Κάποτε λέγαμε «Η νέα ταινία της σειράς…». Οι δε παλιοί μαρκετινίστες είχαν κάποτε σκαρφιστεί το μεγαλεπίβολο «saga». Ωραίο, μόνο που τότε είχες να κάνεις με το νέο sequel του «Νονού». Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ πως αυτή η ορολογία, μαζί με τα παρεμφερή που αντιστοιχούσαν διεθνώς, έχει αντικατασταθεί παγκοσμίως με τον όρο «franchise».
Κάποτε λέγαμε «Η νέα ταινία της σειράς…».
Οι δε παλιοί μαρκετινίστες είχαν κάποτε σκαρφιστεί το μεγαλεπίβολο «saga». Ωραίο, μόνο που τότε είχες να κάνεις με το νέο sequel του «Νονού». Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ πως αυτή η ορολογία, μαζί με τα παρεμφερή που αντιστοιχούσαν διεθνώς, έχει αντικατασταθεί παγκοσμίως με τον όρο «franchise». Τα sequel βέβαια δεν αποτελούν κάποιο πρόσφατο «Δυτικό» φαινόμενο. Συνόδευσαν την αφηγηματική τέχνη από τα πρώτα της βήματα – αν θεωρήσουμε sequel την Οδύσσεια δηλαδή.
Σήμερα όμως, ο όρος «franchise» μου αρέσει περισσότερο: Με παραπέμπει σε αλυσίδες fast-food και καταστημάτων ρούχων. Ταιριάζει.
Άλλωστε τι αποζητά ο Αμερικάνος τουρίστας (τυχαίο παράδειγμα) όταν ταξιδεύει μέχρι τη Βενετία (εξίσου τυχαίο παράδειγμα) για να χωθεί σε ένα McDonald’s; Την ασφάλεια ενός γνώριμου, ασφαλούς περιβάλλοντος όπου οι γεύσεις, οι φορεσιές και οι άνθρωποι, είναι ακριβώς όπως τους περιμένει – σε αντίθεση με το χάος του «έξω». Και τώρα που η πραγματικότητα μας μεταλλάσσεται μέρα με τη μέρα, με τις ζωές μας στο «έξω» να γίνονται όλο και πιο χαοτικές, κάπως έτσι μπαίνουμε κι εμείς να δούμε αυτές τις ταινίες, σαν ανασφαλείς τουρίστες.
Δεν το γράφω ελιτίστικα ούτε κρίνω κανέναν, λογικό να ζητά ο κόσμος κάποια ασφάλεια, οι καιροί είναι ζόρικοι. Αυτή την ασφάλεια γύρευα κι εγώ προχθές, που έκατσα να ξαναδώ το «Inferno» του Ντάριο Αρτζέντο (sequel του Suspiria). Όπως δηλαδή και ο θεατής του νέου Spiderman, του νέου Fast & The Furious και του νέου Fantastic Beasts. Ή μάλλον, της «νέας ταινίας της σειράς», για να κάνω ακόμα πιο vintage ένα κείμενο που, ούτως ή άλλως, ξεκίνησε με μια ανάμνηση - και συνέχισε με μια υπερβολή: στην επαναπροβολή του «Inferno» πόνταρα εξίσου και στο κομμάτι της αισθητικής απόλαυσης.
Το ερώτημα για μένα που το γράφω πάντως είναι το εξής:
Σήμερα ο κόσμος πάει μαζικά σινεμά μονάχα στην Ασία. Στη Δύση ο καναπές (ελέω αφραγκίας και βολεψιάς) έχει – έστω και προσωρινά – νικήσει. Οι μόνες δε ταινίες που πραγματικά συντηρούν τον «μύθο» της συλλογικής εμπειρίας, αν δεν απευθύνονται αποκλειστικά σε παιδιά, αποτελούν το νέο «επεισόδιο» κάποιου franchise. Διόλου τυχαίο που το sequel του “Sonic” είναι καρφωμένο στο νο.1 του ελληνικού box office για δεύτερη συνεχή εβδομάδα - συνδυάζει και τα δύο. Οπότε πως να αντιμετωπίσεις μια ταινία σαν το «Φανταστικά Ζώα: Τα Μυστικά του Ντάμπλντορ»; Σαν κριτικός, που αναζητά μια ανανέωση στον όποιο μύθο, μια έκπληξη, μια δουλειά σε ένα άλλο επίπεδο, ένα σινεμά πιο θαρραλέο; Ή σαν τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας ποιοτικού ελέγχου; Και πότε παύουμε να είμαστε αυτό στα μάτια όσων μας διαβάζουν; Αναρωτιέμαι.
Στο μεταξύ, τα σινεμά στον απέναντι δρόμο κλείνουν. Και το κοινό, που δεν του περισσεύουν κιόλας, μοιάζει να αναζητά μια τέτοιου είδους επιβεβαίωση, πως δηλαδή εδώ θα βρει ακριβώς αυτά που περιμένει. Ή, αντιθέτως, μια προειδοποίηση τύπου «τα εφέ είναι κακά» ή «ο πραγματικός Spider-man δε θα το έκανε ποτέ αυτό».
