Απόψεις
Δευτέρα, 11 Απριλίου 2022 07:00

Τάγμα Αζόφ και συμμαχίες με τον διάβολο 

Η παρέμβαση στη Βουλή των Ελλήνων ενός μέλους του διαβόητου Τάγματος Αζόφ αποδοκιμάστηκε, αν και σε διαφορετικούς τόνους, από όλες τις πολιτικές πτέρυγες, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης. Το αρνητικό συμβάν θα είχε, βέβαια, περιορισμένο αντίκτυπο αν είχαν τελειώσει όλα στις αυτονόητες αντιδράσεις της Πέμπτης και στην ορθή έκκληση της συμπολίτευσης να μην αφήσουμε ένα τέτοιο γεγονός να θολώσει τη «μεγάλη εικόνα» καταδίκης της θηριωδίας του Πούτιν, γράφει ο Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου 

Από την έντυπη έκδοση

Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]

Η παρέμβαση στη Βουλή των Ελλήνων ενός μέλους του διαβόητου Τάγματος Αζόφ αποδοκιμάστηκε, αν και σε διαφορετικούς τόνους, από όλες τις πολιτικές πτέρυγες, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης. Το αρνητικό συμβάν θα είχε, βέβαια, περιορισμένο αντίκτυπο αν είχαν τελειώσει όλα στις αυτονόητες αντιδράσεις της Πέμπτης και στην ορθή έκκληση της συμπολίτευσης να μην αφήσουμε ένα τέτοιο γεγονός να θολώσει τη «μεγάλη εικόνα» καταδίκης της θηριωδίας του Πούτιν.
 
Δυστυχώς, όμως, τις επόμενες ημέρες άρχισε στη χώρα μια συστηματική όσο και αποκρουστική επιχείρηση «δικαίωσης» του Τάγματος Αζόφ. Πρώτα ακούστηκε η αυταπόδεικτη ψευδολογία ότι η οργάνωση (που φέρει ναζιστικά σύμβολα) δεν συνδέεται με τον νεοναζισμό. Πρόκειται, προφανώς, για ισχυρισμό που ταιριάζει μόνο σε καθεστώτα μετα-αλήθειας και δεν αντέχει σε κριτική. Μετά προβλήθηκε το παιδαριώδες ότι ο μαχητής «τα είπε καλά», άρα δεν μπορεί να είναι νεοναζιστής, κάτι που προφανώς δεν χρήζει αντίκρουσης. 

Στη συνέχεια, όμως, διακινήθηκαν και δύο άκρως επικίνδυνα επιχειρήματα. Αφενός υποστηρίχθηκε πως όσοι αντέδρασαν στην παρέμβαση μέλους νεοναζιστικής οργάνωσης το έπραξαν γιατί είναι «ρωσόφιλοι», «ενεργούμενα», «έχουν κρυφή ατζέντα» και «τα βάζουν με τον αμυνόμενο». Αφετέρου προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι την ώρα των ρωσικών φρικαλεοτήτων δεν έχουμε πολυτέλειες για τέτοιες συζητήσεις και ότι είναι θεμιτή ή και επιθυμητή μια συμμαχία ακόμη και με τον διάβολο. Να κάνουμε, με άλλα λόγια, τα στραβά μάτια στην επιστροφή νοσταλγών του Χίτλερ στην ελληνική Βουλή.  

Δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να επιχειρηματολογεί κανείς ως προς την επικινδυνότητα της διάδοσης τέτοιων θέσεων. Αν φτάσουμε, όμως, να θεωρούμε «ύποπτους» όσους καταγγέλλουν τον νεοναζισμό και «χρήσιμους» τους θιασώτες του, τότε θα έχουμε χάσει ως κοινωνία και ως πολιτισμός. Και θα είμαστε έτσι ένα ακόμη θύμα του πολέμου και της μαύρης προπαγάνδας του.