Ένας στοχασμός πάνω στην πορεία της ανθρώπινης μοίρας, όπου φύση και πολιτισμός συνυφαίνονται με το τυχαίο, τον έρωτα, τη μοναξιά αλλά και τον καθαρτήριο ρόλο του γέλιου.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
«Ο μπόγος», το νέο μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
1911, Μακεδονία. Το σώμα ενός αναίσθητου άντρα εντοπίζεται στα περίχωρα μιας πόλης. Εκείνος, όταν συνέρχεται, ισχυρίζεται ότι δεν θυμάται τίποτα. Ποιος είναι, άραγε, αυτός ο άνθρωπος, η παρουσία του οποίου θα αποδειχτεί καταλυτική τόσο για την πορεία της πόλης όσο και για τη ζωή των κατοίκων; Πρόσφυγας, τυχοδιώκτης, δολοφόνος; Εμπνευσμένος δημιουργός, ενσάρκωση των ονείρων του καθενός ή ένας πολύ βολικός αποδιοπομπαίος τράγος;
«“… Ο Θεός τον έστειλε αυτό τον άνθρωπο, να μου το θυμηθείτε”. “Ο Θεός ή ο διάολος;” είπε σιγανά ο μπαμπάς σκύβοντας το κεφάλι».
Στο πολυφωνικό αυτό μυθιστόρημα, όπου οι προσωπικές αφηγήσεις διαπλέκονται με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του περασμένου αιώνα αλλά και με στοιχεία της λαϊκής παράδοσης και αρχέγονους μύθους, στις φωνές των ηρώων έρχονται να προστεθούν και άλλες. Η ελιά, το ποτάμι, ο λαφιάτης, τα πουλιά, ζωντανοί μα και αγαπημένοι νεκροί, νομάδες, πλανόδιοι και μετανάστες, ο καθένας με τον τρόπο του αφηγείται το δικό του κομμάτι της ιστορίας περιδιαβάζοντας τις εποχές και ανασυνθέτοντας το άρωμα της καθεμιάς, σε μια περιοχή που υπήρξε ανέκαθεν σταυροδρόμι εθνικοτήτων, θρησκειών και γλωσσών.
Ένας στοχασμός πάνω στην πορεία της ανθρώπινης μοίρας, όπου φύση και πολιτισμός συνυφαίνονται με το τυχαίο, τον έρωτα, τη μοναξιά αλλά και τον καθαρτήριο ρόλο του γέλιου.
«Εκεί που άρχιζε το φαράγγι, ξεχυνόταν ορμητικό. Σε πολλά σημεία σχημάτιζε στροβίλους. Φύλλα, κλαριά, ανθρώπους και ζώα, όλα τα ρουφούσε. Μισοθαμμένα στα λασπόνερα του βυθού κείτονταν σαν σκόρπια γράμματα μιας ξεχασμένης γλώσσας. “Το ποτάμι δίνει, το ποτάμι παίρνει”, έλεγαν εδώ γύρω κι έριχναν στεφάνια με λουλούδια στο νερό μπας και το ξεγελάσουν. Αδιάφορο εκείνο συνέχιζε να τρέχει, να τρέχει κι η φτερωτή του μύλου να γυρίζει κι η μυλόπετρα να αλέθει το στάρι, στερνό κατευόδιο στις ψυχές των πνιγμένων. Στο ύψος του τοξωτού γεφυριού, ημέρευε για λίγο κι ανακλαδιζόταν. Ισορροπώντας πάνω στα βράχια, τα παιδιά έριχναν δολώματα στο νερό. Πού και πού, έβαζαν μια φωνή, νιώθοντας το τίναγμα της πετονιάς, τις περισσότερες φορές όμως το ψάρι ξεγλιστρούσε. Αυτό δεν τα εμπόδιζε να καυχώνται για ώρες. “Παραλίγο”, έλεγαν και πες, πες, πες, το ψάρι ολοένα και μεγάλωνε.
