Απόψεις
Δευτέρα, 09 Μαΐου 2022 16:32

Νέοι συσχετισμοί στον χάρτη των διεθνών νομισμάτων

Το 1971 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία του Bretton Woods που υπογράφτηκε το 1944 και στην οποία συμμετείχαν 44 χώρες. Έτσι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ανέστειλε μονομερώς την άμεση μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, γράφει ο Μιχάλης Ρένεσης.

Του Μιχάλη Ρένεση,
Oικονομολόγου

Το 1971 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία του Bretton Woods που υπογράφτηκε το 1944 και στην οποία συμμετείχαν 44 χώρες. Έτσι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ανέστειλε μονομερώς την άμεση μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό.

Το Bretton Woods ήταν σύστημα σταθερών ισοτιμιών, που αντικατέστησε το κλασσικό σύστημα του κανόνα του χρυσού των αρχών του 20ου αιώνα. Οι ισοτιμίες των νομισμάτων που συμμετείχαν ήταν σταθερές σε σχέση με τον χρυσό, αλλά δεν ήταν τα νομίσματα απευθείας μετατρέψιμα σε χρυσό. Άμεση μετατρεψιμότητα διατηρούσε μόνο το δολάριο (35 δολάρια/1 ουγγιά χρυσού). Οι υπόλοιπες χώρες συμμετείχαν μόνο έμμεσα. Υπολογιζόταν η σχέση εθνικού νομίσματος/ουγγιάς και οριζόταν η ισοτιμία τους με το δολάριο. Το αμερικανικό νόμισμα, με αυτόν τον τρόπο, απέκτησε «παρεμβατικό ρόλο» για τον προσδιορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Τα άλλα νομίσματα ήταν υποχρεωμένα να διατηρούν σταθερή ισοτιμία με το δολάριο με απόκλιση 1%. Οι άλλες χώρες αγόραζαν είτε χρυσό, είτε δολάρια, για να διατηρείται σταθερή ισοτιμία και μπορούσαν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους έως 10%  χωρίς την άδεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), ενώ χρειαζόταν η έγκρισή του για υποτιμήσεις μεγαλύτερες του 10%. Μετά το Bretton Woods, το δολάριο αντικατέστησε την αγγλική λίρα που ήταν άμεσα μετατρέψιμη σε χρυσό, στην εποχή του χρυσού κανόνα.

Στις αρχές του 1934, επί προεδρίας του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ορίστηκε η ισοτιμία 1 ουγγιά = 35 δολάρια. Αυτή η ισοτιμία παρέμεινε και μετά το Bretton Woods. Την περίοδο εκείνη δημιουργήθηκαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα με έδρα την Ουάσιγκτον. Οι εξελίξει αυτές και το ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ είχαν την ισχυρότερη οικονομία και τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού οδήγησαν στην παγκόσμια ηγεμονία του δολαρίου. Ακολούθησε η «ένδοξη τριακονταετία», χωρίς κρίσεις, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Το 1965 ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκολ ανακοίνωσε, ότι επιθυμεί τη μετατροπή σε χρυσό του μεγαλύτερου μέρους των αποθεμάτων σε δολάρια. Η ανακοίνωση αυτή δημιούργησε «ντόμινο» στις διεθνείς χρηματαγορές και θεωρήθηκε ότι άρχισε να κλονίζεται η ηγεμονία του δολαρίου.

Σε όλα τα προηγούμενα συναλλαγματικά συστήματα τα δίκτυα ήταν στα χέρια ιδιωτικών τραπεζών, που τα οργάνωναν και τα διοικούσαν με σκοπό το κέρδος. Με βάση ο Bretton Woods η «παραγωγή» και η κυκλοφορία του χρήματος ανατέθηκε σε κρατικούς οργανισμούς και κεντρικές κρατικές τράπεζες. Αυτό το σύστημα λειτούργησε για 27 έτη. Το 1971 η ισοτιμία του δολαρίου άλλαξε σε 38 δολάρια/1 ουγγιά και το 1973 έγινε  43,3 δολάρια / 1 ουγγιά χρυσού. Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις αποσύρθηκαν από το Bretton Woods και οι άλλες χώρες και αναπροσάρμοσαν την ισοτιμία τους με το δολάριο.