Σοβαρά τώρα, ποιος είναι ο πραγματικός Spiderman;
Εδώ πάντως, ο καθηγητής Άλμπους Ντάμπλντορ (Τζουντ Λο) έρχεται αντιμέτωπος με τον πανίσχυρο σκοτεινό μάγο Γκέλερτ Γκρίντελβαλντ (Μαντς Μίκελσεν – αντικαθιστά τον τέως «άσπιλο» Τζόνι Ντέπ) καθώς ο τελευταίος απειλεί να κατακτήσει τον έλεγχο του μαγικού κόσμου. Η ταινία μάλιστα ξεκινά με την συνάντηση τους, ίσως για να συνηθίσουμε γρήγορα – γρήγορα το φευγιό του Ντεπ (ο Μίκελσεν ούτε προσθέτει, ούτε αφαιρεί κάτι από τα προαπαιτούμενα) και είναι ένα όμορφο, μικρό δωράκι αυτή η ερμηνευτική αναμέτρηση ανάμεσα σε έναν Βρετανό και έναν Δανό. Ταιριάζει και στην ιδιοσυστασία των χαρακτήρων που ενσαρκώνουν: ο Άλμπους είναι δωρικός και εκφραστικός, ο δε Γκέλερτ, εσωστρεφής, ψυχρός και σαρκαστικός.
Κακά τα ψέματα, υπάρχει μια βρετανική πατίνα σε κάθε τομέα της παραγωγής, και αυτή η φροντίδα είναι που σε κρατά συγκεντρωμένο στο επί της οθόνης θέαμα. Αυτή, και τα γλυκύτατα ψηφιακά ζωάκια, τα πλάσματα που συνθέτουν το μαγικό σύμπαν της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ (που υπογράφει όχι μόνο το βιβλίο αλλά και το σενάριο πάνω στο οποίο βασίστηκε το φιλμ). Είναι τόσο χαριτωμένα που όταν κάποια στιγμή ο Γκέλερτ σκοτώνει αιφνιδιαστικά ένα εξ αυτών, παγώνει λίγο το αίμα σου. Μετά όμως που κακομεταχειρίζεται λίγο τον Έζρα Μίλερ δεν μπορείς να μην τον συμπαθήσεις. Και όλα είναι πολύ όμορφα, τόσο όμορφα.
Καθόλου αφελή βέβαια. Δεν ξέρω για ‘σας, εγώ πάντως θέλω και λίγη αφέλεια με το παραμύθι μου. Εδώ μάλιστα, η απουσία αυτής της αφέλειας εκθέτει πεντακάθαρα όλες τις δραματουργικές συντεταγμένες: Οι κορυφώσεις έρχονται τις «σωστές στιγμές», οι «ανάσες» το ίδιο, όλα χρονομετρημένα και αλφαδιασμένα. Όποια παραμυθένια τρέλα κι αν υπήρχε σ’ αυτούς τους μύθους, έχει ισοπεδωθεί σε μια ταινία που μοιάζει να ασφυκτιά. Βλέπετε, δεν υπάρχει περιθώριο λάθους στα franchise, και χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται σκληρά για να αποκλείσουν κάθε τι που ξεφεύγει από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Α, και όταν λέμε «αποτέλεσμα» δεν εννοούμε την ταινία. Αλλά τις μελλοντικές εισπράξεις της. Ας μη γκρινάζω όμως, 130 λεπτά διαρκεί το νέο «Fantastic Beasts» και όχι τρεις ώρες. Περνάνε εύκολα, και πολύ ευχάριστα.
Ε, αυτά.
Τι άλλο περιμένατε; Σημειολογική ανάλυση ή κάποια έκπληξη; Όλα είναι όπως ακριβώς τα φαντάζεστε, ίσως πιο ενισχυμένα – αλλά αυτό δεν είναι παρά το χρέος ενός franchise απέναντι στο κοινό του. Ούτε χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε τον Γιέιτς σαν δημιουργό γιατί, κακά τα ψέματα, με τόσα Χάρι Πότερ στη πλάτη του, ο άνθρωπος δεν κατεβαίνει για να κάνει μεγάλη τέχνη: «Βαράει κάρτα» στο «εργοτάξιο» των Warner & Ρόουλινγκ και κάνει αξιοπρεπώς τη δουλειά του.
«Σαν καλός μάστορας» θα μπορούσε να πει κανείς.
Τι να σας πω. Ο μάστορας συνήθως τα καταφέρνει και όταν όλα είναι εναντίον του. Όμορφη δείχνει η ταινία, μα όσο να’ναι, εύκολο πράγμα η μαστοριά όταν έχεις ξοδέψει 200 εκατομμύρια δολάρια.