Καθώς τα ρωσικά τανκς έχουν ανοίξει πυρ κατά της Ουκρανίας με εντολή ενός αυταρχικού προέδρου, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ουκρανοί δεν είναι οι μόνοι που λαχταρούν τη δημοκρατία. Και οι Ρώσοι έχουν βγει στους δρόμους -με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο- για να διαμαρτυρηθούν για την άκρως επιθετική πράξη του Βλαντιμίρ Πούτιν και δίνουν μια δύσκολη μάχη σε μια χώρα που δεν της δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να γίνει δημοκρατική.
Από την έντυπη έκδοση
Της Καταρίνα Πίστορ*
Καθώς τα ρωσικά τανκς έχουν ανοίξει πυρ κατά της Ουκρανίας με εντολή ενός αυταρχικού προέδρου, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ουκρανοί δεν είναι οι μόνοι που λαχταρούν τη δημοκρατία. Και οι Ρώσοι έχουν βγει στους δρόμους -με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο- για να διαμαρτυρηθούν για την άκρως επιθετική πράξη του Βλαντιμίρ Πούτιν και δίνουν μια δύσκολη μάχη σε μια χώρα που δεν της δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να γίνει δημοκρατική. Όταν υπήρξε μια τέτοια ευκαιρία, ανατράπηκε όχι από τον Πούτιν και το κλεπτοκρατικό περιβάλλον του, αλλά από τη Δύση. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πριν από 30 χρόνια, Αμερικανοί οικονομικοί σύμβουλοι έπεισαν τους ηγέτες της Ρωσίας να επικεντρωθούν στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και να αφήσουν τη δημοκρατία για το τέλος - ούτως ώστε ο Πούτιν θα μπορούσε εύκολα να την αφανίσει όταν θα ερχόταν η ώρα.
Δεν πρόκειται για ασήμαντο ιστορικό ενδεχόμενο. Αν η Ρωσία είχε γίνει δημοκρατία, δεν θα υπήρχε λόγος να μιλάμε για το ΝΑΤΟ και την επέκτασή του προς τα ανατολικά, ούτε για εισβολή στην Ουκρανία, ούτε για το εάν η Δύση οφείλει μεγαλύτερο σεβασμό στον ρωσικό πολιτισμό. Ας δούμε τη σειρά των γεγονότων. Τον Νοέμβριο του 1991, το Ρωσικό Ανώτατο Σοβιέτ (Κοινοβούλιο) έδωσε στον τότε Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν έκτακτες εξουσίες και 13μηνη εντολή να ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις. Εν συνεχεία, τον Δεκέμβριο του 1991, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε επίσημα με τη Συμφωνία του Μπελοβέζ, που δημιούργησε την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών. Η Ρωσία, η Λευκορωσία και η Ουκρανία διακήρυξαν σεβασμό η μία για την ανεξαρτησία της άλλης.
Περιτριγυρισμένος από μια μικρή ομάδα Ρώσων μεταρρυθμιστών και Δυτικών συμβούλων, ο Γέλτσιν χρησιμοποίησε αυτή τη μοναδική ιστορική στιγμή για να ξεκινήσει ένα άνευ προηγουμένου πρόγραμμα οικονομικής «θεραπείας σοκ». Οι τιμές απελευθερώθηκαν, τα σύνορα άνοιξαν και ξεκίνησε η ταχεία ιδιωτικοποίηση - όλα με προεδρικό διάταγμα. Κανείς στον κύκλο του Γέλτσιν δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει αν αυτό ήθελαν οι πολίτες της Ρωσίας. Και κανείς δεν σταμάτησε να σκεφτεί ότι οι Ρώσοι μπορεί πρώτα να ήθελαν μια ευκαιρία να αναπτύξουν υγιή συνταγματικά θεμέλια για τη χώρα τους ή να διατυπώσουν μέσω εκλογών την προτίμησή τους για το ποιος θα τους κυβερνήσει. Οι μεταρρυθμιστές και οι Δυτικοί σύμβουλοί τους απλά αποφάσισαν -και μετά επέμειναν- ότι οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς πρέπει να προηγούνται των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Οι αρχές της Δημοκρατίας θα καθυστερούσαν ή ακόμη και θα υπονόμευαν τη χάραξη οικονομικής πολιτικής. Μόνο με γρήγορες κινήσεις θα έμπαινε η Ρωσία σε έναν δρόμο οικονομικής ευημερίας και οι κομμουνιστές θα έμεναν οριστικά εκτός εξουσίας. Με ριζικές μεταρρυθμίσεις αγοράς, ο ρωσικός λαός θα έβλεπε χειροπιαστές αποδόσεις και θα λάτρευε αυτομάτως τη δημοκρατία.