Ο επίλογος του Bretton Woods γράφτηκε το 1973, όταν οι χώρες του ΟΠΕΚ αρνήθηκαν  να προμηθεύουν με πετρέλαιο τις ΗΠΑ και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που ήταν σύμμαχοι του Ισραήλ. Οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν κατά 4 φορές, από 4 σε 12 δολάρια το βαρέλι, αυξάνοντας τον πληθωρισμό διεθνώς, ο οποίος επανήλθε στα προηγούμενα επίπεδα στα μέσα της δεκαετίας του 1980, δηλαδή έπειτα από δέκα έτη. Τα εθνικά νομίσματα εντωμεταξύ είχαν περάσει σε κυμαινόμενες ισοτιμίες και ο δανεισμός σε κυμαινόμενα επιτόκια.

Η εποχή του νεοφιλελευθερισμού

Η κρίση,  που προέκυψε μετά την αθέτηση της Συμφωνίας του Bretton Woods από τις ΗΠΑ, συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η παγκόσμια οικονομία εισήλθε στο παράδειγμα του νεοφιλελευθερισμού, που συνοδεύτηκε από σκληρά μέτρα οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Στις αρχές του 1980 οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία προχώρησαν στην κατάργηση όλων των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίου. Η πολιτική της απορρύθμισης και των ιδιωτικοποιήσεων κατέλαβε όλο το φάσμα της οικονομίας, από το εξωτερικό εμπόριο και τα χρηματοοικονομικά μέχρι την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την εκπαίδευση. Η οικονομία της κρατικής ρύθμισης κλονίστηκε συθέμελα.

Αποτέλεσμα του νεοφιλελευθερισμού ήταν η συγκέντρωση του πλούτου σε πιο λίγα χέρια. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, το 1% των πλουσίων έλεγχε το 15% του ΑΕΠ.

Έγκριτοι διανοητές, όπως ο Άνταμ Τουζ (Adam Tooze) , θεωρούν, ότι οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης του 2008 πρέπει να αναζητηθούν στην κατάργηση του συστήματος του Bretton Woods. Τα επιτόκια δανεισμού στην αγορά ακινήτων μετατράπηκαν σε ένα από τα στοιχεία της επιθετικής στρατηγικής του τραπεζικού κεφαλαίου. Η κρίση του 2008 έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί από τις ΗΠΑ με αύξηση της προσφοράς δολαρίων. Με ανάλογο τρόπο προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν της συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού. Τρισεκατομμύρια δολάρια έπεσαν στην αγορά. Η αύξηση της προσφοράς δολαρίων, όμως, από μόνη της, δεν οδηγεί στην επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης της διεθνούς οικονομίας. Μετά το 2012 οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν κάτω από 4%, όταν κατά την «ένδοξη τριακονταετία» ήταν 6 – 7% ετησίως. Μόνο η Κίνα παρουσίασε τόσο υψηλούς ρυθμούς.

Σύγχρονοι οικονομικοί ερευνητές αναφέρουν, ότι η διεθνής οικονομία, μετά το 1970 περιήλθε σε κατάσταση στασιμότητας, κάτι που σχετίζεται κυρίως με την αποβιομηχάνιση. Η έλευση του νεοφιλελευθερισμού συνοδεύτηκε από υπερδιόγκωση του τριτογενούς τομέα. Οι επενδύσεις στο χώρο των υπηρεσιών έγιναν πιο κερδοφόρες από τις αντίστοιχες στη βιομηχανία.

Αποδολαριοποίηση

Τον 20ο αιώνα εδραιώθηκε η κυριαρχία του δολαρίου. Στον 21ο αιώνα πλέον θεωρείται ότι έχει ξεκινήσει μια αντίστροφη πορεία στις διεθνείς συναλλαγές που ονομάζεται αποδολαριοποίηση. Η συμμετοχή του δολαρίου στα διεθνή συναλλαγματικά αποθέματα  μειώνεται, αν και προς το παρόν παραμένει η κύρια μορφή συναλλάγματος στο διεθνές εμπόριο και τις συναλλαγές. Υπολογίζεται, ότι την επόμενη δεκαετία θα μειωθεί κάτω από το 50% του σημερινού επιπέδου. Η αποδολαριοποίηση εκτιμάται θα προκύψει κυρίως όχι από την αποδυνάμωση του δολαρίου, αλλά από την ενίσχυση άλλων νομισμάτων, όπως το κινεζικό γουάν, το ιαπωνικό γιέν και το καναδικό δολάριο.

