Κόσμος
Πέμπτη, 07 Απριλίου 2022 07:38

Κυρώσεις στη Ρωσία: Ποιον βοηθάει η «στρατιωτικοποίηση» της οικονομίας;

«Αργά ή γρήγορα, θα είναι αναγκαίες οι κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο και ακόμη και το φυσικό αέριο», τόνισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο, στο Στρασβούργο. Η Κομισιόν προτείνει επίσης στους «27» να ενισχύσουν τις κυρώσεις κατά της Μόσχας:Βάζοντας τέλος στην αγορά ρωσικού λιθάνθρακα, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% των εισαγωγών από την ΕΕ, και κλείνοντας τα ευρωπαϊκά λιμάνια για τα ρωσικά πλοία. 

Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]

«Αργά ή γρήγορα, θα είναι αναγκαίες οι κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο και ακόμη και το φυσικό αέριο», τόνισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο, στο Στρασβούργο. Η Κομισιόν προτείνει επίσης στους «27» να ενισχύσουν τις κυρώσεις κατά της Μόσχας: Βάζοντας τέλος στην αγορά ρωσικού λιθάνθρακα, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% των εισαγωγών από την ΕΕ, και κλείνοντας τα ευρωπαϊκά λιμάνια για τα ρωσικά πλοία. 

Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Μάνφρεντ Βέμπερ ζητά να επιβληθεί αμέσως εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και να σταματήσουν οι εισαγωγές φυσικού αερίου «το συντομότερο δυνατό». Όπως λέει ο Βέμπερ σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Politico,«δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε το σύστημα Πούτιν που διεξάγει αυτόν τον φρικτό πόλεμο». Την ίδια ώρα όμως που οι πολιτικοί και στην Ευρώπη διαγκωνίζονται στο ποιος θα προτείνει περισσότερες και αυστηρότερες κυρώσεις κατά του Κρεμλίνου, οι εκπρόσωποι της οικονομίας, διστάζουν ή και αντιτίθενται κιόλας!

Το Διοικητικό Συμβούλιο της πανίσχυρης Bunsdesbank για παράδειγμα, κάλεσε τα γερμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να μην ερμηνεύουν πολύ αυστηρά τα τιμωρητικά μέτρα κατά της Ρωσίας. «Βλέπουμε κάποιες υπερβολές στις κυρώσεις», είπε χαρακτηριστικά  στην Handelsblatt, το μέλος του ΔΣ της  Bundesbank, Γιόακιμ Βέρμελινγκ .Ο  Πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικών Τραπεζών, Κρίστιαν Σέβινγκ, προειδοποίησε επίσης ότι σε περίπτωση ενεργειακού εμπάργκο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα «η γερμανική οικονομία και πιθανώς και η ευρωπαϊκή οικονομία να πέσουν σε ύφεση με μακροπρόθεσμες συνέπειες». 

Οι οικονομολόγοι στο Ίδρυμα «Hans Bockler” που είναι συνδεδεμένο με τα γερμανικά συνδικάτα, εκτιμούν επίσης ότι ένα εμπάργκο στη ρωσική ενέργεια, θα προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά από ό,τι υποθέτουν κάποιοι. Στο χειρότερο σενάριο, θα υπήρχε «μείωση του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 6%» το 2022, σύμφωνα με ειδική ανάλυση του ιδρύματος. Πρόκειται για μεγαλύτερη πτώση στη συνολική οικονομική παραγωγή από ό,τι το  2020, τον πρώτο χρόνο της πανδημίας. Ειδικά στις χημικές και φαρμακευτικές βιομηχανίες που «διψούν» για φυσικό αέριο, αλλά και στις επιχειρήσεις χάλυβα, κεραμικής και γυαλιού, υπάρχουν μεγάλες ανησυχίες για το ενδεχόμενο εμπάργκο.  

