Γράφει ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος
Γράφει ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται οι κύριοι λόγοι για τους οποίους οι ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών που έγιναν κατά την περίοδο της κρίσης ήταν αναγκαίες, αλλά και οι σημαντικές ωφέλειες που έχουν προκύψει από την ολοκλήρωσή τους, τόσο για την πραγματική οικονομία όσο και για τις τράπεζες.
Οι προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ελληνικός τραπεζικός τομέας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 13 ετών ήταν χωρίς προηγούμενο και διαμόρφωσαν, ιδιαίτερα κατά το διάστημα 2010-15, συνθήκες διαταραχής της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, η δραματική μείωση της ρευστότητας, ο αποκλεισμός από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και χρήματος και οι περιορισμοί στο καθεστώς κίνησης κεφαλαίων (για περίοδο τεσσάρων ετών περίπου) αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα κύρια ζητήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν κυρίως οι Ελληνικές Αρχές και ειδικότερα η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσμοί και κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ζώνης του ευρώ. Ως γνωστόν, κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν αντιμετώπισε μόνο η Ελλάδα. Από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι τις μέρες μας, μία σειρά ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) χωρών βίωσαν συνθήκες χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Είναι επίσης ευρέως αποδεκτό ότι σε αντίθεση με την εμπειρία άλλων χωρών (π.χ. Ιρλανδία, Κύπρος, Ισπανία), στη χώρα μας ο τραπεζικός κλάδος δεν ήταν το αίτιο της κρίσης. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται οι κύριοι λόγοι για τους οποίους οι ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών που έγιναν κατά την περίοδο της κρίσης ήταν αναγκαίες, αλλά και οι σημαντικές ωφέλειες που έχουν προκύψει από την ολοκλήρωσή τους, τόσο για την πραγματική οικονομία όσο και για τις τράπεζες. Η πλήρης προστασία των καταθέσεων, ασχέτως εάν ανήκουν σε νοικοκυριά ή επιχειρήσεις, η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας, η ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, η διαμόρφωση συνθηκών επανόδου των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και χρήματος και η σημαντική συγκράτηση της απομόχλευσης των τραπεζικών χορηγήσεων αποτέλεσαν, και αποτελούν, τις κυριότερες επιδιώξεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε όλους αυτούς τους τομείς τα οφέλη υπήρξαν ορατά και σημαντικά. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων αρκετών ετών έχει διαμορφωθεί μία μάλλον αρνητική κριτική, η οποία αποσιωπά τα θετικά σημεία των προσπαθειών αναδιάταξης του τραπεζικού τοπίου και λειτουργεί αντίθετα προς τις αναγκαίες συνθήκες πλήρους αποκατάστασης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ευελπιστώ ότι το παρόν άρθρο θα καταστήσει σαφή τα οφέλη από τις μέχρι στιγμής ολοκληρωθείσες ενέργειες στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, καθώς και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος σήμερα.
Η αποτίμηση της εξέλιξης των διαφόρων φάσεων ανακεφαλαιοποίησης προϋποθέτει την απάντηση σε μια σειρά ερωτημάτων:
Ιδιαίτερη σημασία έχει φυσικά και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών οι Ελληνικές Αρχές προχώρησαν σε ουσιαστικές παρεμβάσεις για το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους: δημιουργία και ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς δανείων, ενιαίο πτωχευτικό πλαίσιο και υποδομές ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, αποτελούν μερικές από τις πολλές πρωτοβουλίες που έγιναν με γνώμονα την αναδιάρθρωση και εκκαθάριση δανείων σε καθυστέρηση.
Αίτια για τις Φάσεις Ανακεφαλαιοποίησης στην περίοδο 2013-2015
Στα τέλη του 2009 το σύνολο των ελληνικών τραπεζών εμφάνιζε ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη:
Οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στην Ελλάδα προέκυψαν από άλλους παράγοντες, που σχετίζονταν με τις ήδη αυξανόμενες από πριν ανισορροπίες, δηλαδή τα μεγάλα δίδυμα ελλείμματα, την αύξηση δημοσίου χρέους και την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας. Συγκεκριμένα, από τα τέλη του 2009 και αργότερα οι τράπεζες αντιμετώπισαν μία σειρά από ιδιαίτερα αρνητικές επιδράσεις:
Σε αυτό το δεδομένο πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος και η κυβέρνηση προέβησαν σε σειρά ενεργειών που αποσκοπούσαν στη θωράκιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ασφάλειας των καταθέσεων. Μεταξύ των ενεργειών αυτών, κρίσιμη σημασία είχαν:
Το κύριο γενεσιουργό αίτιο των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών ήταν οι ζημίες στα χαρτοφυλάκια δανείων. Αναμφισβήτητα, οι ζημίες από το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI) αποτέλεσαν κύριο προσδιοριστικό παράγοντα κατά την περίοδο 2012-13, όμως οι ζημίες αυτές δεν ήταν επαναλαμβανόμενες και καλύφθηκαν πλήρως. Κατά συνέπεια, δυνητικές ζημίες ήταν δυνατόν να προκύψουν κατά κύριο λόγο από αρνητικές μεταβολές στην αξία των δανείων.