Το μερίδιο του δολαρίου, τα τελευταία 6 χρόνια στα διεθνή αποθεματικά μειώθηκε κατά 6,2%. Αν η μείωση συνεχιστεί με αυτούς τους ρυθμούς, το ποσοστό του έπειτα από 30 χρόνια θα είναι κάτω από το 30%. Εντωμεταξύ το κινεζικό γουάν μπορεί να μετατραπεί σε δεύτερο αποθεματικό νόμισμα και να καλύψει το 17,5% του διεθνούς αποθεματικού συναλλάγματος.

Το γουάν είναι ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα , αν και όχι πλήρως. Η ισοτιμία του μέχρι το 1974 οριζόταν από την κεντρική Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας, συνδεόμενη με την αγγλική λίρα και το δολάριο του Χόνγκ-Κόνγκ. Αργότερα συνδέθηκε με το αμερικανικό δολάριο και ένα καλάθι νομισμάτων. Την περίοδο 1994-2005 συνδεόταν μόνο με το αμερικανικό νόμισμα και μέχρι πριν από λίγα χρόνια κυκλοφορούσε μόνο στην κινεζική επικράτεια. Το 2009 το Πεκίνο, για να διεθνοποιήσει το νόμισμά του χωρίς να χάσει τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής, δημιούργησε στο Χρηματιστήριο του Χονγκ-Κόνγκ ένα δεύτερο γουάν (γουάν «οφσόρ» CNH) που έχει κυμαινόμενη ισοτιμία.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 4ο τρίμηνο του 2020 κατείχε το 2,25% στα διεθνή αποθεματικά. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρό, αν ληφθούν υπόψη τα τεράστια μεγέθη της κινεζικής οικονομίας. Η Κίνα πλέον ευρίσκεται στην πρώτη παγκοσμίως με βάση τις εμπορικές συναλλαγές. Κατέχει το 13,5% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 11,4% των παγκόσμιων εισαγωγών. Το ποσοστό του γουάν στις διεθνείς συναλλαγές το 2021 ήταν μόνο 1,9%, ενώ το ποσοστό του ευρώ ήταν 39% και του δολαρίου 38,4%.

Το γουάν είναι το 5ο νόμισμα σε δημοτικότητα στις διεθνείς συναλλαγές, μετά το αμερικανικό δολάριο, το ευρώ, την αγγλική λίρα και το ιαπωνικό γιέν.

Η Δύση ασκεί συχνά κριτική στις κινεζικές αρχές, ότι ρυθμίζουν την ισοτιμία του νομίσματός τους αυθαίρετα. Το 2018 η κυβέρνηση Τραμπ κατηγόρησε το Πεκίνο, ότι υποτίμησε το κινεζικό νόμισμα σε σχέση με το αμερικανικό, για να γίνουν φθηνότερες οι κινεζικές εξαγωγές και να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες από την αύξηση των τελωνειακών δασμών που επέβαλαν οι ΗΠΑ. Από το 2016 το Πεκίνο συνεχώς υπόσχεται, ότι θα προχωρήσει σε φιλελευθεροποίηση της χρηματαγοράς, αλλά δεν προχωρά, γιατί ένα μη πλήρως μετατρέψιμο νόμισμα διευκολύνει τον έλεγχο της κατάστασης στην εσωτερική αγορά, ιδίως σε περιόδους κρίσεων και αποτρέπει τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Τον Ιανουάριο του 2020 η Κίνα, για να συγκρατήσει την πτώση του νομίσματός της λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, πώλησε 3.115 δισ. δολάρια και τον Απρίλιο 3.091 δισ. δολάρια από το αποθεματικό της σε  χρυσό και συνάλλαγμα.

Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται και άλλες χώρες που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν  το συνάλλαγμα ως όπλο. Η Σαουδική Αραβία εξετάζει το ενδεχόμενο να πουλά πετρέλαιο στην Κίνα σε γουάν αντί για δολάρια. Μια τέτοια κίνηση επιτείνει την πορεία αποδολαριοποίησης γιατί η Κίνα απορροφά το ¼ του σαουδαραβικού πετρελαίου. Οι ποσότητες αυτές θα αυξηθούν, αν ληφθεί υπόψη, ότι η Aramco υπέγραψε, τον Μάρτιο του 2022, συμφωνία με το Πεκίνο για την κατασκευή διυλιστηρίου και χημικών βιομηχανιών στη βορειοανατολική Κίνα.

Το ρωσικό ρούβλι και οι πληρωμές του φυσικού αερίου

Η Ρωσία αποφάσισε, στις 23 Μαρτίου, να πουλά το φυσικό αέριο, στις «μη φιλικές χώρες», σε ρούβλια. Με αυτόν τον τρόπο επιθυμεί να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις από τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν από τη Δύση για την εισβολή στην Ουκρανία.

