O Τζέιμι Ντίμον, ο ελληνικής καταγωγής διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, έστειλε πριν λίγες ημέρες μια επιστολή στους μετόχους του αμερικανικού επενδυτικού κολοσσού. Στην επιστολή του, ο Ντίμον τονίζει ότι «τρεις δυνάμεις είναι πιθανό να διαμορφώσουν τον κόσμο τις επόμενες δεκαετίες: Η αμερικανική οικονομία που ανακάμπτει από την πανδημία, ο υψηλός πληθωρισμός που θα εγκαινιάσει μια εποχή ανόδου των επιτοκίων και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία».
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
O Τζέιμι Ντίμον, ο ελληνικής καταγωγής διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, έστειλε πριν λίγες ημέρες μια επιστολή στους μετόχους του αμερικανικού επενδυτικού κολοσσού. Στην επιστολή του, ο Ντίμον τονίζει ότι «τρεις δυνάμεις είναι πιθανό να διαμορφώσουν τον κόσμο τις επόμενες δεκαετίες: Η αμερικανική οικονομία που ανακάμπτει από την πανδημία, ο υψηλός πληθωρισμός που θα εγκαινιάσει μια εποχή ανόδου των επιτοκίων και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία». Σύμφωνα με τον Ντίμον, η έκρηξη της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής σύγκρουσης από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα επηρεάσει για τα επόμενα πολλά χρόνια τις παγκόσμιες εξελίξεις. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι προετοιμασμένες για μια παρατεταμένη σύγκρουση με απρόβλεπτα αποτελέσματα», προειδοποίησε ο CEO της JP Morgan.
Είναι αλήθεια ότι οι «τρεις δυνάμεις», που επικαλείται ο Ντίμον είναι ικανές να αναδιαμορφώσουν τον οικονομικό και χρηματοπιστωτικό κόσμο. Για πρώτη φορά, η Ρωσία, μια μεγάλη πυρηνική δύναμη και οικονομία, αντιμετωπίστηκε ως υποτελές κράτος, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο να δεσμεύουν τα συναλλαγματικά αποθέματα ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Την ίδια ώρα όμως, οι πολύπλοκες αλυσίδες εφοδιασμού, οι οποίες βασίζονται στην προϋπόθεση ενός σταθερού εμπορικού καθεστώτος σύμφωνα με τις αρχές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, απειλούν επίσης να διαλυθούν. Η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία απειλεί λοιπόν να κλονίσει τους πυλώνες της παγκόσμιας τάξης. Οσο και αν τα τελευταία 30 χρόνια, η ρωσική οικονομία ενσωματώθηκε στις οικονομικές ανάγκες των ευρωπαϊκών χωρών, αποκομίζοντας όχι λίγα πλεονεκτήματα, ίσως ο Πούτιν να σκέφτεται πολιτικά, παρά οικονομικά Η Δύση ανακαλύπτει ότι η Ρωσία δεν είναι απλώς ένα «πετρο-κράτος», αλλά ότι προμηθεύει επίσης κρίσιμες πρώτες ύλες που χρειάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και πολλές βιομηχανίες. Η Μόσχα είναι επίσης ένας πολύ σημαντικός προμηθευτής σιτηρών και λιπασμάτων σε όλον τον κόσμο. Και το κυριότερο: Ενισχύει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις της με την Κίνα, την Ινδία και τον παγκόσμιο Νότο.
Διάσημοι οικονομολόγοι, ο Ζόλταν Πόζσαρ της Credit Suisse και ο αμερικανός Μάικλ Χάντσον, προβλέπουν τώρα ένα νέο καθεστώς στο οποίο ένα άλλο νόμισμα ενδέχεται να αναδυθεί ως το νέο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο. Σύμφωνα με τον Πόζσαρ, «όταν αυτή η κρίση και ο πόλεμος τελειώσει, το αμερικανικό δολάριο δεν αποκλείεται να είναι πολύ πιο αδύναμο και, από την άλλη πλευρά, το κινεζικό γιουάν να είναι πολύ ισχυρότερο, υποστηριζόμενο από ένα σημαντικό καλάθι εμπορευμάτων και πρώτων υλών».
