Ανοίγουν τα θερινά, την έχει την ψυχρούλα του βέβαια, αλλά οι χειμωνιάτικες αίθουσες (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων + multiplex) έχουν ήδη κατεβάσει ρολά. Ας ελπίζουμε πως θα τα ανεβάσουν τον ερχόμενο Οκτώβριο – στο μεταξύ θα το πιστεύατε ποτέ πως καταδιασκέδασα με μια ταινία της Marvel; Έγινε κι αυτό λοιπόν.
Ανοίγουν τα θερινά, την έχει την ψυχρούλα του βέβαια, αλλά οι χειμωνιάτικες αίθουσες (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων + multiplex) έχουν ήδη κατεβάσει ρολά. Ας ελπίζουμε πως θα τα ανεβάσουν τον ερχόμενο Οκτώβριο – στο μεταξύ θα το πιστεύατε ποτέ πως καταδιασκέδασα με μια ταινία της Marvel; Έγινε κι αυτό λοιπόν.
Doctor Strange in the Multiverse of Madness
Εύγε Σαμ Ρέιμι!
Είναι μεσάνυχτα Τρίτης και ήδη την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έχουν εμφανιστεί στο internet οι πρώτες «κριτικές» για το «Doctor Strange in the Multiverse of Madness». Βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά γιατί δεν πρόκειται για κριτικές. Μοιάζουν με αποτιμήσεις τελικού προϊόντος: «Δε μοιάζει με ταινία της Marvel» λένε, μα αυτό δεν είναι κριτική – γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο, εκτός φυσικά αν δούμε μια ταινία αποκλειστικά σαν προϊόν. Αλλά τούτη εδώ είναι επίσης και μια ταινία του Σαμ Ρέιμι.
Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα: Το εντυπωσιακό δεν είναι η δεσποτική απεύθυνση του fan base, αλλά η ταχύτητα με την οποία εξαπλώνεται. Πλέον το word-of-mouth μιας ταινίας εκτονώνεται λίγες μόλις ώρες από την πρώτη προβολή της. Γι αυτό ίσως, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οι μεγάλοι παραγωγοί αρνούνται να πάρουν ρίσκα: η πίεση για «μια από τα ίδια» έρχεται πλέον επιθετικά από το κοινό (αν και προφανώς, το χρησιμοποιούν σαν αφορμή). «Όλα αυτά για το νέο “Doctor Strange”;» θα πείτε. Περισσότερο με αφορμή. Όχι πως πέρασα άσχημα, χάρμα πέρασα. Αριστούργημα δεν είναι, αλλά δεν περίμενα να δω ένα αριστούργημα, περίμενα να διασκεδάσω.
Αυτό θέλει και ο Σαμ Ρέιμι, γι’ αυτό και επιλέγει να χρησιμοποιήσει το τέχνασμα των πολυσυμπαντικών ταξιδιών ως gag και όχι ως αφηγηματικό εργαλείο, όπως οι Ντάνιελς στο «Τα πάντα όλα». Ναι, επιλέγει την «εύκολη» λύση, χτυπάει κατευθείαν στο ψαχνό, αλλά ουδέποτε έκρυψε τη λατρεία του στο Τρίο Στούτζες - και το κάνει με στιλ. Με πλοκή λιτή, όσο ένα b-movie. Από μόνο του αυτό είναι αναζωογονητικό: Έξω από τους μελοδραματισμούς και τις σοβαροφάνειες των αμέτρητων αντίστοιχων του, το φιλμ «τρέχει» τόσο που, ειλικρινά, ελάχιστα θα σας λείψουν αν δεν έχετε προλάβει κάποιο από τα τελευταία της σειράς.
Τρέχει σαν τον ήρωα του δηλαδή, τον Dr. Strange. Ο τελευταίος διασχίζει τις εκπληκτικές και επικίνδυνες εναλλακτικές πραγματικότητες του Πολυσύμπαντος της Marvel, προστατεύοντας τη νεαρά Αμέρικα Τσάβες (!) που έχει το «διαβατήριο» - κοινώς το χάρισμα που εποφθαλμιά . Μεταξύ μας, θα μπορούσε να «τρέχει» και περισσότερο: Ξέρουμε πως είναι στα «γκάζια» του ο Ρέιμι. Από τη μια, δε θέλει να αποξενώσει το fan base. Από την άλλη όμως, φτάνει σε ένα σετ με τις «αποσκευές» του. Και διατηρεί ακόμα τη φρενήρη ποιότητα ενός σινεμά στην οποία κιόλας μπορείς να αναγνωρίζεις την χαριτωμένη αφέλεια των πρώτων αυτών ιστοριών – που φυσικά ενίοτε γειτνιάζει με το ιδιοφυές: Μια αναμέτρηση με… μουσικές νότες αποτελεί κομμάτι ανθολογίας του είδους. Όταν δε παίρνει ανάσες, βρίσκει ωραίες στιγμές μέσα στα στενά της όρια, με χιούμορ και αναφορές που κουβαλούν μια γνώριμη ζεστασιά.
