Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία έχουν τη μαχητική δύναμη να «κλειδώσουν» τη νίκη. Και μπορούν να συνεχίσουν με τον ίδιο ρυθμό για πολύ καιρό. Πώς όμως ο υποτιθέμενος «δεύτερος ισχυρότερος στρατός στον κόσμο» δεν είναι σε θέση να νικήσει ένα λιγότερο ισχυρό αντίπαλο; Σύμφωνα με τον στρατιωτικό αναλυτή και απόστρατο υποστράτηγο Μικ Ράιαν, σε σημαντικό βαθμό οφείλεται σε μια απλή τακτική- και για πολλούς έμμεση προσέγγιση- την επένδυση των Ουκρανών στη «διάβρωση».
Της Ιωάννας Βαρδαλαχάκη
[email protected]
Από την εισβολή τους στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, οι ρωσικές δυνάμεις που επιχειρούν στη χώρα έχον αναγκαστεί να επανακαθορίσουν αρκετές φορές τους στόχους του. Το αρχικό σχέδιο για γρήγορη κατάληψη του Κιέβου, του Χαρκόβου και άλλων βασικών σημείων, σύλληψη κυβερνητικών αξιωματούχων και εξαναγκασμό σε πολιτική συμφωνία, απέτυχε. Ακολούθησε νέο σχέδιο με επιθέσεις σε πολλαπλούς άξονες στα νότια, ανατολικά, βορειοανατολικά και βόρεια- παράλληλα με επιθέσεις από αέρος. Ούτε το δεύτερο σχέδιο επετεύχθη, γεγονός που οδήγησε το ρωσικό στρατό στο Ντονμπάς, στην ανατολική Ουκρανία, όπου ετέθη ο στόχος της «οικοδόμησης» μιας «χερσαίας γέφυρας» από τη Ρωσία στην Κριμαία.
Τα πράγματα δεν έχουν πάει επομένως σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, παρόλο που η Μόσχα πανηγυρίζει σήμερα μια πρώτη σημανική νίκη: την κατάληψη της Μαριούπολης. Ταυτόχρονα όμως οι ρωσικές δυνάμεις έχουν αποχωρήσει από το Χάρκοβο και οι επιχειρήσεις στο Ντονμπάς φαίνεται να έχουν σταματήσει. Επίσης, σύμφωνα με βρετανικούς υπολογισμούς, η Ρωσία έχει ήδη χάσει περίπου το 1/3 της δύναμης εισβολής που συγκεντρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2022. Μάλιστα, όπως αναφέρει ανάλυση του Atlantic Council, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ξεμένει από επιλογές.
Τι θα μπορούσε όμως πλέον να κάνει; Η πιο προφανής επιλογή σε αυτό το σημείο- σημειώνει το Atlantic Council- θα ήταν να κλιμακώσει τη σύγκρουση μεταβαίνοντας από τη σημερινή λεγόμενη «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» σε επίσημη κήρυξη πολέμου κατά της Ουκρανίας και πλήρη κινητοποίηση. Αυτό μπορεί να βοηθήσει να καλυφθούν τα κενά στις τάξεις του ρωσικού στρατού, αλλά η δημόσια αντίθεση στην κινητοποίηση θα μπορούσε επίσης να αποσταθεροποιήσει την εσωτερική κατάσταση στη Ρωσία. Η γενική κινητοποίηση δεν θα παρήγαγε απαραίτητα το είδος της μαχητικής δύναμης που χρειάζεται αυτή τη στιγμή ο Πούτιν. Ένας στρατός γεμάτος στρατεύσιμους και έφεδρους με περιορισμένη στρατιωτική εκπαίδευση δεν θα ταίριαζε στην Ουκρανία.
Στο μεταξύ ο χρόνος περνάει και αυτό σίγουρα δεν είναι με το μέρος της Μόσχας, υποστηρίζει ο Νιλ Μέλβιν, αναλυτής του Royal United Services Institute (RUSI). «Ο χρόνος σίγουρα λειτουργεί ενάντια στους Ρώσους. Τους τελειώνει ο εξοπλισμός. Τους τελειώνουν οι ιδιαίτερα προηγμένοι πύραυλοι. Και, φυσικά, οι Ουκρανοί δυναμώνουν σχεδόν κάθε μέρα», εξηγεί.