Η Κίνα και η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση που αποτελείται από τη Ρωσία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, τη Λευκορωσία και την Αρμενία φαίνεται να κινούνται προς ένα νέο διεθνές νομισματικό σύστημα. Μόσχα και Νέο Δελχί συζητούν την ανταλλαγή ρουβλίου-ρουπίας, με βάση την ανάγκη της Ινδίας να εισάγει ρωσικά όπλα, λιπάσματα και πετρέλαιο. Η Ινδία είχε ήδη δημιουργήσει ένα παρόμοιο σύστημα για την αγορά ιρανικού πετρελαίου σε ρουπίες. Αυτό μπορεί επίσης να δώσει ώθηση στην αύξηση των εξαγωγών της Ινδίας στη Ρωσία.
Τι προκαλεί αυτούς τους φόβους σε πολλούς Αμερικανούς οικονομολόγους; Οι μνήμες του Μπρέτον Γουντς. Η Νομισματική και Οικονομική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών, που πραγματοποιήθηκε στην πόλη Μπρέτον Γουντς, στο Νιού Χάμσιρ τον Ιούλιο του 1944 με τη συμμετοχή 44 συμμαχικών χωρών –και της τότε Σοβιετικής Ενωσης-οδήγησε στο να γίνει το δολάριο το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Το 1971, ο τότε Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον τερμάτισε το σύστημα του Μπρέτον Γουντς και αφαίρεσε τη «μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό», πράγμα που σήμαινε ότι το δολάριο υποστηρίζονταν πλέον μόνο από τις εγγυήσεις του Αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών.
Το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα στηρίχθηκε στο γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο μεγαλύτερος βιομηχανικός παραγωγός στον κόσμο,αλλά και η σημαντικότερη στρατιωτική υπερδύναμη. Το αμερικανικό νόμισμα υποστηριζόταν επίσης από το πετρέλαιο του Κόλπου-το μεγαλύτερο εμπορεύσιμο προϊόν, που τιμολογείται σε δολάρια.
Το πετρέλαιο του Κόλπου, ιδιαίτερα της Σαουδικής Αραβίας, ήταν κρίσιμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και καθοριζόταν από τη στρατιωτική τους ισχύ. Το πραξικόπημα στο Ιράν το 1953 εναντίον του τότε πρωθυπουργού Μοσαντέκ, αλλά και στο Ιράκ το 1958, όπως και οι μετέπειτα πόλεμοι στον Κόλπο, μπορούν να κατανοηθούν πιο εύκολα εάν ο κόσμος καταλάβει τη σημασία του πετρελαίου για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή ήταν η βάση του λεγόμενου «Δόγματος Κάρτερ», που επέκτεινε το «Δόγμα Μονρόε» στην περιοχή του Κόλπου.
Ξαφνικά, τώρα, η Σαουδική Αραβία ανέφερε πρόσφατα ότι μπορεί επίσης να εισπράττει από το Πεκίνο γιουάν και όχι δολάρια, για τις πωλήσεις πετρελαίου στην Κίνα. Εάν συμβεί αυτό, θα είναι η πρώτη φορά από το 1974 που η Σαουδική Αραβία θα διαθέτει πετρέλαιο σε νόμισμα διαφορετικό από το δολάριο. Αυτό θα έδινε άμεση κάλυψη στο γιουάν, καθώς περισσότερο από το 25% του συνόλου του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας πωλείται στην Κίνα.
Οσο και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει πλέον αυτάρκεις σε πετρέλαιο με την εξόρυξη του λεγόμενου σχιστολιθικού (Fracking), το στρατηγικό ενδιαφέρον τους για τον Κόλπο, δεν έχει φυσικά μειωθεί. Το αντίθετο μάλιστα, λόγω του ισχυρού ενδιαφέροντος της Κίνας. «Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία ή η εξάρτηση από τις σπάνιες γαίες και τους ημιαγωγούς από την Κίνα,ίσως πρέπει να οδηγήσει την ΕΕ σε μια “επιλεκτική επαναπαγκοσμιοποίηση”, όπως λέει ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Κορνέλ, Νίκολας Μέλντερ.