Νέα μεγάλη μελέτη υποδεικνύει πόσο πρέπει να κοιμούνται τα άτομα μέσης αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας.
Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «Nature Aging» ερευνητική ομάδα από τη Βρετανία παρουσιάζει τα ευρήματα μιας μεγάλης μελέτης που πραγματοποίησε σχετικά με τον ύπνο. Οι ερευνητές μελέτησαν δεδομένα για 500 χιλιάδες ανθρώπους ηλικίας 38-73 ετών και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ιδανικός χρόνος ύπνου για αυτές τις ηλικίες είναι οι επτά ώρες.
Σύμφωνα με τους ερευνητές λιγότερες αλλά και περισσότερες από επτά ώρες ύπνου προκαλούν διαφόρων ειδών προβλήματα τόσο στην πνευματική λειτουργία όσο και στην ψυχική διάθεση των ανθρώπων αυτών των ηλικιών. Οι ερευνητές αναφέρουν επίσης ότι είναι εξίσου σημαντικό αυτές οι επτά ώρες ύπνου να είναι συνεχόμενες, να μην διακόπτεται δηλαδή ο ύπνος.
«Για κάθε ώρα λιγότερη ή περισσότερη από τις επτά ώρες υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και είναι σαφές ότι οι διαδικασίες που συμβαίνουν στον εγκέφαλο μας κατά τη διάρκεια του ύπνου είναι πολύ σημαντικές για τη διατήρηση της πνευματικής και σωματικής μας υγείας. Ένας καλός βραδινός ύπνος είναι πολύ σημαντικός για όλα τα στάδια της ζωής του ανθρώπου ειδικά όσο μεγαλώνουμε. Είναι το ίδιο σημαντικό με τη σωματική άσκηση» αναφέρει η Μπάρμπαρα Σαχακιάν, καθηγήτρια ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Οι λιγότερες από επτά ώρες ύπνου μπορεί θεωρητικώς τουλάχιστον να μην είναι αρκετές για τον ανθρώπινο οργανισμό ειδικά όσο αυτός μεγαλώνει για να ξεκουραστεί επαρκώς και να αναζωογονηθεί. Όμως στο ερώτημα γιατί οι οκτώ ή και περισσότερες ώρες ύπνου μπορεί να αποτελούν πρόβλημα οι ερευνητές δεν μπορούν να δώσουν μια σαφή απάντηση. «Δεν έχουμε κατανοήσει το γιατί ο περισσότερος ύπνος αποτελεί πρόβλημα» ομολογεί η Σαχακιάν.
Μια εκτίμηση που κάνουν οι ερευνητές είναι ότι ο ανθρώπινος οργανισμός δεν χρειάζεται περισσότερες από επτά ώρες ύπνου και ότι κάθε ώρα περισσότερη είναι αποτέλεσμα κακής ποιότητας ύπνου ή άλλων παραγόντων που δημιουργούν αίσθημα κόπωσης στον άνθρωπο και για αυτό χρειάζεται να κοιμηθεί περισσότερο άρα δεν είναι μια ωφέλιμη διαδικασία για τον οργανισμό.