Έπρεπε να βγουν επειδή είχαν μείνει καιρό στα ράφια; Όχι – μια εξ αυτών βγαίνει ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο. Μην το ψάχνετε. Εδώ δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη με το χάος της ελληνικής διανομής πριν τον Covid. Οι ταινίες όμως έχουν ενδιαφέρον, και ορίστε γιατί:
Ακούγεται σχεδόν σουρεάλ: Άλλες τρεις νέες ταινίες τεκμηρίωσης βγαίνουν σήμερα στις αίθουσες.
Έπρεπε να βγουν επειδή είχαν μείνει καιρό στα ράφια; Όχι – μια εξ αυτών βγαίνει ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο. Μην το ψάχνετε. Εδώ δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη με το χάος της ελληνικής διανομής πριν τον Covid. Οι ταινίες όμως έχουν ενδιαφέρον, και ορίστε γιατί:
Αδάμ, Πού Ει;
Η γοητεία της ασκητικής
Η καθημερινή ζωή της Μονής Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος δεν έχει κινηματογραφηθεί ποτέ σε τέτοια έκταση, κι ας έχουν πολλοί αποπειραθεί να την καταγράψουν. Από μόνο του το θέμα είναι συναρπαστικό κινηματογραφικά: Ποια θα μπορούσε να είναι η καθημερινή ζωή ενός απομονωμένου μοναστηριού στη χερσόνησο του Άθω; Ο Αλεξάντερ Σοποροτσένκο που γύριζε την ταινία για χρόνια, κατέγραψε σε close-up τη μάχη αυτών των ανθρώπων με τη φύση αλλά και τον εαυτό τους. Δεν βρίσκονται στο βουνό για να καλοπεράσουν, ούτε η ταινία προσπαθεί να μας πείσει γι αυτό. Η δε «αγιοποίηση» τους προκύπτει από τα κινηματογραφόμενα – δεν επιβάλλεται δια της γραφής, τουλάχιστον όχι στο σημείο του να ξεστρατίσει εντέλει η ταινία απ’ αυτό που καλείται να αφουγκραστεί (με μια μικρή αλλά σημαντική εξαίρεση που θα αναφέρουμε παρακάτω).
Αυτό προκύπτει από μια εξαιρετική ιδέα: Από την ταινία απουσιάζει ο αφηγητής – η «φωνή off» που λέμε. Επιλογή που της δίνει μια εσωτερικότητα την οποία η κάμερα του Σοποροτσένκο μοιάζει να μην την εργαλιοποιεί. Δεν γιγαντώνει δηλαδή το από κάτω κείμενο, που είναι η Ορθοδοξία, αλλά το ανθρώπινο σθένος των μοναχών, το οποίο βέβαια καλείται πλέον μονταζιακά να την αναδείξει. Θεωρώ πως έχει κινηματογραφικό ενδιαφέρον, ανεξαρτήτως από το πως κρίνετε το θέμα της: Κάποιοι, ενδεχομένως «σκληροπυρηνικοί» Ορθόδοξοι ίσως και να μη συμφωνούν με την καταγραφή αυτών των προσωπικών στιγμών, και φυσικά υπάρχουν κι αυτοί που το ζήτημα της πίστης δεν τους αφορά καθόλου. Κι όμως, όταν βλέπουμε στο σινεμά τον Ρουμπλιόφ του Ταρκόφσκι, τον Μπαλταζάρ του Μπρεσόν, το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Παζολίνι, τον Τελευταίο Πειρασμό του Σκορσέζε, γινόμαστε όλοι κοινωνοί της βαθιάς τους πίστης. Και αυτό δε σταματά στην Ορθοδοξία: Συμβαίνει και όταν βλέπουμε το σχεδόν σπαρακτικά Βουδιστικό Tokyo Story του Όζου (μην το ψάχνετε, για κάποιους η Πίστη κατοικεί αποκλειστικά στις κινηματογραφικές αίθουσες).
