Του Αλέξανδρου Βασιλικού, προέδρου του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας
Του Αλέξανδρου Βασιλικού,
Πρόεδρος Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας
Ξεκινάμε μια τουριστική σεζόν που σύμφωνα με τις ενδείξεις της ζήτησης που διαπιστώνεται για την Ελλάδα, τουλάχιστον τους μήνες αιχμής θα έχει ένα θετικό ποσοτικό πρόσημο. Η αξιόπιστη εικόνα της χώρας και η επιθυμία όλου του κόσμου να ταξιδέψει μετά τους περιορισμούς της πανδημίας οδηγούν τη δυναμική των αφίξεων. Με δεδομένο λοιπόν πως η φετινή σεζόν είναι ήδη εν εξελίξει, δεν θα πρέπει να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας μόνο στις ποσοτικές επιδόσεις της χρονιάς, αλλά και στο πώς θα θωρακίσουμε την ανταγωνιστικότητά μας στα χρόνια που έρχονται και μάλιστα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενων συγκυριών και προκλήσεων.
Η ποιότητα είναι η μόνη πραγματική ασπίδα για το ελληνικό τουριστικό προϊόν στα χρόνια που έρχονται. Πρωτίστως, δε, η ποιότητα των τουριστικών καταλυμάτων. Εκ των πραγμάτων λοιπόν θα πρέπει να αντιμετωπιστούν πρακτικές στρεβλώσεων, παραπλάνησης, παραοικονομίας και αναξιοπιστίας που προκύπτουν μέσα από την «οικονομία διαμοιρασμού». Το να διαθέτει κάποιος το διαμέρισμά του για βραχυχρόνια μίσθωση προκειμένου να ενισχύσει το ετήσιο εισόδημά του είναι κάτι στο οποίο κι εμείς οι ξενοδόχοι είμαστε όχι απλά σύμφωνοι αλλά και σύμμαχοι. Το να μισθώνει όμως ένα φυσικό πρόσωπο ή μια εταιρεία δέκα πολυκατοικίες και να τις χρησιμοποιεί για βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Εκεί πλέον μιλάμε για μια επιχειρηματική δραστηριότητα που παριστάνει το ξενοδοχείο χωρίς τις πιστοποιήσεις, χωρίς τα φορολογικά, ασφαλιστικά και μισθολογικά βάρη και τις ευθύνες του ξενοδοχείου. Δεν αντέχει σε καμιά λογική να έχουμε από τη μια ένα υπερυθμισμένο ξενοδοχείο και από την άλλη μια παντελώς αρρύθμιστη βραχυχρόνια μίσθωση.
«Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς», λέει σοφά ένα διάσημο απόφθεγμα. Κι έχουμε πάει ήδη. Με προορισμούς των οποίων οι υποδομές δοκιμάζονται σκληρά, συνιστώντας μια διαρκή απειλή για την εικόνα της χώρας. Με δυσλειτουργία στην ομαλή καθημερινότητα των προορισμών, καθώς δεν βρίσκουν στέγη μια σειρά επαγγελματικών κατηγοριών, από αστυνομικούς και δασκάλους μέχρι ξενοδοχοϋπαλλήλους. Με την απορρόφηση ενός μεγάλου τμήματος από το ανθρώπινο δυναμικό του τουρισμού με σχέσεις εργασίας που δεν φαίνονται πουθενά.
Οι ξενοδόχοι δεν ανήκουμε σε αυτούς που αρνούνται να αποδεχθούν την εξέλιξη των πραγμάτων και πως η οικονομία διαμοιρασμού ήρθε για να μείνει. Καλοδεχούμενη λοιπόν. Αλλά με όρους και προϋποθέσεις, με πιστοποιήσεις και δικλίδες ασφαλείας για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως συμβαίνει και στον ξενοδοχειακό κλάδο. Αλλιώς ο αθέμιτος ανταγωνισμός δημιουργεί μείζονα ζητήματα στρεβλώσεων στην αγορά, πελώρια ζητήματα στην κοινωνία, από την ασφάλεια μέχρι και το ύψος των ενοικίων, μα πάνω απ’ όλα συνιστά μια βραδυφλεγή βόμβα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί, κάνοντας κομμάτια και θρύψαλα την εικόνα της χώρας που με τόσο κόπο χτίζουμε συλλογικά. Το έχουμε ήδη δει να συμβαίνει σε πολλούς διεθνείς προορισμούς.
Είναι ώρα να κοιτάξουμε με καθαρή ματιά εκεί που θέλουμε να πάμε. Η Ελλάδα παραμένει η μόνη δυτική χώρα χωρίς ένα οριοθετημένο και ρυθμισμένο πλαίσιο για την οικονομία διαμοιρασμού. Θα ήταν αρκετό το να κάνουμε αυτό που έκαναν όλοι οι κορυφαίοι ευρωπαϊκοί προορισμοί, ο καθένας με τον τρόπο του, αλλά με κοινό παρονομαστή την προστασία της αυθεντικότητας του προορισμού και τον σεβασμό της τοπικής κοινωνίας. Θα πρέπει να αντιληφθούμε πως κανένα «ξέφραγο αμπέλι» δεν μπορεί να είναι γόνιμο στην πραγματικότητα και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να εγγυηθεί καρπούς μεσομακροπρόθεσμα. Η ρύθμιση με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα αλλά και τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου, η απαρέγκλιτη εφαρμογή των κανόνων και η ευαισθησία απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες είναι τα αναγκαία άμεσα βήματα στροφής σε έναν τουρισμό ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, θωρακισμένου απέναντι στα γυρίσματα του καιρού.