Έπειτα από 825 μέρες με τον ιό SARS-CoV-2, αυτός συνεχίζει να μας απασχολεί και το μέλλον για την πορεία του δεν μπορεί να προβλεφθεί: χρειάζεται επαγρύπνηση, ωστόσο σήμερα είμαστε σε θέση να τον αντιμετωπίσουμε καλύτερα, διότι γνωρίζουμε περισσότερα, έχουμε εμβόλια και θεραπείες.
Έπειτα από 825 μέρες με τον ιό SARS-CoV-2, αυτός συνεχίζει να μας απασχολεί και το μέλλον για την πορεία του δεν μπορεί να προβλεφθεί: χρειάζεται επαγρύπνηση, ωστόσο σήμερα είμαστε σε θέση να τον αντιμετωπίσουμε καλύτερα, διότι γνωρίζουμε περισσότερα, έχουμε εμβόλια και θεραπείες.
Αυτό όμως που, σύμφωνα με τους ειδικούς, έχει αναδειχθεί και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και θα μας απασχολήσει στο μέλλον είναι τα πολυανθεκτικά μικρόβια. Μάλιστα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί, σε παγκόσμιο επίπεδο και στην Ελλάδα, ανέφεραν οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Εταιρίας Λοιμώξεων κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, με αφορμή το 21ο Πανελλήνιο Συνέδριο Λοιμώξεων. Οι λόγοι είναι η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, η κακή υγιεινή των χεριών και περιβαλλοντικοί παράγοντες.
«Η ήδη κακή κατάσταση επιδεινώθηκε. Είχαμε έκρηξη κατά την πανδημία των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων με ανθεκτικά μικρόβια», ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας, Νικόλαος Σύψας, εξηγώντας ότι αυτό έγινε διότι οι λοιμωξιολόγοι ασχολήθηκαν μόνο με την Covid-19, «εγκαταλείφθηκαν οι δράσεις επιτήρησης» και αυξήθηκε η χρήση αντιβιοτικών. Ο κ. Σύψας είπε ότι ένα ποσοστό θανάτων ασθενών με Covid-19 οφείλεται σε ενδονοσοκομεικαές λοιμώξεις. «Δυστυχώς ξέφυγε από το ραντάρ της επιτήρησης η έκρηξη των λοιμώξεων σε ΜΕΘ και θαλάμους», είπε χαρακτηριστικά. Προσέθεσε ότι τα πολυανθεκτικά μικρόβια στοιχίζουν σε ανθρώπινες ζωές και το 2050 θα είναι η πρώτη αιτία θανάτου στον δυτικό κόσμο.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είπε, αναδείχθηκε ο μύκητας «Candida auris", και στην Ελλάδα είχαμε ευτυχώς ελάχιστα κρούσματα, αλλά αυτός ο μύκητας άπαξ και μολύνει ένα νοσοκομείο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκριζωθεί.
Οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Εταιρίας Λοιμώξεων τόνισαν την ανάγκη ενδυνάμωσης και ενίσχυσης του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και περαιτέρω στελέχωσής τους με λοιμωξιολόγους και αυστηρότερα μέτρα ελέγχου των λοιμώξεων. «Τα μικρόβια δεν εξαφανίζονται. Τα παρακολουθούμε και συμμετέχουμε όλοι στην αντιμετώπισή τους. Η συμμετοχή ξεκινάει από το σπίτι με την χρήση αντιβιοτικών», τόνισε στην παρέμβασή του ο καθηγητής λοιμωξιολογίας και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Λοιμώξεων, Σωτήρης Τσιόδρας.
O κ. Τσιόδρας ανέφερε ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί το μέλλον της πανδημίας, μπορεί να δούμε νέες μεταλλάξεις και χρειάζεται συνεχής επιτήρηση και παρακολούθηση. Σήμερα όμως είμαστε σε φάση να τον αντιμετωπίσουμε με εμβόλια και θεραπείες. Είπε χαρακτηριστικά ότι τα εμβόλια επηρέασαν την πορεία της και σύμφωνα με στοιχεία ο εμβολιασμός έσωσε 39.000 ανθρώπους.
«Κάποια στιγμή όλοι θα έρθουμε σε επαφή με τον ιό SARS-CoV-2», είπε ο κ. Τσιόδρας και αυτοί που κινδυνεύουν είναι οι ανεμβολίαστοι και ευάλωτοι πληθυσμοί. Ανέφερε μάλιστα ότι περίπου το 80% των Ευρωπαίων έχουν έρθει σε επαφή με τον ιό, τονίζοντας ότι η υβριδική ανοσία που έχει επιτευχθεί στη χώρα μας και την Ευρώπη, δηλαδή ο εμβολιασμός και η φυσική νόσηση, σε συνδυασμό με την καλοκαιρία της εποχής, θα διαδραματίσουν συνθήκες προς την κανονικότητα. Ο κ. Τσιόδρας, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην έγκαιρη διάγνωση των συμπτωμάτων, ώστε να χορηγείται γρήγορα η αντιική θερπαπεία. Μάλιστα τόνισε ότι είναι μεγάλη επιτυχία να φτάνει γρήγορα το φάρμακο στον ασθενή, κάτι που το έχουμε καταφέρει στην Ελλάδα.
Σχετικά με την χρήση της μάσκας ο κ. Τσιόδρας είπε πως στο μέλλον η χρήση της θα αποτελεί μια «συνειδητή ελεύθερη επιλογή».
Για τη χρήση μάσκας το καλοκαίρι, την συνέστησε. Όσοι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες και όσοι το επιθυμούν είναι καλό να προστατεύονται καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου σε χώρους με συνωστισμό, ανέφερε. Επίσης είπε ότι δεν υπάρχει λόγος να καταργηθεί η μάσκα σε χώρους όπως νοσοκομεία, φαρμακεία, μέσα μαζικής μεταφοράς.
Οι εκπρόσωποι της επιστημονικής εταιρίας αναφέρθηκαν και στην οξεία ηπατίτιδα σε παιδιά και συνέστησαν ψυχραιμία και υπομονή μέχρι να έχουμε όλα τα δεδομένα, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες. Μάλιστα ανέφεραν ότι στη Μ. Βρετανία όπου υπήρχαν και τα περισσότερα κρούσματα, καταγράφεται μείωση.