Η αξία των δανείων με τη σειρά της εξαρτάται κυρίως από δύο παράγοντες:
Οι παράγοντες αυτοί άσκησαν ισχυρές πιέσεις στη ρευστότητα και την κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών, απειλώντας τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι ελληνικές τράπεζες είχαν σχηματίσει υψηλές προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις διαρκώς διευρυνόμενες ζημίες από τα δανειακά χαρτοφυλάκια. Ειδικότερα στην τριετία 2013-2015, οι προβλέψεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών σε ετήσια βάση κυμαίνοταν συνήθως από 2,5% έως 6% της ονομαστικής αξίας του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, με αποτέλεσμα οι ζημίες αυτές να διαβρώνουν την κεφαλαιακή τους βάση. Η προσαρμογή των εποπτικών κεφαλαίων (μέσω των διαδικασιών ανακεφαλαιοποίησης) διατήρησε τους σχετικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο υψηλότερο του ελάχιστου αποδεκτού, και κατά συνέπεια ικανοποιούσε τους όρους και τις προϋποθέσεις για παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο παροχής ρευστότητας, επιτεύχθηκε, παρά τις γενικότερες οικονομικές δυσκολίες, η διατήρηση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όλα αυτά τα χρόνια.
Η ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτελεί, ως διαδοχική σειρά ασκήσεων αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, μία από τις κυριότερες τομές που πραγματοποιή - θηκαν στην ελληνική οικονομία από τις αρχές της κρίσης έως τις μέρες μας.
Η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών επέτρεψε:
Την αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα μέσω απάλειψης πλεονάζοντος δυναμικού των τραπε - ζικών δικτύων.
Τον περιορισμό της συμμετοχής του δημόσι - ου τομέα.
Τη διατήρηση και ενδυνάμωση του εταιρικού ελέγχου μέσω της συμμετοχής ιδιωτών. Η αναδιάταξη του τραπεζικού χώρου δεν περιορίσθηκε μόνο στην ανακεφαλαιοποίηση συστημικών και μη τραπεζών ή στην εξυγίανση επτά εμπορικών (Μέτρα εξυγίανσης στις τράπε - ζες: Proton Bank, TBank, Αγροτική Τράπεζα, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, FBB, Probank, Πανελλήνια Τράπεζα) και άλλων επτά συνε - ταιριστικών τραπεζών (Μέτρα εξυγίανσης στις συνεταιριστικές τράπεζες: Αχαϊκή, Λαμίας, Λέσβου-Λήμνου, Δυτικής Μακεδονίας, Δωδεκανήσου, Ευβοίας και Πελοποννήσου).
Ένα επιπρόσθετο ζήτημα που αντιμετωπίσθηκε ήταν αυτό της ομαλής εξόδου από την εγχώρια αγορά των ξένων τραπεζών ως αποτέλεσμα της κρίσης. Στο διάστημα 2012-13 έξι συνολικά τράπεζες (Credit Agricole, Société Générale, Millennium, Τράπεζα Κύπρου, Λαϊκή Marfin, Ελληνική Τράπεζα) απεσύρθησαν. Από τις περιπτώσεις αυτές, ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι χειρισμοί για τις δραστηριότητες των κυπρια - κών τραπεζών στην Ελλάδα. Μετά την απόφαση που έλαβε στις 15 Μαρτίου 2013 το Eurogroup για την Κύπρο, ο ρόλος της ελληνικής κυβέρνησης μέσω του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος υπήρξε καθοριστικός ως προς τη δια - σφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ελλάδα.
