Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη με τον τίτλο «Δουλειές Ξανά», που προβλέπεται να ψηφιστεί από τη Βουλή αύριο, εκτός από την αχρείαστη και υποτιμητική μετονομασία του ΟΑΕΔ σε Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης, την εισαγωγή κυρώσεων για όσους εγγεγραμμένους ανέργους δεν αποδέχονται προσφερόμενες θέσεις εργασίας και κατάρτιση και τη γενίκευση των εισοδηματικών κριτηρίων στις παροχές του προς τους μακροχρόνια ανέργους, καθιστά τον Οργανισμό τον κύριο φορέα διαχείρισης του συστήματος επιδοτούμενης κατάρτισης του εργατικού δυναμικού της χώρας, που θα χρηματοδοτηθεί την επόμενη πενταετία με πάνω από 2 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ για να καταρτίσει πάνω από 1.230 χιλιάδες ενήλικα άτομα.
Της Μαρίας Καραμεσίνη*
Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη με τον τίτλο «Δουλειές Ξανά», που προβλέπεται να ψηφιστεί από τη Βουλή αύριο, εκτός από την αχρείαστη και υποτιμητική μετονομασία του ΟΑΕΔ σε Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης, την εισαγωγή κυρώσεων για όσους εγγεγραμμένους ανέργους δεν αποδέχονται προσφερόμενες θέσεις εργασίας και κατάρτιση και τη γενίκευση των εισοδηματικών κριτηρίων στις παροχές του προς τους μακροχρόνια ανέργους, καθιστά τον Οργανισμό τον κύριο φορέα διαχείρισης του συστήματος επιδοτούμενης κατάρτισης του εργατικού δυναμικού της χώρας, που θα χρηματοδοτηθεί την επόμενη πενταετία με πάνω από 2 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ για να καταρτίσει πάνω από 1.230 χιλιάδες ενήλικα άτομα.
Η νέα ΔΥΠΑ θα προκηρύσσει τα προγράμματα για ανέργους και εργαζόμενους, θα τηρεί τους Ατομικούς Λογαριασμούς Μάθησης των καταρτιζόμενων και το μητρώο των επιλέξιμων παρόχων και θα εφαρμόζει το πλαίσιο αξιολόγησης των τελευταίων. Βέβαια, όσο χρήσιμη κι αν είναι ως εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής και πολιτικής απασχόλησης, η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση δεν δημιουργεί «δουλειές ξανά» όπως υπαινίσσεται ο τίτλος του νομοσχεδίου.
Το ελληνικό σύστημα συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, ένα από τα πιο άναρχα και αναποτελεσματικά στην Ε.Ε. με ευθύνη των κυβερνήσεων επί δεκαετίες, προνομιακό πεδίο κατασπατάλησης πόρων, πελατειακών σχέσεων και συστημικής διαπλοκής, με εξαίρεση τη περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, κατά την οποία σημειώθηκαν επίσης ουσιαστικά βήματα βελτίωσης (Μηχανισμός Διάγνωσης Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, πιλοτική εφαρμογή από τον ΟΑΕΔ ενός νέου μοντέλου κατάρτισης στο πλαίσιο ανοιχτών προγραμμάτων), έχει αναμφίβολα ανάγκη ριζικής μεταρρύθμισης. Αλλά προς ποια κατεύθυνση; Ενώ οι προτεινόμενες αλλαγές στο νομοσχέδιο μοιάζουν εκ πρώτης όψεως εκσυγχρονιστικές, στην ουσία εμβαθύνουν ένα αγοραίο μοντέλο κατάρτισης, που απειλεί να δημιουργήσει στρεβλώσεις τόσο στο σύστημα κατάρτισης όσο και στην αγορά εργασίας.
