Το έργο «Η ελληνική επανάσταση» του Μαρκ Μαζάουερ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση Κώστα Κουρεμένου και επιμέλεια Κώστα Λιβιεράτου.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το έργο «Η ελληνική επανάσταση» του Μαρκ Μαζάουερ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση Κώστα Κουρεμένου και επιμέλεια Κώστα Λιβιεράτου.
Ο κορυφαίος Βρετανός ιστορικός αναπλάθει εδώ μια από τις πιο πυκνές και σημαίνουσες δεκαετίες της νεότερης ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας: τότε που οι άνθρωποι των χωριών, των βουνών και των κάμπων στις ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεσηκώθηκαν το 1821 ενάντια στις πανίσχυρες δυνάμεις του σουλτάνου. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, και παρά τα τρομακτικά αντίποινα που υπέστησαν, αλλά και τις αδυσώπητες εμφύλιες συγκρούσεις, κράτησαν ζωντανή την επανάσταση, ως τη στιγμή που η στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων επέτρεψε τελικά την εγκαθίδρυση ενός νέου εθνικού κράτους.
Το βιβλίο προσφέρει ένα συναρπαστικό πανόραμα αυτής της ιστορίας, βάζοντάς μας στο μυαλό, την καρδιά και τη δράση των πρωταγωνιστών, αλλά και στις αποκαλυπτικές εμπειρίες των πολλών. Βλέπουμε έτσι με νέο μάτι τα επαναστατικά σχέδια των συνωμοτών της Φιλικής Εταιρείας, τον δαιμόνιο ανταρτοπόλεμο των οπλαρχηγών και τα κατορθώματα των μπουρλοτιέρηδων, τις συνεισφορές, τα διλήμματα και τις αμφιταλαντεύσεις αρματολών και κλεφτών, προκρίτων και καραβοκύρηδων, τα συνταγματικά οράματα και τις διπλωματικές κινήσεις της νέας πολιτικής τάξης, την έμπρακτη συμπαράσταση φιλελλήνων και εθελοντών, την αγωνία των πολιορκημένων πόλεων, την τραγωδία των ανυπεράσπιστων γυναικών και παιδιών.
Γίνεται έτσι φανερό πόσο καταλυτική στάθηκε η επανάσταση του 1821 στη νεοελληνική ιστορία, καθορίζοντας την πολιτική συγκρότηση της νεότερης Ελλάδας· πόσο κεντρική θέση κατείχε στη διαμόρφωση διεθνών τάσεων όπως ο ρομαντισμός, ο εθνικισμός ή ο ρεπουμπλικανισμός· και πόσο συντέλεσε στην ανάδυση ενός νέου είδους πολιτικής αναμέτρησης ανάμεσα στις σιδερένιες επιταγές της Ιεράς Συμμαχίας, την πρωτόγνωρη δυναμική της διεθνούς αλληλεγγύης και την πίστη, τα όνειρα και τις πράξεις ενός λαού που αγωνιζόταν, συχνά με φοβερό κόστος, για «να γίνει το ρωμαίικο».
Στο Μέρος Β΄, υπό τον τίτλο «Διεθνείς επεμβάσεις», στο κεφάλαιο «Μεσολόγγι», μεταξύ άλλων, διαβάζουμε:
«Η απουσία ενότητας στο εθνικό επίπεδο ερχόταν σε αντίθεση με τον τρόπο που είχαν διευθετηθεί οι εντάσεις μέσα στο Μεσολόγγι. Πάρα πολλοί από τους παγιδευμένους εντός των τειχών είχαν πεθάνει από την πείνα ή τις αρρώστιες, και το μοίρασμα του σιτηρέσιου υπήρξε πηγή έντασης και πικρίας για μήνες. Ωστόσο, παρά τους φατριασμούς, τις κομματικές πολιτικές και τις εσωτερικές έριδες, η δημόσια τάξη στο Μεσολόγγι δεν καταλύθηκε ποτέ και η άμυνα της πόλης ήταν αποτέλεσμα μιας εντυπωσιακής συλλογικής δράσης. Η στρατιωτική τακτική διαμορφωνόταν κυρίως σε ομαδικές συναντήσεις των καπετάνιων. Έγιναν προσπάθειες να υπάρξει κάποιου είδους περίθαλψη για τους τραυματίες. Η εμπειρογνωμοσύνη των μηχανικών, των σκαπανέων και των γιατρών θεωρούνταν πολύτιμη. Οι βασικοί θεσμοί της εκκλησίας, της κυβέρνησης και της ατομικής ιδιοκτησίας εξακολουθούσαν να γίνονται σεβαστοί σε εντυπωσιακό βαθμό αν σκεφτεί κανείς τις συνθήκες. Ο σεβαστός επίσκοπος Ιωσήφ, που τέλεσε την τελευταία λειτουργία τη μέρα της εξόδου, είχε παραμείνει δημοφιλής φυσιογνωμία και οι ακολουθίες του δεν έπαψαν να συγκεντρώνουν αρκετό κόσμο σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας.