Δεν επρόκειτο όμως να γίνει έτσι. Η προεδρία του Γέλτσιν αποδείχτηκε μια ανεξέλεγκτη καταστροφή - οικονομικά, κοινωνικά, νομικά και πολιτικά. Η αναμόρφωση μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας σοβιετικού τύπου σε διάστημα μόλις 13 μηνών αποδείχθηκε αδύνατη. Η απελευθέρωση των τιμών και του εμπορίου από μόνη της δεν δημιούργησε αγορές. Αυτό θα απαιτούσε νομικούς θεσμούς, αλλά δεν υπήρχε χρόνος να δημιουργηθούν. Πράγματι, οι ακραίες ελλείψεις εξαφανίστηκαν και οι λαϊκές αγορές ξεπήδησαν παντού. Αλλά αυτό απέχει πολύ από το να δημιουργηθεί το είδος των αγορών που απαιτούνται για τη διευκόλυνση της κατανομής των πόρων στους οποίους βασίζονται οι εταιρείες και τα νοικοκυριά. Επιπλέον, η «θεραπεία σοκ» πυροδότησε τόσο σοβαρές και ξαφνικές κοινωνικές και οικονομικές αναταραχές που έστρεψε το κοινό ενάντια στις μεταρρυθμίσεις και τους μεταρρυθμιστές. Το Ανώτατο Σοβιέτ αρνήθηκε να επεκτείνει τις εξουσίες του Γέλτσιν και αυτό που συνέβη στη συνέχεια θα προετοίμαζε το έδαφος για την άνοδο της αυταρχικής προεδρίας στη Ρωσία.
Ο Γέλτσιν και οι σύμμαχοί του αρνήθηκαν να τα παρατήσουν. Κήρυξαν παράνομο το υπάρχον ρωσικό σύνταγμα του 1977 και ο Γέλτσιν προχώρησε στην ανάληψη της εξουσίας μονομερώς, ζητώντας ταυτόχρονα και δημοψήφισμα για να νομιμοποιήσει την κίνηση. Όμως το συνταγματικό δικαστήριο και το Κοινοβούλιο αρνήθηκαν να υποχωρήσουν και ακολούθησε βαθιά πολιτική κρίση. Τελικά, η αντιπαράθεση επιλύθηκε με τανκς, από τα οποία ο Γέλτσιν ζήτησε να διαλύσουν το ρωσικό κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του 1993, αφήνοντας 147 νεκρούς. Σίγουρα, πολλά μέλη του κοινοβουλίου ήταν αντίπαλοι του Γέλτσιν και της ομάδας του και ίσως ήθελαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω.
Όμως ο Γέλτσιν ήταν αυτός που δημιούργησε ένα επικίνδυνο προηγούμενο για το πώς θα επιλύονταν οι διαφορές για το μέλλον της χώρας. Τα τανκς, όχι η ψήφος, θα αποφάσιζαν. Και ο Γέλτσιν δεν σταμάτησε εκεί. Θέσπισε επίσης ένα σύνταγμα που κατοχύρωνε έναν ισχυρό πρόεδρο με ισχυρά διατάγματα και εξουσίες βέτο, χωρίς σοβαρούς ελέγχους και ισορροπίες.
Τον Δεκέμβριο του 1993, το νέο σύνταγμα εγκρίθηκε με δημοψήφισμα, το οποίο διεξήχθη από κοινού με τις εκλογές για το νέο Κοινοβούλιο. Οι υποψήφιοι του Γέλτσιν υπέστησαν μια τεράστια ήττα. Όμως, με τις νέες συνταγματικές εξουσίες του προέδρου διασφαλισμένες, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν. Ο Γέλτσιν «επανεξελέγη» το 1996 μέσω μιας χειραγωγημένης διαδικασίας που σχεδιάστηκε στο Νταβός και ενορχηστρώθηκε από τους νεοσύστατους Ρώσους ολιγάρχες. Τρία χρόνια αργότερα, ο Γέλτσιν έκανε τον Πούτιν πρωθυπουργό και τον έχρισε διάδοχό του.
Ο εκδημοκρατισμός της Ρωσίας μπορεί να ήταν πάντα μακρινός στόχος, δεδομένης της ιστορίας της συγκεντρωτικής εξουσίας της χώρας. Αλλά θα άξιζε μια δοκιμή. Η άστοχη ιεράρχηση των οικονομικών στόχων έναντι των δημοκρατικών διαδικασιών αποτελεί μάθημα και πέραν της Ρωσίας. Επιλέγοντας τον καπιταλισμό έναντι της δημοκρατίας ως θεμέλιο για τον μετά ψυχροπολεμικό κόσμο, η Δύση έθεσε σε κίνδυνο τη σταθερότητα, την ευημερία και, όπως βλέπουμε τώρα ξανά στην Ουκρανία, την ειρήνη και τη δημοκρατία - και όχι μόνο στην Ανατολική Ευρώπη.
* Η Καταρίνα Πίστορ, καθηγήτρια Συγκρητικού Δικαίου στο Columbia Law School, είναι συγγραφέας του «O Kώδικας του Κεφαλαίου: Πώς ο νόμος δημιουργεί πλούτο και ανισότητα» (Princeton University Press, 2019)