Τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, η ανατολική Ευρώπη προχώρησε σε ευρείες μεταρρυθμίσεις ακολουθώντας και αυτή την τάση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής ενοποίησης. Ξένες, κυρίως δυτικοευρωπαϊκές τράπεζες εισήλθαν σε αυτές τις αγορές με απροσδόκητα μεγάλη ορμή και ζήλο. Ομως, σήμερα η επιτυχημένη οικονομική ανάπτυξη επιστρέφει για να «στοιχειώσει» αυτές τις χώρες.
Τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, η ανατολική Ευρώπη προχώρησε σε ευρείες μεταρρυθμίσεις ακολουθώντας και αυτή την τάση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής ενοποίησης. Ξένες, κυρίως δυτικοευρωπαϊκές τράπεζες εισήλθαν σε αυτές τις αγορές με απροσδόκητα μεγάλη ορμή και ζήλο. Ομως, σήμερα η επιτυχημένη οικονομική ανάπτυξη επιστρέφει για να «στοιχειώσει» αυτές τις χώρες.
Καθώς οι κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης άρχισαν να στηρίζουν οικονομικά τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, οι Ανατολικοευρωπαίοι παρακολουθούσαν με νευρικότητα, αβέβαιοι για τις συνέπειες που θα είχε για αυτούς η παγκόσμια χρηματοπιστωτική θύελλα. Τώρα, που ξέσπασε η θύελλα, έφθασε η ώρα της δοκιμασίας για τους εύθραυστους δεσμούς της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Δύο χώρες, η Ουκρανία και η Ουγγαρία, ζήτησαν ήδη ευρείας κλίμακας βοήθεια. Και άλλες χώρες είναι πιθανόν να ζητήσουν την ίδια υποστήριξη μέσα σε ένα μήνα, εάν δεν «ξεπαγώσουν» οι πιστωτικές αγορές. Eαν η κατάσταση συνεχισθεί έως το τέλος του έτους, ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλεισθεί, πολλές άλλες χώρες θα βρεθούν αντιμέτωπες με σοβαρές τραπεζικές κρίσεις.
Τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, η ανατολική Ευρώπη προχώρησε σε ευρείες μεταρρυθμίσεις ακολουθώντας και αυτή την τάση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής ενοποίησης. Ξένες, κυρίως δυτικοευρωπαϊκές τράπεζες εισήλθαν σε αυτές τις αγορές με απροσδόκητα μεγάλη ορμή και ζήλο.
Οι τράπεζες αυτές προσέγγισαν τον υψηλού ρίσκου τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων βοηθώντας πολίτες να αγοράσουν δικές τους κατοικίες και να συστήσουν επιχειρήσεις. Ομως, σήμερα η επιτυχημένη οικονομική ανάπτυξη επιστρέφει για να «στοιχειώσει» αυτές τις χώρες.
Μέχρι σήμερα, οι χώρες της αναδυόμενης Ευρώπης, ανταπεξήλθαν με επιτυχία στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές πιέσεις, αντιμετωπίζοντας την επιβράδυνση σε σημαντικές εξαγωγικές αγορές αυξάνοντας το κόστος δανεισμού. Ομως, καμιά ανοικτή οικονομία δεν μπορεί να αντέξει το «πάγωμα» των πιστωτικών αγορών. Ισως να έχουν γίνει τόσο εξαρτημένες από τις φθηνές πιστώσεις, αν και δεν είναι οι μόνες.
Ορισμένες ξένες τράπεζες αποσύρουν τώρα ρευστό από υποκαταστήματά τους στην αναδυόμενη Ευρώπη. Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, οι ξένες τράπεζες απέσυραν μόνο το Σεπτέμβριο από τη Ρωσία περισσότερα από 10 δισ. δολάρια. Σε ανάλογες εκτιμήσεις έχουν προβεί και άλλες κεντρικές τράπεζες.
Ουσιαστικά, η Raiffeisen International ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει την Bank Aval, θυγατρική της στην Ουκρανία, με το επιπλέον ποσό των 180 εκατ. ευρώ. Ο βαθμός συμπαράστασης στις θυγατρικές τους άλλων μητρικών τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή θα εξαρτηθεί από το βαθμό επιδείνωσης της κρίσης στη δυτική Ευρώπη.
Ομως, τα πακέτα διάσωσης της Δύσης είναι δυνατόν να επιδεινώσουν την κατάσταση στην αναδυόμενη Ευρώπη. Αν και οι περισσότεροι μητρικοί τραπεζικοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στην περιοχή θα επωφεληθούν από τα μέτρα στήριξης, δεν σημαίνει ότι θα επωφεληθούν αυτομάτως και οι θυγατρικές τους.
Υπάρχει μάλιστα σοβαρός κίνδυνος αυτά τα πακέτα στήριξης να αποβούν σε βάρος της ανατολικής Ευρώπης. Αρκετές κυβερνήσεις έχουν ήδη ανακοινώσει ότι χρήματα των φορολογούμενων δεν είναι δυνατόν να διοχετευθούν σε δραστηριότητες εκτός των συνόρων τους.
Οι κυβερνήσεις ωστόσο της αναδυόμενης Ευρώπης θα πρέπει να διαδραματίσουν και αυτές το ρόλο τους στη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τους. Ομως, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση υπάρχουν όρια όσον αφορά στις δυνατότητες παρέμβασής τους.
