Τεχνολογία-Επιστήμη
Τετάρτη, 27 Απριλίου 2022 13:02

Είναι οι μετεωρίτες «ταχυδρόμοι» της ζωής στη Γη;

Νέα ευρήματα ενισχύουν τη θεωρία ότι η ζωή στον πλανήτη μας δεν είναι «τοπικό» προϊόν αλλά ήρθε από το Διάστημα.

Ένα από τα «ιερά δισκοπότηρα» της επιστήμης είναι η προέλευση της ζωής στη Γη. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες για το πώς εμφανίστηκε η ζωή στον πλανήτη μας. Μια από τις πιο δημοφιλείς θεωρίες αναφέρει ότι η ζωή είναι γήινο προϊόν και υποδεικνύει τις υποθαλάσσιες «καμινάδες». Τα φρεάτια στον πάτο των ωκεανών οι συνθήκες των οποίων είναι φιλικές στην παρουσία της ζωής.

Η έτερη δημοφιλής θεωρία έχει εντελώς αντίθετη συλλογιστική και κάνει λόγο για μεταφορά της ζωής στη Γη, των δομικών της υλικών ακριβέστερα, από διαστημικούς βράχους (μετεωρίτες, αστεροειδείς, κομήτες) που έπεσαν στον πλανήτη μας. Άλλη θεωρία αναφέρει ότι η ζωή αναπτύχθηκε σε μικρές γούρνες νερού που δημιουργήθηκαν σε ηφαιστειογενείς περιοχές. Πριν από ένα χρόνο μια μελέτη υπέδειξε τις αστραπές και τους κεραυνούς ως παράγοντες που συνέβαλαν στην εμφάνιση της ζωής.

Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «Nature Communications» ερευνητική ομάδα από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία αναφέρει ότι εντόπισε τα δομικά υλικά της ζωής σε μετεωρίτες. Οι ερευνητές χρησιμοποιώντας νέες εξελιγμένες μεθόδους που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ξανά στη χημική ανάλυση μετεωριτών που έχουν πέσει στη Γη εντόπισαν τις βασικές οργανικές ενώσεις του DNA του RNA. Τα νουκλεοτίδια αποτελούν τις δομικές μονάδες των νουκλεϊκών οξέων (δηλ. του DNA και του RNA). Οι ερευνητές εντόπισαν τις αζωτούχες βάσεις των νουκλεϊκών οξέων. Πιο συγκεκριμένα εντόπισαν την αδενίνη, την γουανίνη την θυμίνη, την κυτοσίνη και την ουρακίλη.

«Η παρουσία και των πέντε κύριων βάσεων των νουκλεοτιδίων σε μετεωρίτες μπορεί να συνέβαλε στην εκκίνηση των διεργασιών που οδήγησαν στην εμφάνιση της ζωής στη Γη» αναφέρει ο Γιασουσίρο Όμπα, αστροχημικός στο Πανεπιστημίο του Χοκάιντο, επικεφαλής της έρευνας στην οποία χρησιμοποιήθηκαν  μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιούνται σε ιατρικές και φαρμακευτικές έρευνες. Πρόκειται για μεθόδους 10-100 φορές μεγαλύτερης ευαισθησίας και ικανότητας εντοπισμού στοιχείων από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν μέχρι σήμερα στη μελέτη μετεωριτών.