Κόσμος
Τετάρτη, 27 Απριλίου 2022 14:04

Αποστολή όπλων στην Ουκρανία: Πού οφείλεται η «στροφή» της Γερμανίας;

Το Βερολίνο στέλνει τεθωρακισμένα και βαρύ οπλισμό στην Ουκρανία, παρά τις πρόσφατες δεσμεύσεις περί του αντιθέτου. Ο γερμανικός Τύπος αναζητά μία εξήγηση.

Το Βερολίνο στέλνει τεθωρακισμένα και βαρύ οπλισμό στην Ουκρανία, παρά τις πρόσφατες δεσμεύσεις περί του αντιθέτου. Ο γερμανικός Τύπος αναζητά μία εξήγηση.

«Όψιμη στροφή» είναι ο τίτλος σε άρθρο της Süddeutsche Zeitung που επισημαίνει: «Το παράδειγμα του Βερολίνου θα ακολουθήσουν πολλοί στην Ευρώπη, οι οποίοι περίμεναν να δουν ποια στάση θα τηρήσει η ηγετική χώρα της Ε.Ε.. Η Γερμανία δεν μπορεί να κρύβεται στην Ευρώπη, ενώ αντιθέτως πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναζητούν κάλυψη πίσω από τη Γερμανία. Γι' αυτό ήταν τόσο μεγάλη η πίεση της Ουκρανίας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να λαμβάνονται οι αποφάσεις στα πλαίσια της Συμμαχίας, να επιδεικνύει η Δύση αποφασιστικότητα ώστε να εντείνει την αποτρεπτική της ικανότητα και κατ΄αυτόν τον τρόπο να επιφέρει μία στροφή στον πόλεμο. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι παράλληλα με την απόφαση για αποστολή οπλισμού, αλλάζει και η οπτική γωνία απέναντι τον πόλεμο. Τρεις μήνες αφότου άρχισαν οι εχθροπραξίες, η εκτίμηση ως προς τις δυνατότητες επιτυχίας της ρωσικής επίθεσης είναι πιο εύκολη και οδηγεί τις ΗΠΑ σε μία στροφή στην στρατηγική, αλλά και στη ρητορική αντιπαράθεση. Μπορεί πλέον να φανταστεί κανείς μία ήττα των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Τα ουκρανικά στρατεύματα θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τις ρωσικές μονάδες τουλάχιστον στις θέσεις που κατείχαν πριν από την εισβολή. Οι κυρώσεις αποδίδουν, η Μόσχα δεν θα αντέξει την πίεση για πολύ και δεν θα μπορεί να συντηρεί την πολεμική της μηχανή. Για όλους αυτούς τους λόγους η Ουάσιγκτον κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις στην Ευρώπη και ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τον ρόλο της ως εμπόλεμο μέρος».

Ποντάρει πλέον η Δύση όχι απλώς στην υπεράσπιση της Ουκρανίας, αλλά και σε μία στρατιωτική ήττα της Ρωσίας; Αυτό εκτιμά και η αριστερή εφημερίδα Tageszeitung (TAZ): «Στρατιωτικά η Ουκρανία δεν είναι τόσο υποδεέστερη απέναντι στη Ρωσία, όσο περίμενε κανείς στην αρχή του πολέμου. Με εξοπλισμό από τη Δύση θα μπορούσε ίσως να αναχαιτίσει τη ρωσική επίθεση σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ρωσική ηγεσία να επιδείξει διάθεση για ουσιαστική διαπραγμάτευση, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση την παράδοση των Ουκρανών. Ορθώς τίθεται το ερώτημα για πιθανή κλιμάκωση, αν οι Ρώσοι θελήσουν να πάρουν εκδίκηση για την αποστολή όπλων από τη Δύση. Αλλά είναι μάλλον απίθανο να υπερβεί ένα γερμανικό Gepard την κόκκινη γραμμή της Ρωσίας που οδηγεί στο κατώφλι πυρηνικού πολέμου, όταν έχουν προηγηθεί πολλές άλλες αποστολές τεθωρακισμένων από κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ». 

