Η κριτική στα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των ανατιμήσεωνστην αγορά εντοπίστηκε κυρίως στο χαμηλό ύψος των επιδοτήσεων και στον περιορισμένο αριθμό των δικαιούχων τους.
Του Γιάννη Μυλόπουλου*
Η κριτική στα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των ανατιμήσεωνστην αγορά εντοπίστηκε κυρίως στο χαμηλό ύψος των επιδοτήσεων και στον περιορισμένο αριθμό των δικαιούχων τους.
Πράγματι, τα μόλις 13 ευρώ επιδότησηςγια τη βενζίνη το μήνα δεν είναι παρά μια σταγόνα στον ωκεανό της ακρίβειας.
Κι ακόμη χειρότερα, όταν αυτή η σταγόνα απευθύνεται μόνο σε νοικοκυριά με οικογενειακό εισόδημα μέχρι 30.000 ευρώ, αφήνοντας τη μεσαία τάξη, τη συντριπτική δηλαδή πλειοψηφία της κοινωνίας αβοήθητη, τα μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν επαρκή και αποτελεσματικά.
Ακόμη όμως και στο ενδεχόμενο που η επιδότηση της βενζίνης ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από 13 ευρώ και ακόμη και αν απευθύνονταν σε περισσότερους δικαιούχους με μεγαλύτερο οικογενειακό εισόδημα, είναι βέβαιο ότι οι επιδοτήσεις δεν θα έλυναν το πρόβλημα της ακρίβειας. Οι χαμηλοί μισθοί της συντριπτικής πλειοψηφίας των καταναλωτών, συγκρινόμενοι με τις απογειωμένες τιμές των καυσίμων, του ρεύματος και των προϊόντων πρώτης ανάγκης, θα εξακολουθούσαν να μη φτάνουν για να βγει ο μήνας.
Το μόνο που θα επιτύγχαναν οι επιδοτήσεις, ακόμη κι αν ήταν μεγαλύτερες, θα ήταν να συντηρήσουν την ακρίβεια στην αγορά.Αφού οι επιδοτήσεις καταλήγουν τελικά στα ταμεία των κερδοσκόπων, ενώ ένα μέρος τους επιστρέφει πάλι στο κράτος μέσω των υψηλών φόρων.
Οι επιδοτήσεις δεν λύνουν το πρόβλημα των ανατιμήσεων γιατί η διάγνωση που προηγήθηκε της θεραπείας δεν ήταν σωστή.
Ο πρωθυπουργός απέδωσε τις ανατιμήσεις στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Όταν όμως ο πόλεμος ξέσπασε στα τέλη του Φεβρουαρίου και οι ανατιμήσεις είχανκάνει την εμφάνισή τους από το καλοκαίρι ακόμη, είναι περισσότερο από φανερό ότι οι αιτίες του προβλήματος βρίσκονται αλλού.
Συγκεκριμένα, όταν ο πληθωρισμός ήδη από τον Δεκέμβριο ακόμη είχε ανέβειστο 5,1%, όταν τον Ιανουάριο βρίσκονταν στο 6,2% και τον Φεβρουάριο ίπτατο στο 7,2%, πόσο έξυπνο είναι η ακρίβεια να αποδίδεται σε έναν πόλεμο που ξεκίνησε μόλις στις 24 Φεβρουαρίου;
Όσο για τις δικαιολογίες που ακούστηκαν, ότι δήθεν η αγορά γνώριζε από τον Οκτώβριο ακόμη ότι τον ερχόμενο Φεβρουάριο θα ξέσπαγε πόλεμος στην Ουκρανία και γι’ αυτό άρχισαν οι ανατιμήσεις της ενέργειας από τον Αύγουστο, εκτός από γέλιο, δεν έχουν τίποτε άλλο να προσφέρουν.
Δεν είναι ο πόλεμος η αιτία των ανατιμήσεων. Μπορεί ο πόλεμος να επιδεινώσειτην ακρίβεια στο μέλλον, μια και όπως φαίνεται δεν έχουμε ακόμη δει τα χειρότερα, αλλά πάντως δεν αποτελεί την αιτία του προβλήματος.