Γράφοντας αυτό δεν υπονοώ πως η ταινία που μας απασχολεί σήμερα αγγίζει αυτά τα μάλλον άπιαστα επίπεδα. Λίγες ταινίες εκεί έξω θα μπορούσαν. Πόσο μάλλον το «Αδάμ, Πού Ει;», μια ταινία που την απασχολεί και η καλλιέπεια, «λοξή» στροφή αναφορικά με την ασκητική ζωή (και την φιλοσοφία πίσω απ’ αυτήν) που καταγράφει. Είναι το φάουλ εκείνο που «κατεβάζει» εντέλει το «κοντέρ» της πνευματικότητας. Αλλά η ταινία παραμένει ενδιαφέρουσα. Και καλό είναι να λέμε και πέντε κουβέντες παραπάνω, ακόμη κι αν προκύπτουν περισσότερο από το θέμα μιας ταινίας, παρά από την (όποια) κινηματογραφικής της αξία.
Ενθύμιον
Το μοναχικό τραγούδι της Ηπείρου
Τόπος άνυδρος και τραχύς, η αφιλόξενη Ήπειρος της ασπρόμαυρης ταινίας του Νίκου Ζιώγα είναι αυτή που ξέρουμε. Το φιλμ δεν αναζητά εκπλήξεις, ούτε βαθιά προσωπικές στιγμές – πέραν αυτών που μοιράζονται ούτως ή άλλως μεταξύ τους οι κάτοικοι του χωριού της Θεσπρωτίας που μας απασχολεί. Γυρομέρι το λένε, και το (ασπρόμαυρο – με κάποιες εξαιρέσεις) ντοκιμαντέρ του Ζιώγα, ιχνογραφεί το μοιρολόι του, ξεκινώντας από ένα ηπειρώτικο έθιμο για την ζωή και τον θάνατο τις ημέρες του Πάσχα. Θα το πω: Κάποια στιγμή αισθάνθηκα πως όλα τα γνωμικά που ακούγονται στο φιλμ αρχίζουν να επαναλαμβάνονται. Η λαογραφική χαρμολύπη δεν είναι το φόρτε μου. Αλλά και πάλι, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως η θλίψη και η νοσταλγία που απορρέουν από τις εικόνες του φιλμ είναι ειλικρινείς. Όσο και το κλαρίνο που, κάθε χρόνο, λίγες μέρες πριν το Πάσχα, ακούγεται στο νεκροταφείο του χωριού να παίζει το αγαπημένο τραγούδι κάθε πεθαμένου. «Έρχονται και μου το λένε» μας λέει ο οργανοπαίχτης από το καφενείο του χωριού. «Έλα να μου παίξεις αυτό, όταν πεθάνω». Ε, κάτι σου κάνει αυτή η μαρτυρία.
Η ιερότητα του βουνού
Ανάγκη για Δέος
Δυο ορειβάτες, εμπνευσμένοι από τις εναέριες φωτογραφίες αλλά και το έργο του εξερευνητή Μπράντφορντ Γουόσμπερν αποφασίζουν να διασχίσουν πλαγίως τις πιο απαγορευτικές κορυφές της Αλάσκας, τον ορεινό όγκο του Moose’s Tooth. Στο επίκεντρο λοιπόν, δυο άνθρωποι αντιμέτωποι με ένα φυσικό τοπίο που σε καθηλώνει με την ομορφιά του. Αποφασισμένοι τόσο, που το πείσμα τους και μόνο αποτελεί θέαμα εξίσου εντυπωσιακό. Και πίσω από την κάμερα, δυο σκηνοθέτες: Οι Ρενάν Οζτούρκ και Φρέντι Γουίλκινσον που καταγράφουν μεγαλειώδεις εικόνες σε ένα πραγματικό υπερθέαμα με όλα αυτά που ζητά κανείς από μια βραδιά στον κινηματογράφο: Σασπένς, ταύτιση, συγκίνηση. Όσο να’ ναι, υπάρχει μια έξτρα γοητεία για εμάς τους κινηματογραφόφιλους στην ιστορία δυο ανθρώπων που παίρνουν μια τόσο μεγάλη απόφαση, εμπνευσμένοι από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που «αποτυπώθηκε» σε φιλμ πριν από ογδόντα χρόνια.