Με συντονισμένες ενέργειες, σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση, την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και ελληνικά πι - στωτικά ιδρύματα, το υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος διασφάλισαν με διαγωνιστική διαδικασία την ομαλή μεταβίβαση στην Τράπεζα Πειραιώς των λειτουργιών των κυπριακών υποκαταστημάτων στην Ελλάδα. Το εξαιρετικά σύνθετο εγχείρημα της αποκο - πής των υποκαταστημάτων από τις κυπριακές τράπεζες και της αναδοχής από την Τράπεζα Πειραιώς στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού τους, ολοκληρώθηκε με επιτυχία σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, επιτρέποντας: (α) να εξαιρεθούν πλήρως οι καταθέτες στην Ελλάδα από απομείωση της αξίας ή προσωρινή δέσμευση των αποταμιεύσεών τους, κάτι που υπέστησαν οι καταθέτες στην Κύπρο, (β) να συνεχιστεί ομαλά η εξυπηρέτηση των εν Ελλάδι πελατών των πρώην κυπριακών υποκα - ταστημάτων και, το σπουδαιότερο, (γ) να εκμηδενιστεί εν τη γενέσει της οποιαδή - ποτε πιθανότητα μετάδοσης κραδασμών από το κυπριακό στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τέλος, είναι αναγκαίο να σημειωθεί η στήρι - ξη των τραπεζών σε θέματα ρευστότητας μέσω του Ευρωσυστήματος. Η δυνατότητα χρηματο - δότησης από το Ευρωσύστημα χωρίς ποσοτικό περιορισμό, η οποία αποτελεί το βασικότερο μη συμβατικό μέτρο νομισματικής πολιτικής στη Ζώνη του ευρώ, διευκόλυνε σημαντικά τη ρευ - στότητα των ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο, το ύψος της χρηματοδότησης, την οποία μπορού - σαν να αντλήσουν οι ελληνικές τράπεζες προ - σφεύγοντας στα μέσα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, περιοριζόταν από το ότι η αξία των αποδεκτών εξασφαλίσεων που αυτές διέθεταν απομειωνόταν επί μακρόν λόγω της κρίσης. Άλλωστε, κατά περιόδους, τα κυριότερα εμπορεύσιμα στοιχεία στο χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών (τα χρεόγραφα του Ελλη - νικού Δημοσίου) έπαυαν να γίνονται αποδεκτά ως εξασφαλίσεις από το Ευρωσύστημα. Η χρηματοδότηση αυτή δόθηκε για να αντι - σταθμιστούν η μείωση και η απόσυρση κατα - θέσεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, αλλά και η απομείωση της αξίας του αποδεκτού για πράξεις νομισματικής πολιτικής ενεχύρου, εν μέσω συνθηκών αδυναμίας των τραπεζών να προσφύγουν στις αγορές για την άντληση κεφαλαίων. Το γεγονός ότι η κεντρική τράπε - ζα στήριξε ευρέως την παροχή ρευστότητας συνέβαλε στη διασφάλιση της χρηματοπιστω - τικής σταθερότητας. Συνέβαλε επίσης σε πολύ ηπιότερο ρυθμό περιορισμού της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από εκείνον της συρρίκνωσης της καταθετικής βάσης των τραπεζών. Στον βαθμό αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος συνέβαλε σημα - ντικά στον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσε - ων της κρίσης χρέους και της δημοσιονομικής προσαρμογής στην οικονομική δραστηριότητα.
Υλοποίηση Τριών Διαδοχικών Φάσεων Ανακεφαλαιοποίησης
Συχνά ασκείται κριτική ότι η μία φάση ανα - κεφαλαιοποίησης διαδέχεται την άλλη σε μια ατέρμονη διαδικασία. Η κριτική αυτή δεν είναι ορθή, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη ότι η κρίση συνεχίστηκε επί μακρόν, και ως εκ τούτου οι ελληνικές τράπεζες συμμετείχαν σε ασκήσεις προσομοίωσης (stress tests) και επισκόπησης ποιότητας περιουσιακών στοιχείων (asset quality review) οκτώ φορές κατά την περίοδο 2010-2021, προκειμένου να διαπιστωθεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια:
1. Πανευρωπαϊκή Άσκηση Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, 2010
2. Πανευρωπαϊκή Άσκηση Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, 2011
3. Εκτίμηση Κεφαλαιακών Αναγκών από την Τράπεζα της Ελλάδος, 2012
4. Εκτίμηση Κεφαλαιακών Αναγκών από την Τράπεζα της Ελλάδος, 2014
5. Πανευρωπαϊκή Άσκηση Συνολικής Αξιολόγησης από την ΕΚΤ, 2014