Δεκαεπτά μήνες μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας των δικαστών του τριμελούς εφετείου Κακουργημάτων, για την εγκληματική οργάνωση που δρούσε «υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος», η ιστορική απόφαση για την Χρυσή Αυγή καθαρογράφηκε και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο των αποφάσεων, ανοίγοντας πλέον τον δρόμο για τον προσδιορισμό της δίκης σε δεύτερο βαθμό.
Μέσα σε 12.746 χιλιάδες σελίδες οι δικαστές του Τριμελους Εφετείου Κακουργηματων αναλύουν το σκεπτικό τους με το οποίο έκριναν ότι η Χρυσή είναι εγκληματική οργάνωση.
Τον Οκτώβριο του 2020, μετά από πολύμηνη διαδικασία, οι δικαστές ομόφωνα έκριναν ότι ο πολιτικός σχηματισμός με το όνομα Χρυσή Αυγή είναι μία εγκληματική οργάνωση και καταδίκασε τα ηγετικά στελέχη για την διεύθυνσή της.
Σύμφωνα με τους δικαστές, η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1980 και μετεξελίχθηκε σε πολιτικό σχηματισμό κατά τα πρότυπα του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Η ναζιστική της ιδεολογία, δεν κρύβεται, όσο και εάν προσπάθησαν να το κάνουν οι κατηγορούμενοι κατά τη διάρκεια των απολογιών τους. Αυτό, προκύπτει, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Τριμελούς Εφετείου, από τα ίδια τα έγγραφα της οργάνωσης, όπως το κείμενο του Χρήστου Παππά με τίτλο χρυσή "Αυγή Όρκος 30/6/1983”, άρθρα του Ν. Μιχαλολιάκου με τίτλο "Χίτλερ για χίλια χρόνια", αλλά και πλήθος φωτογραφιών και βίντεο με ναζιστικά σύμβολα και σημαίες.
Τα χρόνια πέρασαν και η ιδεολογία δεν άλλαξε, όπως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι. Την ναζιστική ιδεολογία τους τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής την καθιστούσαν εμφανή πλην άλλων και με δερματοστιξία, όπως ο ναζιστικός αετός του Ιωάννη Λαγού, η σβάστικα του Ηλία Κασιδιάρη, το « Sieg Heil » του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, όπως και με άλλους τρόπους μεταξύ των οποίων και η εκπαίδευση ενηλίκων με το « Χάιλ Χίτλερ ».
Η οργάνωση, σύμφωνα με τους δικαστές είχε ιεαρχική δομή, με «αρχηγό» τον Νίκο Μιχαλολιάκο και δομημένη οργάνωση. Στόχος και δράση τους η δια της βίας αντιμετώπιση των ιδεολογικών τους αντιπάλων, των αλλοδαπών και των αντιφρονούντων. Η διάδοση των ιδεών τους εκδηλωνόταν μέσω των τοπικών οργανώσεων και πάντα υπό την καθοδήγηση ανώτερου στην ιεραρχία στελέχους της.
Η ιεραρχική δομή της Χρυσής Αυγής ήταν τέτοια ώστε να εξασφαλίζει όχι μόνο ότι κάθε κατώτερο όργανο θα υπακούει στις εντολές του ανώτερου, αλλά περαιτέρω ότι καμιά κομματική ενέργεια δεν θα υλοποιείται χωρίς την ρητή εκ των προτέρων εντολή του ανώτερου οργάνου που φτάνει ως την κεντρική διοίκηση. Ο αρχηγός είναι ο αδιαμφισβήτητος «άρχων», έχει την απόλυτη εξουσία και την ευθύνη των τελικών αποφάσεων. Η μετεξέλιξη ενός πυρήνα σε τοπική οργάνωση, το άνοιγμα των γραφείων, η συγκρότηση του πενταμελούς συμβουλίου διοίκησης αυτής ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της κεντρικής διοίκησης η οποία εκπροσωπείτο ανά πάσα στιγμή από τον εκάστοτε υπεύθυνο περιφέρειας. Η κεντρική διοίκηση ήξερε λοιπόν και τους επικεφαλής και τα μέλη και τους υποστηρικτές των τοπικών, έστελνε οδηγίες και λάμβανε γνώση για οποιαδήποτε πράξη των τοπικών και καμιά τοπική δεν άνοιγε καν αν δεν είχε την έγκριση του αρχηγού προσωπικά και του πολιτικού συμβουλίου. Από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι κάθε παραβίαση της ιεραρχίας επέσυρε πειθαρχικές ποινές για μέλη τα οποία παράκουσαν εντολή που δόθηκε από ανώτερο όργανο.
Και επειδή οι ίδιοι οι βουλευτές δεν θα μπορούσαν να βγουν εύκολα στο πεδίο της …μάχης, υπήρχαν επίλεκτες ομάδες υποστηρικτών, γιαυτό το σκοπό. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, έκαναν μαθήματα, άκουγαν ομιλίες, «επιμορφώνονταν», συμμετείχαν σε παραστρατιωτικά σεμινάρια και εκπαιδεύσεις, έφεραν ομοιόμορφη στρατιωτική ενδυμασία, κατείχαν σχεδόν όλοι παράνομα όπλα και επιτίθετο σε συγκεκριμένες ομάδες - στόχους. Στα εξωτερικά γραφεία της Χρυσής Αυγής οι ομάδες αυτές αναφέρονται ως ομάδες ασφαλείας, σε μπλούζες Χρυσαυγιτών αναγράφεται ομάδες κρούσης, οι μάρτυρες τις αποκαλούσαν τάγματα εφόδου, ενώ οι κατηγορούμενοι ομάδες περιφρούρησης.