«Στρατιωτικοποίηση» της οικονομίας

Ο Ααρον Σαρ, καθηγητής Οικονομικών και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας "Monetary Sovereignty" στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του Αμβούργου κάνει λόγο για  «στρατιωτικοποίηση» των διεθνών οικονομικών σχέσεων, αλλά και έναν νέο νομισματικό πόλεμο. «Μια βασική νεοφιλελεύθερη ιδέα λέει ότι η οικονομία πρέπει να αποσυνδεθεί από τις πολιτικές συγκρούσεις και τον πόλεμο. Στην πραγματικότητα, φυσικά, αυτό δεν έγινε και δεν θα γίνει ποτέ. Δεν μπορεί κανείς να ελπίζει κάτω από τη μύθο της ουδετερότητας ότι οι αγορές θα λύσουν οι ίδιες τα τρέχοντα προβλήματα, τουλάχιστον όχι σε αυτή την φάση», λέει ο Γερμανός οικονομολόγος. Η Ρωσία είναι άλλωστε η δεύτερη μεγαλύτερη  πετρελαιο-εξαγωγική δύναμη στον κόσμο μετά τη Σαουδική Αραβία και είναι σχεδόν βέβαιο ότι ενδεχόμενο εμπάργκο στο ρωσικό  πετρέλαιο και πολύ περισσότερο στο φυσικό αέριο, θα οδηγήσει σε ακόμη πιο δυσθεώρητα ύψη τις τιμές της ενέργειας. Στη Γαλλία μάλιστα που την Κυριακή διεξάγεται ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών και στις 24 Απριλίου ο δεύτερος, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, δεν αποκλείεται να κρίνει αν ο Μακρόν θα παραμείνει στην προεδρία. Το χάσμα, από την δεύτερη στην προεκλογική κούρσα Μαρίν Λε Πεν, έχει μειωθεί και εκφράζονται φόβοι ότι η υποστήριξη προς τον Γάλλο πρόεδρο θα μπορούσε να μειωθεί.

«Ασφαλιστικό συμβόλαιο»

Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη δεν μπορεί να εγκαταλείψει αστραπιαία ούτε το πετρέλαιο, ούτε το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Όχι μόνο γιατί θα πάγωναν οι πολίτες, αλλά γιατί θα σταματούσε η ευρωπαϊκή βιομηχανία. Η Ρωσία, πουλώντας εδώ και δεκαετίες ορυκτά καύσιμα στην Ευρώπη, έχει συνάψει ένα είδος «ασφαλιστικού συμβολαίου». Η Μόσχα γνωρίζει καλά πόσο εύθραυστη είναι ενεργειακά η Ευρώπη και το Κρεμλίνο πρέπει επίσης να υπολόγιζε σε αυτόν τον παράγοντα, αποφασίζοντας να κηρύξει τον πόλεμο στην Ουκρανία: Ο Ρώσος πρόεδρος γνώριζε επίσης ότι η ΕΕ θα κινείτο για να βρει εναλλακτικές πηγές ενέργειας, αλλά αυτό θα πάρει αρκετό χρόνο. Πρόκειται για τον χρόνο που χρειάζεται ο Πούτιν για να εξασφαλίσει μια οριστική διευθέτηση στην Ουκρανία και κυρίως για να βρει η Μόσχα να βρει εναλλακτικές αγορές για το φυσικό της αέριο, στην «διψασμένη» ενεργειακά Ασία.

Η σύγκρουση Ρωσίας-Δύσης θα συνεχιστεί άλλωστε. Ακόμη και αν επιτευχθεί κάποια εκεχειρία ή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία θα ήταν ένα είδος επιτυχίας για τον Πούτιν, ο οποίος θα μπορούσε να αποκτήσει νέα εδάφη και να επιβάλει  έναν νέο διεθνή διπολισμό, με τη δημιουργία δύο ανταγωνιστικών μπλοκ: του Δυτικού και του Ευρασιατικού (Ρωσία, Κίνα, Ινδία και Ιράν).

Η  Ευρώπη θέλει βέβαια για ευνόητους λόγους να λήξει ο πόλεμος το συντομότερο δυνατό. Η Ουάσιγκτον αναμένει όμως έναν «παρατεταμένο» πόλεμο στην Ουκρανία, θέλοντας επίσης να κρατήσει ψηλά την προσοχή των Ευρωπαίων, έναντι της Μόσχας. Στην πραγματικότητα, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν μπορεί να «μύρισε» την πιθανότητα να κάνει το μεγάλο χτύπημα: να μετατρέψει την Ουκρανία σε Βιετνάμ για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, για να φτάσει στον απώτερο στόχο : Στην πτώση του Ρώσου προέδρου από τον θρόνο του στη Μόσχα.

Την ώρα μάλιστα που ένα νέο «Τείχος του Βερολίνου» ορθώνεται και πάλι σε ευρωπαϊκό έδαφος και οι κυρώσεις απειλούν και την οικονομία της ΕΕ, η Ουάσιγκτον έχει καταφέρει ένα είδος « πολέμου διά αντιπροσώπων», χωρίς την άμεση εμπλοκή της Αμερικής. Ισως αυτός να είναι ένας τρόπος για τον πρόεδρο Μπάιντεν να αναζωογονήσει την αμερικανική οικονομία και να βελτιώσει τη δημοσκοπική του εικόνα, ενόψει και των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου για την ανανέωση του Κογκρέσσου.