Στο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν πολλοί ειδικοί και αναλυτές, είναι πως έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία έχουν τη μαχητική δύναμη να «κλειδώσουν» τη νίκη. Και μπορούν να συνεχίσουν με τον ίδιο ρυθμό για πολύ καιρό. Πώς όμως ο υποτιθέμενος «δεύτερος ισχυρότερος στρατός στον κόσμο» δεν είναι σε θέση να νικήσει ένα λιγότερο ισχυρό αντίπαλο; Σύμφωνα με τον στρατιωτικό αναλυτή και απόστρατο υποστράτηγο Μικ Ράιαν, σε σημαντικό βαθμό οφείλεται σε μια απλή τακτική- και για πολλούς έμμεση προσέγγιση- την επένδυση των Ουκρανών στη «διάβρωση».
Περιγράφοντας την τακτική, ο αναλυτής εξηγεί ότι οι ουκρανικές δυνάμεις «μυρίζονται» τις αδυναμίες των Ρώσων, χτυπώντας τους από τη μία στα σημεία όπου υστερούν, χρησιμοποιώντας την ουκρανική μαχητική δύναμη από την άλλη για να καθυστερήσουν τις ρωσικές δυνάμεις μάχης. Ενδεικτικό είναι πόσος χρόνος και δυνάμεις δεσμεύθηκαν στην πολιορκία της Μαριούπολης.
Οι Ουκρανοί έχουν επιτεθεί στα πιο αδύναμα συστήματα φυσικής υποστήριξης ενός στρατού στο πεδίο – σε δίκτυα επικοινωνιών, σε οδούς υλικοτεχνικής υποστήριξης, στις πίσω περιοχές, στο πυροβολικό και τους ανώτερους διοικητές στα διοικητικά τους σημεία. Έχουν επίσης επιτεθεί σε κρίσιμες δομές και ειδικότητες, όπως σε μηχανικούς, σε drones επιτήρησης, σε αποθήκες καυσίμων και σε ανώτερους Ρώσους διοικητές.
«Οι Ουκρανοί έχουν διαβρώσει από μέσα τη φυσική ικανότητα των Ρώσων να πολεμήσουν», σχολιάζει ο Ράιαν, αναφέροντας πως αυτές οι ενέργειες επηρεάζουν επίσης το ηθικό της ρωσικής μαχητικής δύναμης, που με τη σειρά του οδηγεί σε έλλειψη πειθαρχίας στο πεδίο της μάχης, λιποταξίες, άρνηση μάχης στο πεδίο και εγκλήματα πολέμου.
«Το πεσμένο ηθικό και η έλλειψη πειθαρχίας, αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να γίνουν ενδημικά σε έναν στρατό. Οι Ουκρανοί έχουν σιγά-σιγά διαβρώσει τη βούληση της Ρωσίας να πολεμήσει. Μια μεγάλη οπισθοδρόμηση στο πεδίο της μάχης θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση του ρωσικού ηθικού», προειδοποιεί ο αναλυτής.
Οι Ουκρανοί- συνεχίζει ο Ράιαν- επέβαλαν επίσης στους Ρώσους μια μορφή πνευματικής διάβρωσης. Υπό την πίεση να επιτύχουν κάποια μορφή νίκης λόγω των προηγούμενων οπισθοδρομήσεων, οι Ρώσοι είναι πρόθυμοι να πάρουν μεγαλύτερο τακτικό και επιχειρησιακό ρίσκο με τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις- χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσπάθεια των ρωσικών δυνάμεων να διασχίσουν ανεπιτυχώς τον ποταμό Σεβέρσκι Ντονέτς. Αυτή η προσπάθεια «είναι ενδεικτική ενός στρατού που γίνεται λιγότερο ικανός στο να αξιολογήσει τους κινδύνους σημαντικών επιχειρησιακών ή τακτικών αποφάσεων», τονίζει.
Τελικά η συνέπεια με την οποία οι Ουκρανοί εφαρμόζουν αυτή την τακτική της διάβρωσης, υποστηρίζει ο αναλυτής, έχει ωθήσει τον ρωσικό στρατό στα άκρα. «Και διαβρώνοντας τους Ρώσους σωματικά, ηθικά και πνευματικά εκ των έσω, οι Ουκρανοί εξέλιξαν τη στρατιωτική τέχνη. Οι συμβατικές επίγειες και αεροπορικές επιχειρήσεις έχουν απορροφήσει δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεις πληροφόρησης σε ένα νέο, ενιαίο σύνολο. Αυτό που κάποτε κατανοούσαμε ως ξεχωριστές συμβατικές, αντισυμβατικές ή πληροφοριακές λειτουργίες αποτελούν πλέον συστατικά μιας ολοκληρωμένης και αδιαίρετης προσέγγισης.
naftemporiki.gr