Το δωμάτιο 108
Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις / κάτω απ' τη μάσκα που φοράς
Η Άλμα Γιοντορόφσκι σπάει τον «τέταρτο τοίχο», κοιτάζοντας κατευθείαν τον φακό, καθώς τραγουδά, παραδομένη στην ερωτική έκσταση: «Μια μέρα, θα δεις, θα ξανασυναντηθούμε...». Είναι ομολογουμένως ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα για την ταινία του Στεφάν Στρεκέρ, σαγηνευτικό, μα και παραπλανητικό: Λίγο αργότερα θα βρεθεί νεκρή, και ο άντρας της, ένας επιφανής πολιτικός – ο πραγματικός πρωταγωνιστής, ερμηνευμένος από τον Τζερεμί Ρενιέρ – θα βρεθεί κατηγορούμενος για τη δολοφονία της. Ουσιαστικά, μπαίνει στο στόχαστρο του νόμου επειδή, αν και αναπληρωτής Υπουργός ο ίδιος, αδυνατεί να μιλήσει την ίδια γλώσσα με τους αστυνομικούς που τον συλλαμβάνουν: Βρισκόμαστε στο Βέλγιο, στη περιοχή όμως μιλούν Φλαμανδικά…
Από την αρχή λοιπόν είναι ξεκάθαρο πως ο Στρεκέρ θέλει να «παίξει» μαζί μας, και το κάνει μέσα από τον κεντρικό χαρακτήρα, έναν άνθρωπο με πολλά πρόσωπα. Κάποια στιγμή μάλιστα τον βλέπουμε να φορά μια μάσκα – μια σεκάνς κραυγαλέα στις σημάνσεις της: Έχουμε καταλάβει ήδη τι θες να μας πεις Στρεκέρ. Και τι μας λέει; Πως η αλήθεια έχει πολλά πρόσωπα. Πως απολαμβάνουμε να «δικάζουμε» τους άλλους, όχι επειδή μας διακατέχει κάποιο βαθύ αίσθημα δικαίου, αλλά για τη δική μας, προσωπική αυτοδικαίωση. Η ταινία του, με άλλα λόγια, δεν είναι ένα θρίλερ ή ένα ερωτικό δράμα, αλλά ένας στοχασμός. Πάνω στην αθωότητα, την ταυτότητα και την προκατάληψη. Το οποίο σημαίνει, ξεκάθαρες απαντήσεις περί του «εγκλήματος» δε θα πάρετε. Η ταινία μας κρατά σε μια απόσταση από το δράμα ούτως η άλλως. Το κοινό καλείται λοιπόν να αποφασίσει μόνο του: Ο ήρωας μας είναι ένοχος ή αθώος; Η όμορφη γυναίκα του, δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε;
Και ποιος είναι ο ήρωας μας, στο φινάλε; Δείχνει διαφορετικός όταν απευθύνεται στους αστυνομικούς, διαφορετικός όταν απευθύνεται στο γιο του, διαφορετικός όταν απευθύνεται στους δικαστές του. Ποτέ δε ξέρουμε, ποτέ δεν είμαστε απολύτως σίγουροι. Θα μου πείτε, ποιος θα μπορούσε να «γνωρίζει» 100% εμάς τους ίδιους. Τότε γιατί είμαστε έτοιμοι να κρίνουμε τους άλλους, με την παραμικρή ένδειξη, την παραμικρή αφορμή; Ο – κυριολεκτικά – μασκοφόρος Ρενιέρ στέκεται εδώ, ως μια πικρή υπενθύμιση περισσότερο της δικής μας ενοχής, παρά της δικής του, σε μια ταινία που βρήκα μάλλον θαρραλέα. Δε σηκώνει η εποχή αυτό το επιμύθιο.
