Του Άγγελου Χρυσόγελου
επίκουρου καθηγητή διεθνών σχέσεων στο London Metropolitan University
Του Άγγελου Χρυσόγελου*
Είναι ένα από τα γνωστότερα παράδοξα της ιστορίας ότι ο διαβόητος γκάνγκστερ Αλ Καπόνε τελικά μπήκε στην φυλακή όχι για κάποιο από τα σκληρά εγκλήματά του αλλά για μια απλή παράβαση φοροδιαφυγής. Κατ’ αναλογία, είναι μια ιστορική ειρωνεία ότι η πολιτική κληρονομιά της Άγκελα Μέρκελ αποδομείται ραγδαία αυτές τις ημέρες όχι από την ανάμνηση των λαθών της στις κρίσεις της προηγούμενης δεκαετίας όπως η οικονομία και το προσφυγικό, αλλά λόγω του πολέμου στην Ουκρανία που εκθέτει την γερμανική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, μια πολυετή στρατηγική επιλογή του γερμανικού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου που η πρώην καγκελάριος πιστά υπηρέτησε.
Η ενεργειακή διασύνδεση Γερμανίας-Ρωσίας χρονολογείται από τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και απέφερε στην Γερμανία πολλαπλά οφέλη. Εκτός από τον προφανή στόχο να υπάρχει μια σταθερή παροχή ενέργειας για την γερμανική βιομηχανία, η σύνδεση με την Ρωσία απαντούσε και σε βαθιά ριζωμένα αισθήματα περί της ιστορικής ευθύνης της Γερμανίας έναντι των χωρών όπου κάποτε είχε εισβάλει και με τις οποίες πλέον όφειλε να συνεργαστεί. Αποτελούσε επιπλέον και μια σιωπηρή προσπάθεια στρατηγικής χειραφέτησης από την αμερικανική παντοδυναμία, η οποία παρείχε μεν την ομπρέλα του ΝΑΤΟ αλλά ταυτόχρονα αφαιρούσε από την Γερμανία και την ΕΕ την δυνατότητα αυτόνομης δράσης. Ως πρότυπο στρατηγικής σχέσης της Ευρώπης με μια τρίτη δύναμη πέρα από τους περιορισμούς του ατλαντικού πλαισίου, αυτή η σχέση ήταν και πρόπλασμα ανεξάρτητης ευρωπαϊκής παρουσίας στην διεθνή σκηνή.
Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κάποιος για την (προφανέστατα παράνομη και βάρβαρη) ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι γερμανικές ανησυχίες για το μέλλον μιας ΕΕ ξεκομμένης πλήρως από την ρωσική ενέργεια δεν μπορούν να παραμεριστούν εύκολα. Δεν είναι απλά το μεσοπρόθεσμο δυσβάστακτο οικονομικό κόστος, που μπορεί εκτός των άλλων και να υπονομεύσει την λαϊκή αλληλεγγύη προς την Ουκρανία, ιδιαίτερα καθώς τα κόστη του νέου προσφυγικού προβλήματος συσσωρεύονται. Είναι και το μακροπρόθεσμο στρατηγικό ερώτημα της σχέσης της Ευρώπης με μια ρεβανσιστική και πυρηνική Ρωσία με την οποία κάθε γέφυρα επικοινωνίας και μοχλός πίεσης θα έχουν εξαφανιστεί. Στον αγγλοσαξονικό τύπο διαβάζουμε ήδη θριαμβολογίες για το πώς οι κυρώσεις μετατρέπουν την Ρωσία σε μια «μεγάλη Βόρεια Κορέα», απομονωμένη από την Δύση και υποχείριο της Κίνας. Είναι αυτός ένας γείτονας που η Ευρώπη θέλει να έχει;
Το θέμα εδώ δεν είναι να λειανθούν οι ευθύνες της Ρωσίας, για τις οποίες φυσικά πρέπει να υποστεί την ανάλογη τιμωρία. Είναι ότι, πάνω στον πυρετό του πολέμου, προκρίνονται επιλογές με συνέπειες που ξεπερνούν το μέγεθος και την διάρκεια της παρούσας κρίσης. Η εικόνα της προέδρου της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να ευχαριστεί δημοσίως τον Τζο Μπάιντεν για την «προσφορά» των ΗΠΑ να προσφέρουν στην ΕΕ υγροποιημένο αέριο υπενθυμίζει ότι η πολυδιαφημισμένη απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο σε τελική ανάλυση συνίσταται απλά σε αντικατάσταση ενός ενεργειακού πάτρωνα (Ρωσία) από έναν άλλο (ΗΠΑ). Και αν με την παρούσα κυβέρνηση στον Λευκό Οίκο η πλήρης αποκατάσταση της αμερικανικής επικυριαρχίας επί της Ευρώπης μοιάζει με το μη χείρον, μπορεί η ΕΕ να επαναπαυτεί ότι στο μέλλον η ενεργειακή της ασφάλεια δεν θα είναι έρμαιο των ορέξεων ενός νέου (ή και του ίδιου) Τραμπ;
Κάποιος θα αντέτεινε ότι η ουκρανική κρίση αποκαλύπτει επιτέλους την γερμανική υποκρισία που χρησιμοποιεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για την προώθηση των δικών της συμφερόντων με ταυτόχρονη μετακύλιση του κόστους των επιλογών του Βερολίνου στα πιο αδύναμα μέλη της ΕΕ. Οι γερμανικές αντιρρήσεις σε ένα πιθανό εμπάργκο στο ρωσικό αέριο έχουν κάνει ακόμα και χώρες που παραδοσιακά ανήκουν στην σφαίρα επιρροής της Γερμανίας να αμφισβητούν πια ανοικτά την καταλληλότητά της ως ηγετική δύναμη της Ευρώπης.