Πρώτον, εγκαταλείπεται η πιστοποίηση των προγραμμάτων κατάρτισης και η θέσπιση προδιαγραφών για την πιστοποίηση μαθησιακών αποτελεσμάτων από δημόσιους φορείς (Υπ. Παιδείας, ΕΟΠΠΕΠ) στη βάση αναγνωρισμένων επαγγελματικών περιγραμμάτων και προσόντων, υπέρ της πιστοποίησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων της κατάρτισης στη βάση ειδικών κανονισμών πιστοποίησης δεξιοτήτων που ήδη παράγουν ιδιωτικοί φορείς πιστοποίησης που λειτουργούν στην αγορά. Αναμένεται λοιπόν τα επόμενα χρόνια, με δημόσια χρηματοδότηση, μια τεράστια επέκταση της υπάρχουσας ιδιωτικής αγοράς έκδοσης πιστοποιητικών απόκτησης δεξιοτήτων από διαπιστευμένους από το ΕΣΥΔ φορείς με βάση το ISO/IEC 17024 στους οποίους τώρα, με βάση το νομοσχέδιο, θα προστεθούν οι εταιρείες λογισμικού ή τεχνολογίας που παρέχουν τίτλους αναγνωρίσιμους από την αγορά.
Δεύτερον, το νομοσχέδιο εγκαθιδρύει ένα πλαίσιο αξιολόγησης και αμοιβής των παρόχων κατάρτισης με βάση κριτήρια που δεν αφορούν την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά αποτελέσματα για τα οποία φέρουν από μικρή έως καμία ευθύνη (επιτυχία των καταρτιζόμενων σε εξετάσεις πιστοποίησης, απορρόφηση καταρτιζόμενων στην αγορά εργασίας για οριζόντιες ή επαγγελματικές δεξιότητες που θα προκηρύσσει ο ΟΑΕΔ-ΔΥΠΑ ή άλλοι δημόσιοι φορείς).
Το πλαίσιο θα δημιουργήσει μεγάλες στρεβλώσεις στο σύστημα κατάρτισης και στην αγορά εργασίας – συναλλαγές μεταξύ παρόχων κατάρτισης και επιχειρήσεων, επιλογή από τους παρόχους των ατόμων με τα υψηλότερα προσόντα και δεξιότητες και σε δυναμικά επαγγέλματα και εγκατάλειψη αυτών με τα λιγότερα προσόντα, μετατροπή των Κέντρων Δια βίου Μάθησης σε Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας κλπ.
Τρίτον, τα αυστηρά και ακατάλληλα κριτήρια επιλεξιμότητας και αξιολόγησης παρόχων κατάρτισης θέτουν εκτός αγοράς ιδίως τις ΜΜΕ του κλάδου και ανοίγουν το δρόμο για μεγάλους παίκτες και την είσοδο πολυεθνικών επιχειρήσεων στην ιδιωτική αγορά κατάρτισης και πιστοποίησης, ενώ παράλληλα δίνουν ώθηση στην ανάπτυξη μιας ιδιωτικής αγοράς υπηρεσιών συμβουλευτικής και απασχόλησης που προβλέπεται ότι θα «συνοδεύουν» τη λειτουργία των Ατομικών Λογαριασμών Δεξιοτήτων, για την οποία προς το παρόν επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή.
Η πρόσληψη από τον ΟΑΕΔ, με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, 540 νέων εργασιακών συμβούλων, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για δύο το πολύ χρόνια, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες επέκτασης των υπηρεσιών συμβουλευτικής για την αξιολόγηση των αναγκών κατάρτισης και την προώθηση των ανέργων σε προγράμματα, ενώ είναι ακόμα άδηλο εάν θα χρηματοδοτηθούν υπηρεσίες καθοδήγησης των εργαζομένων και ποιοι φορείς θα τις παρέχουν. Ανοίγουν λοιπόν, με την προοπτική της ροής τεράστιου ύψους ευρωπαϊκών πόρων για την κατάρτιση, νέοι τομείς υψηλής κερδοφορίας για το ιδιωτικό κεφάλαιο αλλά και με μεγάλες απειλές για στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας από τον πληθωρισμό πιστοποιητικών δεξιοτήτων χωρίς αντίκρισμα, διάλυση επαγγελμάτων και δικαιωμάτων κλπ.
Με το νομοσχέδιο αχνοφαίνεται η κατεύθυνση. Σύντομα θα ξεκαθαρίσει απόλυτα το τοπίο.
*Η κ. Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ.