Απόψεις
Τετάρτη, 18 Μαΐου 2022 12:12

Το ματωμένο πασλούκ* του Ισαάκ

«Πολλές φορές στη ζωή μας τα όμορφα πράγματα κυλούν γλυκά, αλλά σβήνει απότομα η αίσθηση της ευδαιμονίας, με μια μεγάλη δόση πίκρας που σε ακολουθεί για πάντα», γράφει στο βιβλίο της «Πόντος: Άνεμος ευδαιμονίας – Θύελλα οδύνης» η Αντιγόνη Καμπέρου. Οι Έλληνες του Πόντου απολάμβαναν τον άνεμο ευδαιμονίας, όμως τους ρήμαξε η ξαφνική θύελλα οδύνης. Όσοι επέζησαν, έπρεπε να αντέξουν και να βρουν τρόπους να επουλώσουν τα τραύματά τους. Η Μνήμη δεν βοηθούσε.

Γράφει η Χριστίνα Χαφουσίδου
[email protected]

«Πολλές φορές στη ζωή μας τα όμορφα πράγματα κυλούν γλυκά, αλλά σβήνει απότομα η αίσθηση της ευδαιμονίας, με μια μεγάλη δόση πίκρας που σε ακολουθεί για πάντα», γράφει στο βιβλίο της «Πόντος: Άνεμος ευδαιμονίας – Θύελλα οδύνης» η Αντιγόνη Καμπέρου. Οι Έλληνες του Πόντου απολάμβαναν τον άνεμο ευδαιμονίας, όμως τους ρήμαξε η ξαφνική θύελλα οδύνης. Όσοι επέζησαν, έπρεπε να αντέξουν και να βρουν τρόπους να επουλώσουν τα τραύματά τους. Η Μνήμη δεν βοηθούσε.

Όμως, χάρη στη μνήμη τους, εμείς οι επόμενες γενιές γνωρίζουμε.

Η συμβολή της προσωπικής μαρτυρίας στην πληρέστερη γνώση της ιστορίας είναι μεγάλη και σημαντική. Οφείλουμε όλοι οι απόγονοι των προσφύγων να μετατρέπουμε τη μνήμη σε πράξη, όπως ο πίνακας ενός ζωγράφου, το βιβλίο -καλή ώρα- ενός συγγραφέα, το τραγούδι ενός μουσικού, ακόμη και η ίδρυση ενός σωματείου που θα συγκεντρώνει όλες τις μαρτυρίες και θα αποτελεί την κιβωτό της μνήμης, όπως είναι η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών με το Μουσείο της, αλλά και οι σύλλογοι, με τα πολύτιμα αρχεία τους.

Αυτοί είναι οι καρποί της μνήμης, που πέρα από προσωπικό χρέος που μπορεί να αισθάνεται κανείς, αποτελούν και καθήκον προς την ιστορική αλήθεια.

Η συγγραφέας Αντιγόνη Καμπέρου, ανιψιά του πρώτου Έλληνα στρατιωτικού αεροπόρου Δημήτριου Καμπέρου, του επονομαζόμενου «Τρελοκαμπέρου», ανακαλύπτοντας τις σημειώσεις του πατέρα της Ευάγγελου Καμπέρου με τις διηγήσεις του Πόντιου πεθερού του, Γιώργου Θαλασσινού, ξεκίνησε μια έρευνα. Μια «ανοικοδόμηση ενός αφηγήματος» όπως λέει, μιας αληθινής ιστορίας της οικογένειας της μητέρας της. Ξεκίνησε μια καταγραφή ουσιαστικά «της πεζοπορίας εις θάνατον» (όπως ήταν η φρικτή ποινή που εφηύραν οι δήμιοι των Ελλήνων του Πόντου) αλλά και εις την ζωήν… Αυτός είναι και ο υπότιτλος του βιβλίου: «Καταγράφοντας την πεζοπορία εις θάνατον και εις την ζωήν...». Την ζωήν πριν και μετά τη γενοκτονία.

Η Αντιγόνη Καμπέρου, ορθώς, προβάλλει ως πρωταγωνιστή του βιβλίου τον παππού της Γιώργο Θαλασσινό. Εξάλλου οι διηγήσεις του ήταν το έναυσμα για το όλο εγχείρημά της. Όμως, τολμώ να πω ότι στη σκέψη μου, και ο δεκαπεντάχρονος Ισαάκ Τουζτσόγλου διεκδικεί έναν πρωτεύοντα ρόλο. Απαγχονίστηκε λόγω συνωνυμίας με τον μεγαλύτερο ξάδελφό του που είχε καταφύγει στα βουνά και καταζητούνταν. Δεν μπορούσαν να τον βρουν οι Τούρκοι και αποφάσισαν να συλλάβουν τον εντελώς αθώο, μαθητή ακόμα, ξάδελφό του, με ίδιο όνομα και επώνυμο, μιας και ο πραγματικός καταζητούμενος επικηρύχτηκε «επ’ αμοιβή»!

Η ιστορία του είναι συγκλονιστική:

Μια μέρα του Απρίλη του 1919, μπήκαν δια της βίας στο σπίτι του Προδρόμου οι τσανταρμάδες και άρπαξαν τον δεκαπεντάχρονο Ισαάκ. Επειδή είχε το ίδιο όνομα και επώνυμο με τον επικηρυγμένο ξάδερφό του τον οποίο δεν έβρισκαν, άρπαξαν τον γιο της Δέσποινας. Φώναζε και χτυπιόταν η μάνα του, όμως παρά τις ικεσίες της τον έσυραν έξω και τον οδήγησαν στις φυλακές.

Η Δέσποινα πήγε και βρήκε τον Νικόλαο, τον αδελφό του Προδρόμου και πατέρα του επικηρυγμένου Ισαάκ, για να κάνει κάτι. Αυτός έβαλε λυτούς και δεμένους για να τον απελευθερώσουν. Ήξερε πολύ κόσμο και μετρούσε ο λόγος του. Έδωσε γερά μπαξίσια σε πολλούς. Μέχρι που πήγε και βρήκε τον βαλή της Αμάσειας για να του εξηγήσει ότι ο ανεψιός του ήταν μικρός, πήγαινε ακόμη σχολείο και δεν είχε ιδέα από αντάρτικα. Ο βαλής ήταν ανένδοτος. Του έδειξε και το χαρτί της επικήρυξης του γιου του. Στο τέλος, τον διαβεβαίωσε ότι αν του έφερνε τον γιο του, θα άφηνε τον ανεψιό του. «Μα τι λέτε, τι μου ζητάτε να κάνω;! Να σας φέρω να φυλακίσετε τον γιο μου;! Τι κακό έκανε, πείτε μου!» διαμαρτυρόταν ο Νικόλαος.

Οι μήνες περνούσαν και τίποτα δεν γινόταν. Η Δέσποινα, που μόλις πριν μερικούς μήνες είχε θάψει τον άντρα της, ξεσπούσε σε λυγμούς κάθε βράδυ. Όλοι στο σπίτι είχαν παγώσει. Δεν ήξεραν τι να κάνουν…

Τον δεκαπεντάχρονο Ισαάκ τον συκοφάντησαν ότι ήταν προδότης και τον πέρασαν από τα λεγόμενα «Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας», μαζί με άλλους τρεις, τους αδελφούς Πετράκη και Κωνσταντίνο Κοσμίδη και τον Χαρίτωνα Κοσμάντη. Τους κράτησαν φυλακισμένους μήνες στην Αμάσεια. Σ’ αυτούς τους μήνες οι επιστολές του Ισαάκ από το κελί της φυλακής έφταναν στα χέρια της δύστυχης μάνας, που εκλιπαρούσε να κάνουν κάτι για να τον σώσουν. Τα βράδια έμενε ξάγρυπνη προσπαθώντας να βρει μια λύση…

Οι μήνες περνούσαν και ο Ισαάκ παρέμενε φυλακισμένος, όσο και να τους εξηγούσαν ότι ο Ισαάκ που είχαν συλλάβει, δεν ήταν αυτός που ήθελαν. Ήταν ένα αμούστακο παιδί, κι ας ήταν ψηλός και έδειχνε μεγαλύτερος από την ηλικία του. Η απάντηση που έπαιρναν, ήταν πάντα η ίδια: Έχει επικηρυχθεί, επ’ αμοιβή κιόλας, και θα ήταν παραβίαση των νόμων του κράτους η απελευθέρωσή του.

Μέχρι που η Δέσποινα εκτός εαυτού πήγε στο σπίτι της συννυφάδας της και ούρλιαζε να πάει να βρει η Ιφιγένεια τον γιο της και να τον παραδώσει στις οθωμανικές αρχές. Αν ήταν ποτέ δυνατόν…

Ώσπου το φθινόπωρο τους έστειλαν το κακό μαντάτο, ότι τον Ισαάκ, ετών δεκαπέντε, τον κρέμασαν στις φυλακές μαζί με τους άλλους τρεις κρατουμένους, στο όνομα της προστασίας του κράτους. Ως προδότης της πατρίδας ένα ανήλικο, αμούστακο παιδί! Και ας είχαν προσπαθήσει τόσο να τον σώσουν. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να παραδώσουν το δακτυλίδι που φορούσε στη μητέρα του μαζί με μια αποχαιρετιστήρια επιστολή…

Τις επιστολές του από τη φυλακή και το δακτυλίδι του τα κρατούσε σαν φυλακτά η Δέσποινα μέχρι να πεθάνει, όπως και το πασλούκ, που της παραδώσανε αφού τον απαγχόνισαν. Αυτό που είχε φτιάξει η ίδια με τα χέρια της για το παιδί της. Μόνο που όταν το παρέλαβε, ήταν στιγματισμένο με χοντρές κηλίδες από το αίμα του!