Ακόμα όμως και αν ο περιορισμός της κυριαρχίας του Βερολίνου στο εσωτερικό της ΕΕ είναι καλοδεχούμενος, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτός θα είναι μόνιμος, ούτε να αγνοήσουμε ότι λαμβάνει χώρα ακριβώς σε εκείνο το πεδίο – ενεργειακή ασφάλεια – όπου το κόστος είναι αναλογικά βαρύτερο για τις πιο αδύναμες οικονομίες της ανατολικής και νότιας ΕΕ. Όσο και αν η Γερμανία δηλώνει ανησυχούσα για την αύξηση του κόστους ενέργειας, δεν είχε κανένα πρόβλημα να συνταχτεί πρόσφατα με άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες και να μπλοκάρει τις προτάσεις της Ισπανία και της Ελλάδας για παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας. Και αν φοβάται σήμερα το σοκ μιας απότομης αποκοπής από το ρωσικό αέριο, η γερμανική βιομηχανία στηρίζει εδώ και χρόνια τις πολιτικές επιλογές της πράσινης μετάβασης, μια ένδειξη ότι η διστακτικότητα της Γερμανίας είναι αποτέλεσμα κυρίως φόβου για το άμεσο πολιτικό κόστος παρά άρνηση της ανάγκης αναπροσανατολισμού από το φυσικό αέριο σε βάθος χρόνου.
Οι αντιρρήσεις της Γερμανίας επομένως στις εκκλήσεις για εμπάργκο στην ρωσική ενέργεια δεν μπορούν να κατανοηθούν απλά ως οικονομικός εγωισμός. Η διστακτικότητα της κυβέρνησης Σολτς αντανακλά αντίθετα σοβαρές και υπαρκτές ανησυχίες για την θέση και τον ρόλο της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, ένα ερώτημα που αφορά την ΕΕ συνολικά και που θα συνεχίσει να υφίσταται ακόμα και όταν η πολεμική εγρήγορση ξεθυμάνει.
Είναι ενδιαφέρον πώς οι αρνητικές αποτιμήσεις της εποχής Μέρκελ δεν θα αφορούν τελικά ούτε την αναβλητικότητα στην διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης, ούτε το καταστροφικό ρίσκο της πολιτικής «ανοικτών θυρών» στο προσφυγικό. Αντίθετα, η φήμη της Μέρκελ θα πληγεί για την ίσως μοναδική της επιλογή όπου υιοθέτησε μια στρατηγικά μακρόπνοη οπτική πανευρωπαϊκής εμβέλειας, αποδεχόμενη την ανάγκη μιας κάποιας ευρωπαϊκής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ και ένταξης της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό σύστημα, με όλες τις αντιφάσεις και ηθικούς συμβιβασμούς που αυτό ενείχε φυσικά. Το τι θα αντικαταστήσει αυτήν την στρατηγική επιλογή, και με τι συνέπειες για την Γερμανία και την Ευρώπη, είναι ακόμη άδηλο. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, που επιδεικνύουν θαυμαστή αλληλεγγύη προς τον ουκρανικό λαό κάτω από δύσκολες οικονομικά συνθήκες, αξίζουν πάντως μια απάντηση, και γρήγορα.
*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι επίκουρος καθηγητής διεθνών σχέσεων στο London Metropolitan University