Νέος γεωπολιτικός ρόλος της Γερμανίας;

Το ειδησεογραφικό δίκτυο N-TV εκτιμά ότι η «στροφή» στο ζήτημα της Ουκρανίας ίσως προδιαγράφει μία αλλαγή στον γενικότερο προσανατολισμό του Βερολίνου: «Όπως και όλοι οι προκάτοχοί της μετά την Επανένωση, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τοποθετεί στρατηγικά τη χώρα μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Προστατεύεται στρατιωτικά από το ΝΑΤΟ, συντηρείται ενεργειακά από τις φθηνές πρώτες ύλες της Ρωσίας, ασκεί πολιτική επιρροή τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή. Μεγάλο μέρος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) δυσκολεύεται να εντάξει πλήρως τη Γερμανία στο στρατόπεδο των αντιπάλων της Ρωσίας και αυτό εν μέρει οφείλεται στην επίγνωση ότι και μετά τον Πούτιν πάλι στη Ρωσία θα πρέπει να στραφεί η Γερμανία για πρώτες ύλες. Έτσι εξηγείται και η διατύπωση 'πόλεμος του Πούτιν', που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο (καγκελάριος) Σολτς. Όμως ο Σολτς θα πρέπει να ενταφιάσει τις ελπίδες για γρήγορο τέλος του πολέμου και επαναπροσέγγιση με τη Μόσχα στην μετά Πούτιν εποχή- είτε υπό την πίεση εταίρων του στην κυβέρνηση και το ΝΑΤΟ, είτε λόγω συνειδητοποίησης των στρατιωτικών και πολιτικών εξελίξεων».  

Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) κάνει λόγο για μία «διόρθωση πορείας» από τον καγκελάριο Σολτς στο Ουκρανικό, η οποία ήταν «απαραίτητη». Και αυτό γιατί, όπως υποστηρίζει η εφημερίδα της Φρανκφούρτης, «ο Πούτιν έχει καταστρέψει την ειρηνική συνύπαρξη στην Ευρώπη που είχε επικρατήσει μετά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και στην οποία επένδυε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, η γερμανική εξωτερική πολιτική. Οι ιστορικοί θα κληθούν να απαντήσουν στο εάν συνάδουν οι ιμπεριαλιστικές αξιώσεις της Ρωσίας με μία ειρηνική τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη. Προς το παρόν πρόκειται για ρητορικό ερώτημα. Αυτό που τώρα προέχει είναι να τερματιστεί ο ρωσικός επεκτατισμός. Ήδη οι στρατηγοί του Πούτιν κατονομάζουν στόχους πέρα από την Ουκρανία, ενώ και ο ίδιος απαιτούσε στο παρελθόν να κατοχυρωθεί η ρωσική ηγεμονία σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη».   

Δύο μέτρα και δύο σταθμά;

H ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Die Zeit φιλοξενεί άρθρο γνώμης της Ρόζα Μπουρτς, κοινωνιολόγου στο Center on Social Movement Studies της Φλωρεντίας που κατηγορεί τη Δύση ότι εφαρμόζει «δύο μέτρα και δύο σταθμά» όταν καταδικάζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά όχι την τουρκική επιθετικότητα απέναντι στους Κούρδους. Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Ενώ ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας καταδικάστηκε τάχιστα και επιβλήθηκαν κυρώσεις, η τουρκική επιθετικότητα απέναντι στους Κούρδους γίνεται ανεκτή επί δεκαετίες από τους ίδιους ‘θεματοφύλακες των δυτικών αξιών’. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συναντάται σε τακτά χρονικά διαστήματα με εκπροσώπους της τουρκικής κυβέρνησης και τονίζει τη σημασία της γερμανοτουρκικής εταιρικής σχέσης, επισημαίνοντας ότι η Τουρκία είναι σημαντικός διαμεσολαβητής, τώρα που η Ρωσία διεξάγει πόλεμο ‘εναντίον μας’. Ούτε γίνεται καμία συζήτηση για κυρώσεις εναντίον του εταίρου μας, ούτε μπορούν να ελπίζουν οι Κούρδοι σε ασφαλείς διαδρόμους διαφυγής και στην παροχή προστασία χωρίς διατυπώσεις, όταν επιχειρούν να διαφύγουν από τις πολιορκημένες πόλεις τους ή από τις τουρκικές βόμβες. Ενώ τα σύνορα είναι ανοιχτά για ουκρανούς πρόσφυγες- και δικαίως- οι Κούρδοι που παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς είτε εγκλωβίζονται στα σύνορα της Πολωνίας και της Λευκορωσίας, είτε πνίγονται στη Μεσόγειο, είτε δεν λαμβάνουν άσυλο στη Γερμανία και απελαύνονται. Πρόκειται για δύο μέτρα και δύο σταθμά. Πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει ανεκτό κάτι τέτοιο».