Τα στρατόπεδα δεν φτιάχνονται μόνο στο πεδίο της μάχης. Η εκρηκτική κατάσταση στην Ουκρανία διαμορφώνει και τα νέα μέτωπα στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, όσο φυσικά αυτά κρατήσουν, γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ μπορεί να αλλάζουν, αλλά οι πολιτικές παραμένουν οι ίδιες. Ο λόγος για τη Γερμανία και τον υπουργό Οικονομικών της Κρίστιαν Λίντνερ, που αρχικά φάνηκε τόσο συγκαταβατικός όσο το απαιτούσαν οι συνθήκες της μετάβασης στη νέα πολιτική τάξη πραγμάτων. Η αποκάλυψη των προθέσεων ήταν θέμα χρόνου. Μόνο που σήμερα δεν βρισκόμαστε στις αρχές Ιανουαρίου, όταν όλα έδειχναν ότι η πανδημία βρισκόταν στην αρχή του τέλους της και η ανάκαμψη φαινόταν να έχει μπει σε σταθερό μονοπάτι.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου έγινε «game changer» για όλα, οικονομία, δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, ενέργεια, αγορές. Αυτό που είχε αρχίσει να γίνεται προσωρινή ενόχληση με την άνοδο του πληθωρισμού, μετατράπηκε στη νέα «νόρμα» που ήρθε για να μείνει, θέτοντας υπό αμφισβήτηση ακόμη και την αποτελεσματικότητα των εν δυνάμει επιθετικών επιτοκιακών αυξήσεων. Αναλυτές και οικονομολόγοι εφιστούν την προσοχή ότι το σημερινό εκρηκτικό «μίγμα» που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, και όχι μόνο, μπορεί να πυροδοτήσει αλλεπάλληλες κρίσεις, μεταξύ των οποίων και κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί; Πάντως όχι με πολιτικές λιτότητας.
ΟΜΩΣ, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν βλέπει να υπάρχει λόγος για αναστολή των κανονισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και το 2023, λέγοντας ότι τα στατιστικά δεν δικαιολογούν μια τέτοια κίνηση. Η δήλωσή του ήρθε να προκαταλάβει την πρόταση της Κομισιόν -που αναμένεται τη Δευτέρα- να παραμείνει σε ισχύ η λεγόμενη ρήτρα διαφυγής και το επόμενο έτος, εξαιτίας της επιδείνωσης των προοπτικών της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ευελιξία έρχεται να αναμετρηθεί ξανά με την αναγκαιότητα για αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Μόνο που αυτή τη φορά το επιχείρημα της τιμωρίας των αγορών είναι άκαιρο, αφού οι αυξήσεις των αποδόσεων είναι κάτι που αφορά όλες τις αγορές και έχει να κάνει με τη γενικότερη επανατοποθέτηση στην αλλαγή νομισματικής πολιτικής. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ακατάλληλη στιγμή για τέτοιου είδους συζητήσεις.