Ούτε όμως η διάγνωση που γίνονταν πριν από τον πόλεμο, ότι δηλαδή η ακρίβεια οφείλεται αποκλειστικά στη διεθνή συγκυρία, ήταν απόλυτα σωστή.
Γιατί ανπράγματι,οι ανατιμήσεις οφείλονταν αποκλειστικά στη διεθνή ενεργειακή κρίση, τότε αυτό θα έπρεπε να σημαίνει ότι παντού, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε, οι τιμές της ενέργειας θα διαμορφώνονταν περίπου στα ίδια επίπεδα.
Όμως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι οι τιμές στην Ευρώπη διαμορφώνονται ανάλογα με τα μέτρα που παίρνουν ή και ακόμη που δεν παίρνουν, όπως στην περίπτωσή μας, οι κυβερνήσεις.
Η Ελλάδα, η κυβέρνηση της οποίας περιμένοντας την αγορά να αυτορυθμιστεί δεν παίρνει μέτρα για τις ανατιμήσεις, βρίσκεται συνεχώςανάμεσα στις 5 ευρωπαϊκές χώρες με το ακριβότερο ρεύμα και ανάμεσα στις 3 με την ακριβότερη βενζίνη.
Έτσι εξηγείται, άλλωστε, ότι η Κύπρος, η οποία αγοράζει βενζίνη από την Ελλάδα, την διαθέτει σε πολύ φτηνότερη τιμή από εμάς.
Έτσι εξηγείται ακόμη και γιατί η Βουλγαρία, που και αυτή εξαρτάται από το Ρωσικό φυσικό αέριο, όπως και η Ελλάδα, το διαθέτει σε φτηνότερη τιμή από εμάς.
Είναι δηλαδή προφανές ότι,με δεδομένη τη διεθνή ενεργειακή κρίση, κάθε κυβέρνηση έχει τις δικές της ευθύνες για τη διαμόρφωση των τιμών στη χώρα της.
Η Γαλλία για παράδειγμα, έχοντας επιβάλει πλαφόν 4% στις ανατιμήσεις της ενέργειας, έχει καταφέρει να έχει τιμή ρεύματος αρκετά χαμηλότερο από εμάς.
Κι ακόμη, οι 19 από τις 27 χώρες της Ε.Ε., έχοντας μειώσεις τους υψηλούς φόρους, έχουν επιτύχει να ελέγξουν τις ανατιμήσεις στις εσωτερικές τους αγορές.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος της ακρίβειας επιτυγχάνεται μετηνεπέμβαση στις αιτίες που τη διαμορφώνουν.
Η μείωση των φόρων κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καύσιμα και προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στα βασικά καταναλωτικά προϊόντα, καθώς και ο έλεγχος των ανατιμήσεων στην αγορά, μέσω ανώτατων ορίων για τις τιμές, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη πέτυχαν να περιορίσουν τις ανατιμήσεις.
Όσο για την αγοραστική δύναμη των οικονομικά αδύναμων, ο μόνος τρόπος για να προστατευτεί είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού σε επίπεδα που επιτρέπουν στο μισθωτό να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της εποχής.
Και βέβαια η πιο μόνιμη και σταθερή λύση για την προστασία της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών από τον πληθωρισμό, θα ήταν η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, όπως εφαρμόζονταν στην Ελλάδα πριν δεκαετίες, τότε που ο πληθωρισμός βρίσκονταν και πάλι στα ύψη.
Η επιδοματική πολιτική, ακόμη και όταν δεν είναι… ψίχουλα και ακόμη και όταν δεν απευθύνεται σε λίγους, δεν είναι παρά ένας τρόπος συντήρησης της ακρίβειας και επιδότησης της κερδοσκοπίας.
Η πολιτική της στοχευμένης ανακούφισηςτων εγκαυμάτων της ακρίβειας, στο πρότυπο του «να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι»,όχι μόνο δεν μπορεί να σβήσει τη φωτιά των ανατιμήσεων, αλλά πολύ χειρότερα, τη συντηρεί.
Η μόνη αποτελεσματική οικονομική πολιτική είναι εκείνη που, μέσω του ελέγχου της αγοράς, αντιμετωπίζει τις αιτίες της ακρίβειας στη ρίζα τους, προς όφελος της κοινωνίας.
* Καθηγητής ΑΠΘ