Δυο ταινίες ξεχωρίζουν αυτή την εβδομάδα – με την μια εκ αυτών να αποτελεί την επανέκδοση ενός ξεχασμένου αριστουργήματος.
Δυο ταινίες ξεχωρίζουν αυτή την εβδομάδα – με την μια εκ αυτών να αποτελεί την επανέκδοση ενός ξεχασμένου αριστουργήματος.
«Τα πάντα όλα»
Η ξέφρενη κωμωδία των Ντάνιελς κυνηγά την προσοχή ενός κοινού διασπασμένου
«Μια ταινία που μιλάει τη γλώσσα του κοινού». Πόσες φορές την έχουμε ακούσει αυτή τη φράση; Η απάντηση είναι, τόσες, που πλέον δεν ξέρουμε τι σημαίνει. Πολλοί σκηνοθέτες το προσπάθησαν πάντως – αναζήτησαν δηλαδή αυτό που ονομάζουμε «μοντέρνα» γλώσσα.
Που και πάλι δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει.
Ξέρω όμως πως το στοίχημα είναι πολύ δελεαστικό για έναν καλλιτέχνη: Να μιλήσει τη γλώσσα του κοινού, να το αγγίξει πάνω σε μια καινούργια του ανάγκη, ή και να παίξει με αυτό το νέο εργαλείο. Αρκεί να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «μοντέρνο» σινεμά. Ο Κεν Λόουτς για παράδειγμα κάνει ένα απολύτως μοντέρνο σινεμά, αν με αυτό τον όρο εννοούμε το σινεμά που καταπιάνεται με τα καίρια ζητήματα της εποχής μας.
Από την άλλη, έχεις τις Γουατσόφσκι του πρώτου «Matrix». Πόσο μοντέρνα ήταν αυτή η ταινία στην εποχή της; Τόσο που δείχνει το ίδιο μοντέρνα και σήμερα: Όρισε την αισθητική «γραμμή» της γενιάς της. Μόνο που τώρα αναφέρομαι κυρίως στα αφηγηματικά της εργαλεία. Και η αφηγηματική γλώσσα του «Για πάντα όλα» των Ντάνιελς (έτσι ονομάζουν την σύμπραξη τους οι σκηνοθέτες Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Στάινερτ) αφουγκράζεται πλήρως την διασπασμένη συγκέντρωση του σύγχρονου κοινού (δηλαδή, του νεανικού κοινού) δίνοντας του ένα στόρι κατακερματισμένο σε ένα ιλιγγιώδες τέμπο που όμως, δεν είναι ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο ιλιγγιώδες από αυτό στο οποίο οι περισσότεροι από εμάς «χορεύουμε», είτε είμαστε μέσα, είτε έξω από το σινεμά. Αυτή είναι και η μεγάλη τους επιτυχία, αυτό και το κερδισμένο τους στοίχημα.
Η ηρωίδα τους, μία εξουθενωμένη Κινεζοαμερικανίδα, ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος πλυντηρίων, χαμένη στους ρυθμούς μιας αγχώδους ζωής που συμπεριλαμβάνει την δυσλειτουργική οικογένεια της, αλλά και την εφορία που την κυνηγάει, ανακαλύπτει πως έχει τη δυνατότητα να μεταπηδήσει σε άλλα, παράλληλα σύμπαντα.
Πόσα; Ε, άπειρα.
Φυσικά υπάρχει ένας βασικός στόχος (η σωτηρία της Γης – τι άλλο;) και ένας βαθύτερος (η συμφιλίωση με την κόρη της), αλλά τα αστεία εκτοξεύονται σε απίθανες συχνότητες και η ταινία κυριολεκτικά σερφάρει στον ρυθμό της, μέχρι που… τον χάνει. Κακά τα ψέματα, μετά τα 100 λεπτά, οι κωμωδίες αρχίζουν να σέρνονται. Οι εξαιρετικές μπορεί και να σε κρατήσουν λίγο πριν τις δυο ώρες. Στις δυόμιση όμως, ζητάς πάρα πολλά από το κοινό. Γιατί οι Ντάνιελς θέλουν να το συγκινήσουν κιόλας, εξ’ ου και η ξεχειλωμένη διάρκεια. Έλα όμως που οι Ιταλοί συνάδελφοι τους μπορούσαν να συνδυάσουν γέλιο και κλάμα στο ίδιο καρέ – και μετά πήγαιναν παρακάτω.
Ανά φάσεις μάλιστα δεν είμαι σίγουρος αν αυτό που βλέπω με διασκεδάζει σε επίπεδο έμπνευσης ή απλά με αιφνιδιάζει ως θέαμα: Κάποια από αυτά εδώ τα gags δεν τα έχετε ξαναδεί στο σινεμά. Θα μου πείτε, η έμπνευση δεν είναι αυτή που σου προκαλεί τον αιφνιδιασμό; Ξανασκεφτείτε το: Είναι πολύ συγκεκριμένες οι εικόνες εκείνες που το σινεμά δεν έχει καταγράψει ακόμα – ο οποιοσδήποτε που έχει δει έναν συμπαθητικό αριθμό ταινιών στη ζωή του θα μπορούσε να κατεβάσει μια τέτοια λίστα για να σπάσει πλάκα. Έχεις μερικές φορές την αίσθηση πως οι Ντάνιελς έφτιαξαν πρώτα μια λίστα με τέτοια gags και μετά άρχισαν να «δένουν» τα κομμάτια μεταξύ τους.
Ή απλά είμαι πολύ σκληρός με μια κωμωδία που όντως προσπαθεί να αρθρώσει (κινηματογραφικά) κάτι φρέσκο, είναι ειλικρινώς καλόκαρδη και ουμανιστική στον πυρήνα της, και διαθέτει και αρκετή μούρλα για να παραβλέψει κανείς τον εκτροχιασμό της προς το τέλος. Αλλά δύσκολα μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου στη μεγαλοπρεπέστατη αυτή τούμπα που τρώνε, καθώς σκοντάφτουν πάνω στην εξυπνάδα τους, κυνηγώντας κάτι που δεν πιάνεται με brainstorming: Το καθαρό συναίσθημα που τους διαφεύγει. Κρίμα. Αν δεν ήταν τόσο πλεονέκτες, στα 100 λεπτά μπορούσαν να έχουν ολοκληρώσει ένα μικρό αριστούργημα.
«Ο Κήπος των Φίτζι – Κοντίνι»
Ο χρόνος καταστρέφει τα πάντα
Η ακτιβιστική δράση του Ιταλοεβραίου Τζιόρτζιο Μπασάνι τα χρόνια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου τον έφερνε συχνά αντιμέτωπο με τις αρχές της επαρχίας του Φεράρα, τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Μάλιστα, αποφυλακίστηκε λίγο πριν την επικείμενη εκτέλεση του – με την πτώση δηλαδή του Μουσολίνι, το 1943. Ο άνθρωπος αυτός που είδε τη ζωή του να σώζεται από μια συγκυρία, εγραψε τον «Κήπο των Φίτζι – Κοντίνι» το 1962: Ένα βαθιά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που ταρακούνησε το αναγνωστικό κοινό – ιδιαιτέρως αυτό της Ιταλίας που, τα «χαρωπά» εκείνα χρόνια θεωρούσε πως είχε πλέον ξεμπερδέψει με το «κεφάλαιο» του Φασισμού.
Στην κινηματογραφική μεταφορά αυτού του βιβλίου που σήμερα μας απασχολεί, δεν βλέπουμε ποτέ πόσο μεγάλος είναι ο κήπος των Φίτζι – Κοντίνι. Ο χώρος που καταλαμβάνει παραμένει αδιευκρίνιστος μέχρι τις τελευταίες εικόνες του φιλμ. Τα δε τράβελινγκ και τα ζουμ του φακού είναι πάντα συγκεχυμένα – και αυτές είναι οι μόνες στιγμές που η κάμερα του Ντε Σίκα δε μοιάζει να τηρεί κάποιον άξονα. Είναι δηλαδή λιγότερο ένας κήπος, και περισσότερο μια «κατάσταση», μια χαραμάδα στο χρόνο όπου όλα μοιάζουν ανέγγιχτα, και ιδίως οι ίδιοι Φίτζι – Κοντίνι, μια από τις ισχυρότερες οικογένειες της επαρχίας του Φεράρα, πλούσιοι, αριστοκράτες και Εβραίοι.
Στο ημερολόγιο γράφει 1938. Τα υιοθετημένα τους παιδιά, Μικόλ και Αλμπέρτο, μαζεύουν έναν κύκλο από φίλους στη βίλα με τους υπέροχους κήπους, είτε για τένις, είτε για πάρτι, είτε για την παραλία. Ούτως ή άλλως δεν έχουν και πολλές επιλογές. Οι πρώτες απαγορεύσεις για τους Εβραίους πολίτες έχουν μόλις τεθεί σε ισχύ, η είσοδος είναι απαγορευμένη σχεδόν παντού. Τα χειρότερα που είναι να έρθουν, θα έρθουν για όλους.
Οι περισσότεροι όμως δεν γνωρίζουν ακριβώς τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς οι πληροφορίες που φτάνουν στη χώρα είναι ελάχιστες. Με τα ποδήλατα τους να διασχίζουν τοπία μαγευτικά, οι φοιτητές με τα λευκά τους ρούχα μοιάζουν με θεότητες, εντελώς ανίδεες και γεμάτες ψευδαισθήσεις για τον έρωτα. «Ο κήπος των Φίτζι – Κοντίνι» του Βιτόριο Ντε Σίκα, φωτογραφημένος σε τόνους ονειρικούς και παραμυθένιους, είναι, πάνω απ’ όλα, μια ταινία γι’ αυτή την υπέροχη άγνοια. Εκεί όπου τίποτα κακό δεν μπορεί να σε βρει, εκεί όπου ο ρυθμός της ζωής είναι τόσο χαλαρός που διατηρείς ακόμα το προνόμιο της προσωπικής σου οδύνης. Εκεί όπου ο χρόνος σου ανήκει.
Αυτό μοιάζει να νοσταλγεί ο Ντε Σίκα εδώ, όχι τα «παλιά καλά χρόνια» - και πως θα μπορούσαν να ήταν «καλά» αυτά τα χρόνια που τόσο συγκλονιστικά αποτύπωσε στο φακό του όταν υπέγραφε τα κορυφαία δείγματα του λεγόμενου Ιταλικού Νεορεαλισμού με τον «Κλέφτη Ποδηλάτων» και τον «Umberto D.»; Μιλάμε για το σινεμά εκείνο που άλλαξε τη ματιά της ανθρωπότητας απέναντι στην Ιταλία. Που έκανε τον πλανήτη ολόκληρο να υποκλιθεί μπροστά στο μεγαλείο ενός λαού αλλά και στο μεγαλείο του σινεμά του. Μην το ψάχνετε, στην ιστορία της Τέχνης δε θα βρείτε προηγούμενο.
Αυτός ο Τιτάνας λοιπόν, σκηνοθέτησε τον «Κήπο» στο λυκόφως της ζωής του. Οι προηγούμενες του δουλειές δεν είχαν πάει καλά ούτε στα ταμεία, ούτε με τους κριτικούς. Αντιμετωπιζόταν ως ένας εκπεσών «Κόμης» του σινεμά, σπουδαίος στο παρελθόν, ξεπερασμένος στο σήμερα. Ο ίδιος μάλιστα δεν έκρυβε τις επιφυλάξεις του για τις τότε νέες τάσεις του κινηματογράφου (και ιδιαιτέρως της νουβέλ βαγκ), οπότε η νεαρότερη γενιά των κριτικών είχε άλλον ένα λόγο για να τον καταχωρεί ως «ξεγραμμένο» το 1971, την χρονιά δηλαδή που ο «Κήπος» προβλήθηκε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου.
Απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο – έναν χρόνο μετά, κέρδισε και το Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας. Ο θάνατος τον βρήκε την ίδια χρονιά, στα 74 του χρόνια.
Βλέποντας σήμερα αυτό το αριστούργημα, αναρωτιέμαι αν το είχε διαισθανθεί. Αυτό το τελευταίο cut στον «Κήπο των Φίτζι – Κοντίνι», που είναι ζήτημα αν διαρκεί τρία δευτερόλεπτα πριν τελειώσει η ταινία, κουβαλά μέσα του όλη την θλίψη του κόσμου. Μόνο κοιτάζοντας τη ζωή από τη μεριά του θανάτου μπορείς να εκφραστείς με τέτοια σπαρακτική σαφήνεια.