Η πρώτη προσφορά όρων συνθηκολόγησης την άνοιξη του 1825 από τον Κιουταχή πασά έκανε διάκριση ανάμεσα στους αρματολούς, τους κλέφτες, τους Σουλιώτες και τους κατοίκους της πόλης: οι τελευταίοι, σε αντίθεση με τους άλλους, δεν θα επιτρεπόταν να φύγουν για όπου ήθελαν. Η απάντηση του Μεσολογγίου ήταν πως οι κάτοικοι της πόλης ήταν ενωμένοι, και ο αγώνας τους θα οδηγούσε ή στον θάνατο ή στην εθνική τους απελευθέρωση. Η ενότητα αυτή δεν απεμπολήθηκε ποτέ. Ο ίδιος ο Σπυρομηλιός ήταν ένας από τους πρωτεργάτες μιας νεοσύστατης δημοτικής οργάνωσης, που γρήγορα έφτασε τα 1.000 μέλη, η οποία είχε στόχο να εξαλείψει τη διαφθορά μέσα στην πόλη και να διαφυλάξει το σεβασμό του νόμου και των αρχών. Με τέτοιους τρόπους έπαιρνε μορφή, ακόμη και μέσα στην πίεση της πολιορκίας, ένα νέο πολιτικό όραμα –ένα όραμα που έβλεπε την προοπτική του θανάτου σαν συμβολή στη σφυρηλάτηση μιας εθνικής κοινωνίας.
Στην αντίσταση και στο θάνατο, το συλλογικό αυτό πνεύμα κρατήθηκε ζωντανό. Διότι αυτό που ήταν τόσο εντυπωσιακό στην έξοδο του Μεσολογγίου ήταν ο δημοκρατικός, ανώνυμος χαρακτήρας της. Η μάχη δόθηκε νύχτα, μέσα στη βροχή και τη λάσπη, και άφησε τα χιλιάδες θύματά της αγνώριστα και άταφα τα πιο πολλά. Ποιος θα γνώριζε τα ονόματα των νεκρών ή τι ακριβώς είχε συμβεί στον καθένα; Αργότερα θα τους θρηνούσαν. Αλλά την ώρα εκείνη ήταν η πόλη ως σύνολο που με τη θυσία της αξίωνε τον σεβασμό. Πολλοί από τη στρατιωτική ηγεσία και τη φρουρά είχαν καταφέρει ν’ ανοίξουν δρόμο προς τη σωτηρία –ακόμη κι ο εβδομηντάχρονος Νότης Μπότσαρης. Ωστόσο τα κυριότερα θύματα ήταν χιλιάδες συνηθισμένες γυναίκες και παιδιά, καθώς και γέροντες όπως ο επίσκοπος Ιωσήφ, που σκοτώθηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι χωρίς σε πολλές περιπτώσεις να γυρίσουν ποτέ πίσω. Ο ίδιος ο επίσκοπος μάζεψε γύρω του, σ’ έναν παλιό μύλο, εκείνους που δεν ήταν σε θέση να φύγουν από την πόλη· άντεξαν δύο μέρες προτού πυροδοτήσουν τα εκρηκτικά και τιναχτούν στον αέρα. Αυτό που έκανε την άλωση του Μεσολογγίου τόσο ασυνήθιστη κι επιβλητική ήταν ο ιδιαίτερος ηρωισμός που ενσάρκωνε –εκείνος μιας ολόκληρης κοινωνίας που ήταν έτοιμη να πεθάνει για χάρη της ελευθερίας».
Ο πολυτελής τόμος περιλαμβάνει οδηγό για περαιτέρω ανάγνωση, εκτενή βιβλιογραφία και εικόνες έργων τέχνης που συνδέονται με τον αγώνα των Ελλήνων.