Ένας ασβός βγήκε απ’ το λαγούμι του, κι αφού οσμίστηκε τον αέρα, χάθηκε βιαστικά μέσα στα ρείκια. Ακούστηκε ήχος βημάτων, το τρίξιμο πάνω στις πέτρες και στα χαμόκλαδα έφτασε ως τις όχθες. Τα πουλιά στις καλαμιές σκόρπισαν τρομαγμένα, τα βατράχια σώπασαν και πήδησαν στο νερό. Ο άντρας με το σημάδι στο μέτωπο πρόβαλε πίσω από τις βελανιδιές. Ερχόταν συχνά. Περπατούσε κατά μήκος της όχθης. Πολλές φορές, σιγομουρμούριζε κάποιο σκοπό. […] Χαιρέτησε από την απέναντι όχθη τα παιδιά, αντάλλαξε μαζί τους δυο κουβέντες κι ύστερα παραδόθηκε στο ρεμβασμό του. Είχε ξαπλώσει πάλι ανάσκελα στα χορτάρια, με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό και το ένα χέρι στο νερό σαν να ήθελε να τα συμπεριλάβει όλα στους λογισμούς του. Παντού η ίδια επιθυμία. Ο ίδιος σταδιακός συντονισμός. Δεν άλλαξε στάση, ούτε καν ανασήκωσε το κεφάλι όταν ακούστηκε ένα σούσουρο απ’ τη μεριά των παιδιών κι η λέξη “μάγισσα” ξεχώρισε ανάμεσα στα γέλια και τα τρεχαλητά τους.
Η γυναίκα κατηφόρισε αργά προς την όχθη. Είχε κρεμασμένους στους ώμους της δυο κάδους δεμένους στις άκρες ενός ξύλινου ραβδιού. Όταν έφτασε στο ύψος του, τον καλημέρισε. Ξεφορτώθηκε τους κάδους και με τις παλάμες έτριψε λίγο τους ώμους της. Ο άντρας με το σημάδι ανασηκώθηκε, την περιεργάστηκε.
Παράξενη γυναίκα! σκέφτηκε. Σαν να μην είναι ολότελα πραγματική.
Είχε δυο μάτια παράταιρα, ένα σκούρο κι ένα γαλάζιο. Μύριζε δάσος κι ήξερε από βοτάνια. Ήξερε επίσης να διαβάζει τους ανθρώπους. Στην περιοχή τη φωνάζανε μάγισσα. Κάθισε πλάι του ανακούρκουδα κι άρχισε να μαζεύει κάτι χόρτα.
“Γλυκόριζα για το στομάχι και το βήχα”, του είπε και τα παράχωσε στο σακούλι που είχε περασμένο στη ζώνη της.
Κουβεντιάζοντας μαζί του, συνέχισε να κόβει διάφορα: αγριάδα, μελισσόχορτο, φλισκούνι. Σκυμμένη όπως ήταν μες στο μαύρο ρούχο της, έμοιαζε με κοτσύφι που τσιμπολογάει το χώμα. Του είπε πως ήξερε ότι θα ’ρθει. Του είπε πως τον περίμενε. Εκείνος δεν απάντησε. Κάτι πετάρισε στην απέναντι όχθη. Η γυναίκα προχώρησε πιο πέρα, μάζεψε μια αγκαλιά μυρώνια που ξεχώριζαν ανάμεσα στα αγριολούλουδα. Στην άλλη τσέπη της έριξε λίγη μολόχα και χαμομήλι για τα δερματικά κι ύστερα στράφηκε πάλι προς το μέρος του. Έβγαλε απ’ το σακούλι της μια φέτα ψωμί, έτριψε πάνω της ένα κλωνάρι αγριορίγανη και του την πρόσφερε. Ο άντρας με το σημάδι δάγκωσε το ψωμί με λαχτάρα. Έπιασαν την κουβέντα. Εκείνος τη ρωτούσε για το δάσος, αυτή απαντούσε. Πέρασε ένα κοπάδι τσιρόνια, “κοίτα” του είπε. Κανά δυο πήδησαν έξω απ’ το νερό κι ύστερα χάθηκαν. Είχαν εκείνη την οικειότητα ανθρώπων που γνωρίζονται χρόνια.
