ακόμη και οι οικονομικά υγιείς εταιρείες δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμα τραπεζικά δάνεια ή να πωλήσουν βραχυπρόθεσμο εταιρικό χρέος.
Η πρόκληση για τους διαμορφωτές πολιτικής είναι να αποκαταστήσουν την επενδυτική εμπιστοσύνη σε τέτοιο βαθμό που να μπορούν και πάλι οι επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμη πίστωση, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες μισθοδοσίας εργαζομένων και να χρηματοδοτήσουν τα αποθέματά τους. Η επόμενη πρόκληση είναι τα μέτρα για την αποκατάσταση του κεφαλαίου των τραπεζών, έτσι ώστε οι εμπορικές τράπεζες να μπορούν και πάλι να παρέχουν δάνεια για μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Αλλά αυτά τα βήματα -όσο αναγκαία και αν είναι- δεν πρόκειται να αποτρέψουν την ύφεση στις ΗΠΑ και άλλες χώρες που έχουν υποστεί πλήγμα λόγω πιστωτικής κρίσης.
Οι αγορές κατοικιών και μετοχών δεν αναμένεται να ανακάμψουν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, τα νοικοκυριά είναι φτωχότερα και θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο τις δαπάνες, καθιστώντας -βραχυπρόθεσμα- αναπόφευκτη την ύφεση.
Οι ΗΠΑ θα υποστούν το ισχυρότερο πλήγμα, αλλά και άλλες χώρες με «φούσκες» σε αγορές κατοικιών και υπερβολική κατανάλωση (φούσκες που όμως έχουν σκάσει) -ειδικότερα Βρετανία, Ιρλανδία, Αυστραλία, Καναδάς και Ισπανία- αναμένεται να δεχθούν πλήγμα.
Η Ισλανδία, που ιδιωτικοποίησε και απελευθέρωσε τις τράπεζές της πριν από μερικά χρόνια, τώρα βρίσκεται στα πρόθυρα εθνικής χρεοκοπίας, διότι οι ισλανδικές τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν τους ξένους πιστωτές από τους οποίους είχαν πάρει μεγάλα δάνεια.
Και δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι -με εξαίρεση την Ισπανία- όλες αυτές οι χώρες είχαν υιοθετήσει την αμερικανική φιλοσοφία των ελεύθερων αγορών και των χαλαρών ρυθμιστικών πλαισίων για τα χρηματοοικονομικά συστήματα.
Όμως παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγγλο-σαξονικού τύπου οικονομίες, κανένα δεν είναι τόσο σοβαρό που να εγκυμονεί τον κίνδυνο παγκόσμιας οικονομικής καταστροφής. Δεν διακρίνω κάποιο λόγο για ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας, ούτε καν για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ναι, οι ΗΠΑ θα βιώσουν μια φάση μείωσης του εισοδήματος και δραματικής αύξησης της ανεργίας, περιορίζοντας τις εξαγωγές των υπολοίπων χωρών του κόσμου προς τις ΗΠΑ. Αλλά οι οικονομίες σε πολλά άλλα μέρη της Γης συνεχίζουν και αναπτύσσονται. Πολλές μεγάλες οικονομίες -συμπεριλαμβανομένης Κίνας, Γερμανίας, Ιαπωνίας και Σαουδικής Αραβίας- διαθέτουν πολύ μεγάλα πλεονάσματα εξαγωγών, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να δανείζουν στον υπόλοιπο κόσμο (και ειδικότερα τις ΗΠΑ) αντί να δανείζονται χρήματα.
Αυτές οι χώρες έχουν μεγάλες ποσότητες μετρητών και δεν επιβαρύνονται από την κατάρρευση μιας φούσκας στην αγορά κατοικιών. Παρόλο που τα νοικοκυριά τους κατά κάποιον τρόπο έχουν υποστεί πλήγμα από την υποχώρηση των μετοχικών αξιών, όχι μόνο έχουν τα περιθώρια να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, αλλά μπορούν να αυξήσουν την εσωτερική ζήτηση ώστε να αντισταθμίσουν τη μείωση της εξαγωγικής δραστηριότητας προς τις ΗΠΑ.
Θα πρέπει να μειώσουν τους φόρους, να χαλαρώσουν τις προϋποθέσεις δανεισμού και να αυξήσουν τις κρατικές επενδύσεις σε δρόμους, ηλεκτρική ενέργεια και στέγαση. Οι χώρες αυτές διαθέτουν αρκετά μεγάλα αποθέματα ξένου συναλλάγματος, ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο χρηματοοικονομικής αποσταθεροποίησης λόγω της αύξησης των δαπανών στην εγχώρια αγορά, αρκεί να κινηθούν με σύνεση.
Όσο για τις ΗΠΑ, το αδιαμφισβήτητο βάρος που επωμίζονται εκατομμύρια Αμερικανοί -βάρος που θα μεγαλώσει την επόμενη χρονιά, καθώς αυξάνεται η ανεργία- αποτελεί μια καλή ευκαιρία για επανεξέταση του οικονομικού μοντέλου που υιοθετήθηκε επί εποχής του προέδρου Ρίγκαν, το 1981.
Οι χαμηλοί φόροι και το χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο συνέβαλε σε μια «ευφορία» καταναλωτικών δαπανών που ήταν ωραία όσο διήρκεσε, αλλά παράλληλα δημιούργησε τεράστια ανισότητα μεταξύ των εισοδημάτων, διόγκωση του ξένου δανεισμού, συνέβαλε στην παραμέληση του περιβάλλοντος και των έργων υποδομής, συντελώντας στο τεράστιο χρηματοοικονομικό χάος των ημερών. Έχει έλθει ο καιρός για μια νέα οικονομική στρατηγική -στην ουσία, για μια Νέα Συμφωνία.
JEFFREY D. SACHS, καθηγητής οικονομικών και επικεφαλής του Earth Institute, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Παράλληλα, ασκεί καθήκοντα ειδικού συμβούλου του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, αναφορικά με τους αναπτυξιακούς στόχους της χιλιετίας.
Copyright: Project Syndicate, 2008.