Οι επιθέσεις τους είχαν πάρα πολλά κοινά στοιχεία, όπως αριθμός δραστών υπέρτερος απέναντι στα θύματα, μπλούζες Χρυσής Αυγής και πολλές φορές δήλωση ταυτότητας, μαχαίρια, κοντάρια, ξύλα και σίδερα ως όπλα, γρήγορος χρόνος εκτέλεσης 10 με 15 λεπτά, συχνά παράγγελμα τέλους επίθεσης και τα θύματα ήταν πάντα ιδεολογική αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής οι μετανάστες. Αυτό ήταν το modus operandi των ομάδων αυτών οι επιθέσεις των οποίων σημειώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Τα μέλη των ομάδων αυτών εξασκούντο με όπλα διαφόρων ειδών και τύπων με σκοπό να εκπαιδευτούν και να εξοικειωθούν με αυτά. Για το δικαστήριο βασικό ρόλο εκπαιδευτή είχε ο Ηλίας Κασιδιάρης, ρόλο τον οποίο του είχε αναθέσει ο ίδιος ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος με δήλωσή του στο ξενοδοχείο Στάνλεϊ όπου ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κασιδιάρης θα αναλάβει το κομμάτι της ιδεολογίας και εκπαίδευση στελεχών του κόμματος.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, σύμφωνα πάντα με το σκεπτικό της απόφασης, ήταν έγκλημα στοχευμένο και οργανωμένο. Αυτό προκύπτει από τον τρόπο δράσης της οργάνωσης αλλά και από την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας νεκροτομής του θύματος.
Χτυπήματα και τραύματα παντού, εκείνα που διαπιστώθηκαν στη ράχη, στο μέτωπο, στα δάχτυλα και στις παλάμες του θύματος, αποδεικνύουν ότι το θύμα δέχτηκε επίθεση και χτυπήματα από τα μέλη της Χρυσής Αυγής, πριν το θανάσιμο τραυματισμό του.
Ο Παύλος Φύσσας δεν πρόλαβε να αντιδράσει απέναντι στον Ρουπακιά, ο οποίος ενεργώντας βάση σχεδίου κινήθηκε πράγματι κυκλωτικά, σε σχέση με τους υπόλοιπους επιτιθέμενους Χρυσαυγίτες που με τα αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων σε βάρος του Παύλου Φύσσα, ανέμεναν το Ρουπακιά να έρθει από διαφορετική κατεύθυνση και να αιφνιδιάσει τον Παύλο Φύσσα όπως και έγινε. Σημαντική σημείωση ότι ο Ρουπακιάς δεν είχε κανένα προηγούμενο ή διαμάχη με το θύμα. Εξάλλου όπως προκύπτει από τις συνομιλίες των μελών της Χρυσής Αυγής ο άτυχος Παύλος ήταν «στόχος» της Χρυσής Αυγής στον Πειραιά. Το κίνητρο ήταν καθαρά ιδεολογικό και πολιτικό.
Για τους υπόλοιπους 15 συγκατηγορούμενους του που καταδικάστηκαν για συνεργεία στην ανθρωποκτονία ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, το δικαστήριο έκρινε ότι δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την τέλεση του κακουργήματος και συγκεκριμένα κλίμα γενικότερης σύγχυσης και οχλαγωγίας, έντασης και εκφοβισμού του ευρισκομένου το σημεία αυτού Παύλο Φύσσα καθώς και της ολιγομελούς παρέας του, στην οποία συμμετείχαν και δύο νεαρές γυναίκες, με τον προπηλακισμό τούτων με ιαχές και ύβρεις καθώς και με τον ξυλοδαρμό τους εκ μέρους κάποιων από το τάγμα εφόδου, με αποτέλεσμα της συμπεριφοράς τους αυτής, που συνιστούσε προετοιμασία εδάφους για την καίρια και μοιραία παρέμβαση του Ρουπακιά, ο Παύλος Φύσσας να εγκλωβιστεί από αυτούς και έτσι να καταστεί ευάλωτος, ενώ παράλληλα ενδυνάμωσαν και ενθάρρυναν ψυχικά το Γ. Ρουπακιά, ο οποίος έχοντας πλέον την αίσθηση της αριθμητικής υπεροχής, της δύναμης και της ασφάλειας, έπληξε τον Παύλο Φύσσα αιφνιδιαστικά και απρόκλητα, επανειλημμένως στο αριστερό ημιθωράκιο, με συνέπεια εκ των πραγμάτων αυτών ως μόνη και αποκλειστική αιτία να επέλθει ο θάνατος του. Χωρίς τα άτομα αυτά ο Ρουπακιάς δεν θα πήγαινε μόνος του στο Κοράλλι, δεν θα τολμούσε μόνος του να μαχαιρώσει εν ψυχρώ το Φύσσα, με τον οποίο δεν είχε καμία διαφορά.
Μετά την δημοσιοποίηση της καθαρογραμμένης απόφασης του δικαστηρίου, "ανάβει" το πράσινο φως για διεξαγωγή της δίκης σε δεύτερο βαθμό.
naftemporiki.gr