“Σήκω”, του είπε ύστερα από λίγο η γυναίκα, “έχω κάτι να σου δείξω”.
Πήραν το μονοπάτι που ανηφόριζε μετά το μύλο και χανόταν μες στις οξιές. Περπάτησαν κάμποσο ώσπου έφτασαν στα μεγάλα βράχια. Θα ξεγελιόταν και θα τους πέρναγε για αγρίμια όποιος τους έβλεπε από μακριά, έτσι όπως στέκονταν ασάλευτοι κι αγνάντευαν τον κάμπο. Από πάνω τους, ένας αϊτός ζωγράφιζε τον ουρανό. Έπειτα η γυναίκα παραμέρισε κάτι θάμνους και φανέρωσε το άνοιγμα μιας σπηλιάς. Κανένας άλλος δεν γνώριζε την ύπαρξή της. Γιατί άραγε, διάλεξε να του τη φανερώσει; Και τι είδους μυστικά έκρυβε παραμέσα, πίσω από τις χαραγμένες επιφάνειες στην είσοδο, όπου πετούσαν πουλιά κι έτρεχαν καβαλάρηδες με ακόντια κι ελάφια και λύκοι και τσακάλια, ακόμα και κάτι που ’μοιαζε με καμήλα;
Πέρασε κάμποση ώρα κι εκείνοι άφαντοι. Ένα χέλι τσίμπησε το δόλωμα και, μόλις το ’βγαλαν έξω τα παιδιά, πέσανε πάνω του φωνάζοντας μην τους φύγει. Μια καμπάνα ακούστηκε από μακριά. Η φιγούρα της γυναίκας πρόβαλε και πάλι, όχι όμως και του άντρα με το σημάδι. Κατηφόρισε προς το μέρος του νερού. Γονατίζοντας δίπλα στην όχθη, έγειρε και με τις χούφτες της ήπιε κάμποσο αφού πρώτα δρόσισε το πρόσωπό της. Στα μάτια της διάβασε τη γνώριμη επιθυμία. Ακούστηκε ένας σύντομος παφλασμός. Ένα ξερόκλαδο βούτηξε στη θέση της. Αμέσως το τύλιξε το νερό που συνέχισε να τρέχει. Ύστερα εκείνη έδεσε σφιχτά το σακούλι της, γέμισε τους κάδους και τους ζαλώθηκε. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε για λίγο με μιας μικρής αλεπούς που ήταν κρυμμένη στους θάμνους. Η γυναίκα χαμογέλασε και με αργά βήματα πήρε το δρόμο του γυρισμού. Το φως του ήλιου που τρεμόφεγγε ανάμεσα στις φυλλωσιές έπεφτε πάνω της κάνοντας τη φιγούρα της να διαλύεται σε αμέτρητες μικροσκοπικές κουκκίδες».
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Λίλα Κονομάρα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε σύγχρονη λογοτεχνία στο Παρίσι και εργάστηκε ως καθηγήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2002, με το βιβλίο «Μακάο» (Πόλις, 2002· Μεταίχμιο, 2005· Κέδρος 2018), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Εξέδωσε τα μυθιστορήματα «Τέσσερις εποχές-Λεπτομέρεια» (Μεταίχμιο, 2004), «Στις 11 και 11 ακριβώς!» (παιδικό μυθιστόρημα, Παπαδόπουλος, 2005), «Η αναπαράσταση» (Μεταίχμιο, 2009), «Το δείπνο» (Κέδρος, 2012), «Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου» (Κέδρος, 2018), καθώς και τη συλλογή διηγημάτων «Οι ανησυχίες του γεωμέτρη» (Κέδρος, 2014). Παράλληλα, μεταφράζει γαλλική λογοτεχνία και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.