Το Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2022 του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ επιχειρεί να καταγράψει τις πιο πρόσφατες κοινωνικές εξελίξεις και το κοινωνικό αποτύπωμα των ασκούμενων πολιτικών σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς στην Ελλάδα, αξιοποιώντας τα πλέον επικαιροποιημένα επίσημα στοιχεία.
Το Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2022 του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ επιχειρεί να καταγράψει τις πιο πρόσφατες κοινωνικές εξελίξεις και το κοινωνικό αποτύπωμα των ασκούμενων πολιτικών σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς στην Ελλάδα, αξιοποιώντας τα πλέον επικαιροποιημένα επίσημα στοιχεία.
Το Δελτίο αυτό δημοσιεύεται σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς την πανδημική κρίση, οι επιπτώσεις της οποίας εξακολουθούν να δοκιμάζουν, διαδέχεται η ενεργειακή. Η έξαρση της πανδημικής νόσου λειτούργησε, σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ως επιταχυντής διαχρονικών τάσεων, όπως η επίταση των ανισοτήτων και, αλλά και ως πρόσφορο έδαφος για την υπονόμευση εργασιακών και άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων και τη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών. Σηματοδότησε έτσι και την αντιστροφή της τάσης συστηματικής βελτίωσης που είχε αρχίσει να καταγράφεται σταδιακά από το 2015 και έπειτα σε μια σειρά από κρίσιμους για την κοινωνική ευημερία τομείς (επίπεδο απασχόλησης, κατανομή εισοδήματος, ποσοστά φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού). Στον αντίποδα της τάσης αυτής –και παρά τις περί του αντιθέτου κυρίαρχες εκτιμήσεις σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του β΄ τριμήνου του 2021– από τα τέλη ήδη του περασμένου έτους είχαν αρχίσει να δια-γράφονται με σαφήνεια δεδομένα και τάσεις ασύμμετρης ανάκαμψης, με εδραίωση ανισορροπιών και επίταση των ανισοτήτων .
Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν οι επιπτώσεις της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη και στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, καθώς η άνοδος του πληθωρισμού τον Μάρτιο προσέγγισε το 8%, σημειώνοντας ρεκόρ 25ετίας- δημιουργούν συνθήκες αυξημένης πίεσης στα εισοδήματα. Τα σχετικά στοιχεία πιστοποιούν ότι η αύξηση του πληθωρισμού πλήττει πρωτίστως τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, στο βαθμό που οι ανατιμήσεις αφορούν αγαθά και υπηρεσίες που καλύπτουν βασικές βιοτικές ανάγκες, ενώ εκτιμάται ότι θα έχει δυσανάλογα μεγάλη επίπτωση σε σύγκριση με το πραγματικό της μέγεθος, καθώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού βιώνει συνθήκες υλικής αποστέρησης. Η διαφαινόμενη παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων αναμένεται έτσι να οξύνει περαιτέρω τις ανισότητες στη βάση μιας διακριτής διαχωριστικής γραμμής που αφορά την ικανότητα των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν –ή όχι– βασικές βιοτικές ανάγκες.
Έτσι, τη στιγμή που τα νεότερα ηλικιακά τμήματα του πληθυσμού (παιδιά και νέοι) και οι γυναίκες υφίστανται –διαχρονικά– πολλαπλασιαστικά τις επιπτώσεις της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσής τους, ιδιαιτέρως ανησυχητικά είναι τα στοιχεία που δείχνουν ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών αφορά πλέον όχι μόνο τον φτωχό, αλλά και τον μη φτωχό πληθυσμό της χώρας, καθώς και ότι υψηλό κίνδυνο φτωχοποίησης διατρέχουν όχι μόνον οι άνεργοι, αλλά και οι εργαζόμενοι.
Ως εκ τούτου, σε συνθήκες νέας κρίσης -ενεργειακής και πληθωριστικής, η οποία διαδέχεται την πανδημική, που με τη σειρά της ενέσκηψε σε συνέχεια της οικονομικής κρίσης, γίνεται επιτακτική η ανάγκη για διαμόρφωση πολιτικών και εργαλείων που θα προστατεύουν στον βραχύ χρόνο, απορροφώντας όσο το δυνατόν περισσότερους κραδασμούς και θα διαφυλάσσουν την κοινωνική συνοχή από τη μία, και από την άλλη θα ενισχύουν τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η αναβάθμιση του κράτους πρόνοιας και μια μακροπρόθεσμη στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης προβάλουν ως ζητούμενα.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και η διερεύνηση των δυνατοτήτων και προοπτικών που ανοίγουν προτάσεις που ήδη κατατίθενται στον δημόσιο διάλογο σχετικά, για παράδειγμα, με το απαιτούμενο είδος και την έκταση της κρατικής παρέμβασης για τη στήριξη ευρύτερων ή περισσότερο στοχευμένων κατηγοριών πολιτών, την 4ήμερη εργασία χωρίς μείωση των απολαβών ή την εφαρμογή ενός είδους εγγυημένου εισοδήματος μπορούν να λειτουργήσουν προωθητικά προς αυτή την κατεύθυνση.