Οι περισσότερες από αυτές δεν διαθέτουν τη χρηματοοικονομική ισχύ για να αντισταθμίσουν τις εξαιρετικά έντονες πιέσεις από τις χρηματοοικονομικές αγορές. Η πρόταση της ουγγρικής κυβέρνησης να αυξήσει τις καταθετικές εγγυήσεις ή να διασφαλίσει τη ρευστότητα στις διατραπεζικές αγορές δεν έπεισε πολλούς.
Για να επιβιώσει σε αυτήν την κρίση, η ανερχόμενη Ευρώπη χρειάζεται εξωτερική υποστήριξη. Πρώτον και κύριο, οι Δυτικοευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να διαβεβαιώσουν ότι η κρίση θα αντιμετωπιστεί στον πυρήνα της, τη στιγμή που πολλοί αναλυτές αμφιβάλλουν κατά πόσο έχουν ήδη γίνει σημαντικές ενέργειες προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεύτερον, θα πρέπει να φροντίσουν ώστε τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί να μην πλήξουν τις θυγατρικές τους στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ανεξάρτητα από το εάν λειτουργούν σε χώρες εντός ή εκτός της Ε.Ε. Τρίτον, θα πρέπει να γίνουν συνδυασμένες ενέργειες, όπως στην Ουγγαρία, με διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς με σκοπό την υποστήριξη της οικονομίας αυτών των χωρών.
Ενα πιθανό μοντέλο αποτελεί η περίπτωση της Γεωργίας αμέσως μετά την πρόσφατη αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Το ΔΝΤ προσέφερε έκτακτες πιστώσεις για να στηρίξει το νόμισμα της χώρας, η Παγκόσμια Τράπεζα συντόνισε την προσπάθεια οικονομικής στήριξης (με κονδύλια που προήλθαν κυρίως από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.), ενώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (ΕΤΑΑ) διέθεσε την εμπειρία και τα αναγκαία μέσα για να καθοδηγήσει την προσπάθεια διάσωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Βεβαίως το Γεωργιανό παράδειγμα δεν μπορεί να υλοποιηθεί παντού με τον ίδιο τρόπο, αφού οι συγκυρίες σε άλλες χώρες είναι διαφορετικές. Ομως, δείχνει ότι οι καθιερωμένοι οργανισμοί μπορούν να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικά «εργαλεία» σε μακροπρόθεσμη βάση.
Παρόλα αυτά, χρειάζονται νέα μέσα και νέες χρηματοοικονομικές πηγές. Η περίπτωση της Ουγγαρίας δείχνει ότι η Ε.Ε. μπορεί να κάνει χρήση ενός υπαρκτού εργαλείου - του ισοζυγίου πληρωμών - και να το χρησιμοποιήσει με δημιουργικό τρόπο. Επίσης, χρειάζονται επειγόντως καινοτόμες ιδέες για κράτη που δεν είναι μέλη της Ε.Ε. όπως η Τουρκία και η Ουκρανία.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία όσον αφορά στο τι διακυβεύεται σήμερα. Αν και δεν έγινε ευρέως αντιληπτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα τελευταία χρόνια, η ανατολική Ευρώπη, περιλαμβανομένης και της Ρωσίας, ξεπέρασε τις ΗΠΑ και το Ενωμένο Βασίλειο, ως οι πιο σημαντικές εξαγωγικές αγορές για τις χώρες της Ευρωζώνης.
Σήμερα πολλές από αυτές τις αγορές βρίσκονται σε φάση επιβράδυνσης ή ακόμα και συρρίκνωσης της οικονομίας. Επιπλέον, οι δυτικοευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει σε απίστευτη κλίμακα στις αγορές αυτές. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος κυβερνήσεις της ανατολικής Ευρώπης να μην έχουν άλλη λύση παρά να προχωρήσουν σε εθνικοποιήσεις ορισμένων από αυτά τα ιδρύματα, ειδικά κάποιων που ελέγχονται από ξένες τράπεζες στην περίπτωση κατά την οποία επιδεινωθεί η κρίση.
Ομως ακόμα πιο σοβαρό είναι το ενδεχόμενο να καταρρεύσουν δεκαετίες οικονομικής ανάπτυξης και ευρέων χρηματοοικονομικών μεταρρυθμίσεων. Οπως στις ΗΠΑ και στη δυτική Ευρώπη, οι κυβερνήσεις καλούνται να διαδραματίσουν και πάλι έναν ευρύτερο ρόλο στην οικονομία.
Ομως, η κρατική παρέμβαση έχει διαφορετικό χαρακτήρα στις οικονομίες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, ιδιαίτερα σήμερα που βρίσκονται αντιμέτωπες με το σημερινό οικονομικό περιβάλλον και ενάντια στους μεταρρυθμιστές.
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι δυτικές κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να σταθμίσουν το είδος των προσφορών που μπορεί να προέλθουν από ρωσικές πηγές, ιδιωτικές ή δημόσιες, για τις προβληματικές τράπεζες ή επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι προσφορές αυτές δεν θα είναι χωρίς ανταλλάγματα.
MAREK BELKA, πρώην πρωθυπουργός της Πολωνίας, ορίσθηκε πρόσφατα διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ,
ERIK BERGLOF, κορυφαίος οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
Copyright: Project Syndicate, 2008