Οι πικροδάφνες
H Αθήνα δεν πεθαίνει
Η Πάολα, η Μπέτυ και η Εύα, τρεις τρανς γυναίκες που γνωρίζονται μεταξύ τους περισσότερα από σαράντα χρόνια, σε μια νυχτερινή βόλτα στην Αθήνα επισκέπτονται ξανά τους δρόμους της πόλης που ξεκίνησαν τη σεξεργασία από νεαρή ηλικία, τα μέρη στα οποία χάρηκαν τη ζωή, αγάπησαν και αγαπηθήκαν, τα μέρη στα οποία αγωνίστηκαν, έζησαν και αντιστάθηκαν ηρωικά.
Η τρανς ακτιβίστρια Πάολα Ρεβενιώτη είναι από τα πιο γνωστά πρόσωπα της Ελληνικής ΛΟΑΤ κοινότητας. Με την ομάδα της και την παρέα δύο εξίσου σημαντικών τρανς γυναικών της Μπέτυς Βακαλίδου και της Εύας Κουμαριανού, μας παρουσιάζουν τις «Πικροδάφνες» ένα ταξίδι στη νυχτερινή Αθήνα («πόλη φτιαγμένη από καύλα και σπέρμα» όπως ακούμε χαρακτηριστικά στο φιλμ), που κινηματογραφείται εδώ με έναν «χαλαρό» ρεαλισμό.
Από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου το πρωτοείδαμε είχαμε άλλωστε επισημάνει τις αρετές αυτού του συγκινητικού και βαθιά εξομολογητικού ντοκιμαντέρ. Που διαθέτει επίσης και το μεγάλο ατού της δικής του γλώσσας: Ένας «επαγγελματίας» ενδεχομένως να «μάζευε» λίγο τις άκρες, εδώ κι εκεί, αλλά εντέλει αυτές είναι που χαρίζουν στις «Πικροδάφνες» τη δική τους, ξεχωριστή ταυτότητα.
Την ίδια στιγμή:
Στο «Ο Πύργος Του Downton 2 : Μια Νέα Εποχή», το τεχνολογικό θαύμα του κινηματογράφου επισκέπτεται τις εγκαταστάσεις του Downton και μια βωβή ταινία με τίτλο «Ο Τζογαδόρος» πρόκειται να γυριστεί στον πύργο της οικογένειας. Τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού έχουν δεχθεί με ενθουσιασμό την προοπτική να δουν τα είδωλά τους, τους αστέρες του σινεμά δηλαδή, στους χώρους του μεγαλεπήβολου Downton. Το μεγάλο καστ επιστρέφει: Μάγκι Σμιθ, Ναταλί Μπαέ, Χιού Μπόνβιλ, Λόρα Καρμάικλ, Τζιμ Κάρτερ, Μπρένταν Κόιλ, Μισέλ Ντόκερι, Κέβιν Ντόιλ… είναι όλοι τους εδώ. Το θέμα είναι, που βρίσκονται οι οπαδοί της τηλεοπτικής σειράς. Η προηγούμενη ταινία είχε κόψει ελάχιστα εισιτήρια στη χώρα μας.
Η δε Λορά Καλαμί υποδύεται μια μητέρα η οποία προσπαθεί να αναθρέψει τα παιδιά της δουλεύοντας σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο ενώ, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, κλείνει συνέντευξη για μια νέα «prestigious» δουλειά, πολύ πιο κοντά στις πραγματικές της ικανότητες, που μετατρέπει τη ζωή της σε αγωνιώδες δράμα. Όλα αυτά στο «Full time», ένα γαλλικό φιλμ που αναδεικνύει την τρομακτική πλευρά της καθημερινότητας μας. Όχι ακριβώς η ιδανική πρόταση για μια «χαλαρωτική» έξοδο – αλλά δεν χρειάζονται λέτε μερικοί εξ ημών την υπενθύμιση πως δεν πάνε όλα και τόσο καλά; Τουλάχιστον την Καλαμί εδώ την περιμένει ένα πιο αίσιο τέλος απ’ αυτό που θα μας περίμενε σε μια αντίστοιχη ταινία του Κεν Λόουτς…
Τέλος, στο «100% Λύκος», ο απόγονος μιας οικογένειας λυκανθρώπων μεταμορφώνεται σε ένα φουντωτό σκυλί κανίς. Διαφορετικότητα / αποδοχή, το επιμύθιο που συντηρεί τον μύθο αυτού του ευρωπαϊκού καρτούν (συμπαραγωγή Βελγίου και Αυστρίας, για όσους ενδιαφέρονται).