Γεγονός είναι ότι η ελληνική οικονομία, όπως και όλες οι εθνικές αγορές, θα πληρώσει ακριβά τις συνέπειες της ρωσο-ουκρανικής κρίσης. Αυτό εξάλλου αποτυπώνεται στις προβλέψεις που έκανε χθες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την έκθεση «World Economic Outlook».
Από την έντυπη έκδοση
Του Πλάτωνα Τσούλου
[email protected]
Γεγονός είναι ότι η ελληνική οικονομία, όπως και όλες οι εθνικές αγορές, θα πληρώσει ακριβά τις συνέπειες της ρωσο-ουκρανικής κρίσης. Αυτό εξάλλου αποτυπώνεται στις προβλέψεις που έκανε χθες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την έκθεση «World Economic Outlook».
Το ΔΝΤ «κουρεύει» την εκτιμώμενη αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ για το 2022 στο 3,5% από 4,6% που προέβλεπε τον περασμένο Ιανουάριο, εκτιμά ότι ο πληθωρισμός της τρέχουσας χρονιάς θα διαμορφωθεί στο 4,5% και, παράλληλα, θεωρεί ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα καταγραφεί έντονα ελλειμματικό, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στο 6,3% του ΑΕΠ φέτος και στο 6,1% του ΑΕΠ το 2023.
Το χειρότερο όλων είναι ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ γίνονται δίχως την παραμικρή αίσθηση για το πότε θα λάβει τέλος ο πόλεμος στην Ουκρανία και για την έκταση που θα έχουν οι συνέπειές του στην παγκόσμια οικονομία.
Η ελληνική οικονομία -μικρή σε όγκο και σε δυναμική, με εξαιρετικά περιορισμένα αποθέματα στον παραγωγικό τομέα (δευτερογενή), άρα «καταδικασμένη» σήμερα να παράγει περιορισμένης κλίμακας υπεραξίες- κινδυνεύει να αποτελέσει για μια ακόμη φορά τον αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης.
Μοναδική βραχυπρόθεσμη λύση είναι η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση και του τελευταίου διαθέσιμου επενδυτικού πόρου (κοινοτικού, ιδιωτικού, τραπεζικού), η προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων, η τόνωση της εξωστρέφειας και η επίτευξη νέων ρεκόρ στις εισπράξεις από τον τουρισμό. Απώτερος στόχος η διασφάλιση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, που θα βοηθήσουν και στην τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Η χώρα δοκιμάστηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο από τη σχετικά πρόσφατη διεθνή οικονομική κρίση, ας μη ζήσει έναν ακόμη εφιάλτη.