«Η Λίγκα των Ευγενών Αγροίκων» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν διστάζει ν’ αφηγηθεί την τραγελαφική εκδοχή της ζωής που δεν εξωραΐζεται από μεγαλειώδεις και ρομαντικές ιδέες ούτε από την επίκληση βαθύτερων και υπερβατικών νοημάτων στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
«Η Λίγκα των Ευγενών Αγροίκων» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν διστάζει ν’ αφηγηθεί την τραγελαφική εκδοχή της ζωής που δεν εξωραΐζεται από μεγαλειώδεις και ρομαντικές ιδέες ούτε από την επίκληση βαθύτερων και υπερβατικών νοημάτων στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Εδώ, περιγράφεται η ζωή όπως είναι – µια περιπέτεια χωρίς κανόνες. Η οποία ξετυλίγεται μέσα στο κακοφορμισμένο κοινωνικό περιβάλλον του εκπολιτισμού των ενστίκτων: σ’ αυτό, η νομιμότητα, η εντιμότητα, η ηθική αριστεία και αρετή και τα ευγενή συναισθήματα εκπίπτουν ή παραμερίζονται, και στη θέση τους ανορθώνονται η έλλειψη γούστου, η υποκρισία, η εξουσία που επιβραβεύει και προστατεύει τη διαπλοκή και την κάθε λογής παρανομία, ο ατομισμός, τα λαδώματα, οι εκπορνεύσεις και οι συναλλαγές κάτω από το τραπέζι.
Στο μυθιστόρημα, τον ρόλο των στρεβλών συνειδήσεων και των εκπολιτισμένων ενστίκτων αναλαμβάνουν οι «ευγενείς αγροίκοι», µια ομάδα από παρίες που οι ευτελείς ζωές τους χορογραφούνται ως µια λαϊκή οπερέτα των υψηλών τους επιδιώξεων, και δίνουν στον αναγνώστη έναν συνοπτικό «οδηγό χρήσης της παρακμής». Πού καταλήγει όλο αυτό; Στην αυτοσαρκαστική αυτογνωσία ότι εκείνο που μετράει στη ζωή είναι ο αισθητισμός της: όχι τα μεγάλα λόγια αλλά οι εκλεπτυσμένες απολαύσεις, χωρίς να λογαριάσει κανείς το τίμηµά τους και κατανοώντας ότι δεν έχουν κάνα ιδιαίτερο νόημα πέραν του αυτονόητου.
Φακατσέλης, Αχιλλέας Συγγραφέας
Η μόνη δουλειά που ‘κανα στη ζωή µου ήταν δημοσιογράφος σε µια εποχή που υπήρχε ακόμα περιθώριο να μπορούν τ’ αγύριστα κεφάλια κι οι εχθροί του καριερισμού να γράφουν µε τον νου στην κοινωνία κι όχι στην τσέπη τους. Σχεδόν τριάντα χρόνια στην Ελευθεροτυπία έτσι έγραφα, μένοντας στον βασικό μισθό πάντα, µα πέρασα καλά, ένας διευθυντής µε σάρκασε κάποτε πως έκανα το χόμπι µου επάγγελμα! Έμεινα στις επάλξεις μέχρι που κλείσανε την εφημερίδα κι έπαψε η γραφή µου. Μετά, είπα να πιάσω άλλη τέχνη, µα πάντα µ’ αυτό τον σκοπό, να μιλώ σε αγνώστους. Έτσι άρχισα να γράφω μυθιστορήματα, να λέω µε φαντασίες τις αλήθειες που θέλω να πω. Το πρώτο µου μυθιστόρημα, το ΤΥΦΛΟ ΦΩΣ, κυκλοφόρησε το 2019, γεγονός που µε δίδαξε τη μεγάλη αξία της διάθεσης και διανομής του σκέπτεσθαι, παιχνίδι που το ‘χα για εύκολο µα δεν είναι. Γενικώς, ταξίδεψα κάμποσο στην Ελλάδα µα κι έξω, ακόμα κι υπερπόντια, για τη δημοσιογραφία αλλά και γι’ άλλους σκοπούς, ανθρωπινότερους, µα για τουρισμό, ποτέ! Με την πολιτική καταπιάστηκα μένοντας μακριά της, γίνηκα όπως ένας θεατής θεάτρου που δεν του αρέσει το έργο κι όταν εξέρχεται της αιθούσης λέει στους άλλους πόσο κακό ήτανε.
Έμεινα μακριά κι απ’ το μάρκετινγκ, αρνούμενος μέχρι κι ένα βραβείο που µου δόθηκε ερήμην µου. Διότι εμένα δεν µ’ άρεσε να σέρνω διακρίσεις που δίνουν άλλοι άνθρωποι, για να φαινόμαστε ανώτεροι αναμεταξύ µας όλοι. Τέτοιο στραβόξυλο έφυγα έφηβος απ’ τα Γιάννενα όπου γεννήθηκα πριν από αρκετές δεκαετίες και μονάχα περαστικός ξαναβρέθηκα εκεί, κι ούτε καίγομαι να επιστρέψω στις ρίζες µου, τις πήρα και τις κρατώ μαζί µου, έχω μνήμες ωραίες, κι αυτό µου φτάνει – γιατί να ξαναδώ τον τόπο µου φορώντας τα γυαλιά της μεγάλης ηλικίας πλέον; Οι κάτι άλλες λεπτομέρειες της ζωής µου δεν νοιάζουν κανέναν. Κι ό,τι είπα το είπα για να δουν όσοι µε πιάσουν στα χέρια τους πώς έζησα, άρα µε ποιον έχουν να κάνουν και τι σόι πράματα μπορεί να διαβάσουν γραμμένα από έναν τέτοιο άνθρωπο.