Του Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου,
προέδρου του ΕΕΑ και επίτιμου διδάκτορα στο ΠΑΠΕΙ
Του Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου,
προέδρου του ΕΕΑ και επίτιμου διδάκτορα στο ΠΑΠΕΙ
Η εκτόξευσητου κόστους της ενέργειας είναι αδιαμφισβήτητα η πρώτιστη απειλή για τα εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στους υπέρογκους λογαριασμούς και τελούν σε αναμονή για την εφαρμογή των νέων μέτρων της κυβέρνησης και κυρίως την αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής από τον Ιούλιο.
Μεγάλο, ωστόσο, είναι το πλήγμα και από τις συνεχείς ανατιμήσεις στα καύσιμα. Το «ράλι» συνεχίζεται καθημερινά, με τη μέση τιμή της απλής αμόλυβδης βενζίνης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Καυσίμων, να ξεπερνά πλέον τα 2,2 ευρώ το λίτρο και σε ορισμένες περιοχές της χώρας να φτάνει και να ξεπερνά τα 2,5 ευρώ το λίτρο.
Όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, η μέση τιμή της αμόλυβδης 100 οκτανίων στις 17/5/2022 ήταν 2,364 ευρώ το λίτρο και του πετρελαίου κίνησης 1,889 ευρώ το λίτρο.
Την «ανηφόρα» πιστοποιούν και τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με τα οποία τον τελευταίο χρόνο, δηλαδή από τον Απρίλιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022, οι τιμές των καυσίμων έχουν αυξηθεί κατά 29%. Οι τεράστιες αυτές αυξήσεις εντείνουν την πίεση που δέχονται νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις βασικές ανάγκες - υποχρεώσεις τους. Η επιδότηση καυσίμων από 30 έως 50 ευρώ -γνωστή ως fuel passπου ανακοινώθηκε στα μέσα Μαρτίου και υλοποιήθηκε πρόσφατα, καθώς και η απευθείας επιδότηση στο πετρέλαιο κίνησης με 0,15 ευρώ ανά λίτρο είναι ξεκάθαρο πως δεν επαρκούν.
Προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν, αρκετοί συμπολίτες μας αναγκάζονται να περιορίσουν, όταν αυτό είναι εφικτό, τις μετακινήσεις με τα οχήματά τους. Οι επιχειρήσεις, ωστόσο, δεν μπορούν να τραβήξουν «χειρόφρενο». Οι ανατιμήσεις των καυσίμων συνεπάγονται αυξημένο κόστος μεταφοράς, επηρεάζοντας τόσο το κόστος λειτουργίας όσο και την τελική τιμή προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να τροφοδοτείται περαιτέρω η ακρίβεια.
Ως Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών έχουμε εγκαίρως -από το ξέσπασμα της κρίσης ακρίβειας- εντοπίσει το πρόβλημα και προτείνει τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του ΦΠΑ στα καύσιμα, προκειμένου να συγκρατηθούν οι τιμές και να δοθεί ουσιαστική ανάσα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και γι’ αυτό το ζήτημα, ωστόσο, εκπρόσωποι του οικονομικού επιτελείου έχουν επικαλεστεί την απουσία δημοσιονομικού χώρου για τη λήψη των παραπάνω μέτρων.
Με το ανοδικό ράλι των τιμών να είναι πλέον ανεξέλεγκτο, η κυβέρνηση χρειάζεται να εξετάσει εκ νέου το ζήτημα και να παρέμβει άμεσα, με στοχευμένα και ουσιαστικά μέτρα, προκειμένου να μπει επιτέλους ένα «φρένο», εντείνοντας παράλληλα τους ελέγχους για την αποτροπή περιπτώσεων αισχροκέρδειας. Ο «χώρος» και ο «χρόνος» είναι πραγματικά κρίσιμοι...