Η μετατροπή των εμβασμάτων από ευρώ ή δολάρια σε ρούβλια σημαίνει ότι, εκτός των άλλων, θα ενισχυθεί το ρωσικό νόμισμα, αφού θα αυξηθεί η ζήτηση για ρούβλια. Αν οι εισαγωγείς ρωσικών υδρογονανθράκων πληρώνουν σε ρούβλια δεν θα υπάρχει κίνδυνος μη πληρωμής, αφού δεν θα μπορεί κάποιος να τα κατάσχει. Ήδη, πάντως, αυξάνεται η αξία του ρωσικού νομίσματος,  μετά την απόφαση αυτή, έναντι του ευρώ και του δολαρίου και η ισοτιμία του έχει αποκατασταθεί στα προηγούμενα επίπεδα, μετά τη σημαντική πτώση του έπειτα από την εισβολή στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που ακολούθησαν.

Το συνάλλαγμα θα κατατίθεται σε ευρώ ή δολάρια στη Gazprombank , όπως αναφέρεται στα συμβόλαια, και ταυτόχρονα θα ανοίγεται ένας δεύτερος λογαριασμός, όπου αυτά θα μετατρέπονται σε ρούβλια χωρίς να παρεμβάλλεται η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, η οποία τελεί υπό καθεστώς κυρώσεων (η ανταλλαγή του ξένου νομίσματος σε ρούβλια θα γίνεται μέσω λογαρισμών στο Εθνικό Κέντρο Εκκαθάρισης της Ρωσίας). Αυτό αυτόματα θα οδηγούσε σε αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ρωσίας και την ενίσχυση του ρωσικού νομίσματος. Οι «μη φιλικές χώρες», σύμφωνα με ρωσικά στοιχεία, καλύπτουν πάνω από το 80% των ρωσικών εξαγωγών.

Πριν από την τελευταία απόφαση του Κρεμλίνου το συνάλλαγμα το εισέπρατταν οι ρωσικές εξαγωγικές επιχειρήσεις και το πωλούσαν στην αγορά. Τώρα η μετατροπή θα γίνεται από τους εισαγωγείς φυσικού αερίου μέσω της Gazprombank. Οι πρώτες ύλες καλύπτουν μεγάλο μέρος των ρωσικών εξαγωγών. Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας, τον Ιανουάριο του 2022 ο όγκος των εξαγωγών ήταν 45 δισ. και των εισαγωγών 24 δισ. δολάρια.

Στην παρούσα φάση η ρωσική οικονομία δεν είναι τόσο ισχυρή για να αποτελεί το νόμισμά της ελεύθερα μετατρέψιμο ή αποθεματικό νόμισμα και αυτό αποτελεί μια πρόσθετη δυσκολία, δεδομένων δε και των άλλων δυσχερειών που έχουν προκληθεί στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της Ρωσίας και με τη Ρωσία μετά τα διαδοχικά πακέτα «δυτικών» κυρώσεων.

Ανταγωνισμοί παραδειγμάτων

Η εποχή μας είναι μεταβατική, με νέα παραδείγματα διεθνούς οικονομικής πολιτικής. Το παλιό (νεοφιλελευθερισμός) αν και είναι αναποτελεσματικό, αρνείται πεισματικά να υποχωρήσει και οι νέες τάσεις απέχουν πολύ από το να αναδείξουν ένα νέο κυρίαρχο μοντέλο. Κυρίαρχα στοιχεία της 4ης βιομηχανικής επανάστασης είναι η ψηφιακή μετάβαση και η τεχνητή νοημοσύνη. Μια από τις μορφές έκφρασης αυτής της μεταβατικότητας είναι η ραγδαία ανάπτυξη των κρυπτονομισμάτων και των ψηφιακών νομισμάτων (ψηφιακό γουάν, ψηφιακό ευρώ, ψηφιακό ρούβλι…) που θα ρυθμίζονται από τις κεντρικές τράπεζες.

Οι αλλαγές στο χάρτη της μετατρεψιμότητας και της αποθεματοποίησης των νομισμάτων εντείνεται τα τελευταία χρόνια. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και όσα την έχουν ακολουθήσει αναμφίβολα θα επιταχύνουν αυτές τις εξελίξεις, με την έκβαση των πραγμάτων, ωστόσο, να παραμένει αβέβαιη.

*Το άρθρο δημοσιεύεται σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