Στο πλαίσιο της έρευνας που έκανε η συγγραφέας, η οποία είναι δισέγγονη της Δέσποινας, πήγε -ανυποψίαστη για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει- στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών. Όταν ανέφερε το επίθετο της γιαγιάς της, Τουζτσόγλου, η Έφορος της Επιτροπής τής έφερε ένα πασλούκ από δωρήτρια με το ίδιο επίθετο… Ήταν το πασλούκ του Ισαάκ! Τον είχε δωρίσει η αδελφή του και θεία της συγγραφέως Ευσεβία στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών για να εκτεθεί στο Μουσείο της.

«Μου το έδωσε στα χέρια και εγώ έμεινα να το κοιτάω», περιγράφει η Αντιγόνη Καμπέρου τη συγκλονιστική στιγμή. «Έπειτα από σχεδόν έναν αιώνα, εγώ, η εγγονή της Αντιγόνης, κρατούσα στα χέρια μου το σκουροπράσινο κεφαλόδεσμο με μωβ φόδρα του αδελφού της. (Όταν διάλεξε η μητέρα του το χρώμα, είπε πως θα ταιριάζει με τα σκουροπράσινα μάτια του... «Ήθελε τόσο πολύ να το φοράει στα πανηγύρια και να παίζει το βιολί που τόσο αγαπούσε!» λέει σε άλλο σημείο η συγγραφέας.) Ξέσπασα σε λυγμούς. Παρατήρησα τις κηλίδες του αίματος που είχε πάνω του. Ήταν το πασλούκ που φορούσε όταν τον κρέμασαν οι Τούρκοι στα δεκαπέντε του. Αυτό το πασλούκ έγερνε από το βάρος μιας γενοκτονίας∙ ήταν ποτισμένο με αίμα και πολύ πόνο. Έναν πόνο που έμεινε ανεξίτηλος σε τόσες και τόσες γενιές.»

Προσωπικά ως άτομο που επιμελήθηκα την έκδοση, αν και δεν με συνδέουν συγγενικοί δεσμοί με τους ανθρώπους τις ιστορίες των οποίων παρακολουθούμε στις σελίδες του βιβλίου, με εκφράζουν τα λόγια της Αντιγόνης Καμπέρου στην εισαγωγή της: «…αναδύθηκαν πρωτόγνωρα συναισθήματα ταύτισης μαζί τους. Υπάρξεις που ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Έζησαν, πόνεσαν, πληγώθηκαν, γέλασαν. Δεν ήταν παραμύθι η ζωή τους. Πόνεσα, πληγώθηκα, γέλασα και εγώ μαζί τους μέσα από τη συγγραφή. Σαν να ζούσα κι εγώ από κοντά τη ζωή τους. Σαν να ήμουν ένα μικρό αόρατο ανθρωπάκι γαντζωμένο στον ώμο τους, να ζω κι εγώ αυτά που έζησαν εκείνοι, από κοντά. Και ταυτόχρονα, μέσα από αυτούς, ψηλαφούσα τη δική μου προσωπικότητα».

Πλησιάζοντας την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, για την αναγνώριση της οποίας γίνονται φιλότιμοι αγώνες ατόμων και φορέων, θα ήταν ωφέλιμο να προβληματιστούμε πάνω από τα ερωτήματα που θέτει η συγγραφέας -εν είδει προτροπής, θα έλεγα- στον πρόλογο:

«Άραγε, πέρασε ποτέ από το μυαλό μας αν θα έπρεπε να αγωνιζόμαστε για να καλυτερεύσουμε τον εαυτό μας, τους δικούς μας, την κοινωνία μας; Αναλογιστήκαμε, μήπως πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι ωραίο που θα μείνει για να θαυμαστεί αργότερα από τις επόμενες γενιές; Τέλος πάντων, σε τι συνεισφέρουμε σήμερα; Είναι περήφανοι για μας οι πρόγονοί μας που έζησαν, πολέμησαν, θυσιάστηκαν για μια κοινωνία δημοκρατική και ελεύθερη; Μπορούμε εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες να σταθούμε αντάξια δίπλα τους;».

* Πασλούκ: Ο κεφαλόδεσμος της ανδρικής ποντιακής φορεσιάς