Αίρεται από σήμερα στη Γαλλία ο βασικός κορμός των περιορισμών για την αντιμετώπιση της Covid-19. Παραμένουν, όμως, οι προειδοποιήσεις για επιφυλακή μπροστά στην αναζωπύρωση της επιδημίας.
Αίρεται από σήμερα στη Γαλλία ο βασικός κορμός των περιορισμών για την αντιμετώπιση της Covid-19. Παραμένουν, όμως, οι προειδοποιήσεις για επιφυλακή μπροστά στην αναζωπύρωση της επιδημίας.
Από σήμερα, όποιος θέλει μπορεί να έχει πρόσβαση στα σινεμά, τα θέατρα, τα εστιατόρια, τις δημόσιες ψυχαγωγικές δραστηριότητες χωρίς να δείχνει το υγειονομικό πάσο. Ή επίσης να κυκλοφορεί στους διαδρόμους των σχολείων και στα καταστήματα χωρίς μάσκα.
Ωστόσο, δεν έχει έρθει το τέλος της μάσκας, που παραμένει υποχρεωτική στα μέσα μεταφοράς και στα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας. Οι εταιρείες έχουν την ευχέρεια να την επιβάλλουν στους υπαλλήλους τους και το υπουργείο Παιδείας έχει εκδώσει «ισχυρή σύσταση» για χρήση μάσκας σε περίπτωση επαφής με κρούσμα «στους εσωτερικούς χώρους για περίοδο 7 ημερών από την επιβεβαιωμένη επαφή».
Το υγειονομικό πάσο, το οποίο περιλαμβάνει και αρνητικό τεστ στον ιό, παραμένει στα κέντρα παροχής φροντίδας υγείας και στους οίκους ευγηρίας.
Στις αρχές Μαρτίου, όταν τα μέτρα χαλάρωσης ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση, το πέμπτο κύμα της επιδημίας βρισκόταν σε σαφή υποχώρηση. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Τις τελευταίες ημέρες, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων αυξάνεται στη Γαλλία: ο μέσος όρος των επτά τελευταίων ημερών ήταν χθες στις 65.250 νέα κρούσματα, έναντι 50.646 την περασμένη εβδομάδα.
Η αντιστροφή της τάσης δεν έχει προς το παρόν επιπτώσεις στις εισαγωγές στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, παρά την άνοδο του αριθμού των νοσηλειών που καταγράφηκε χθες.
«Πρέπει ακόμη να περιμένουμε λίγο, για να δούμε αν αυτή η τάση θα επιβεβαιωθεί, αλλά στην πραγματικότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαπιστώνουμε το ίδιο πράγμα» δήλωσε στο France Inter, ο Γιαζντάν Γιαζντανπανάχ, επικεφαλής των υπηρεσιών Λοιμωδών Νόσων στο νοσοκομείο Bichat του Παρισιού.
Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου, ο Γιαζντανπανάχ εξηγεί ότι υπάρχουν τρεις λόγοι για την αναζωπύρωση: «η παρουσία της υποπαραλλαγής BA2, η οποία είναι λίγο μεταδοτικότερη, η επαναλειτουργία των σχολείων μετά τις χειμερινές διακοπές και πιθανότατα η χαλάρωση του πληθυσμού που είναι αρκετά φυσιολογική».
Παραδεχόμενος ότι υπάρχει αυτή την στιγμή αύξηση των κρουσμάτων, ο πρωθυπουργός Ζαν Καστέξ απέκλεισε αλλαγή στρατηγικής.
«Εδώ και δύο χρόνια, υπάρχουν κίνδυνοι και οφέλη σε ό,τι κάνουμε. Δεν βρισκόμαστε σε κατάσταση απόλυτης βεβαιότητας» εξηγεί ο Γιαζντάν Γιαζντανπανάχ, υπενθυμίζοντας ότι αυτή την φορά «το 80% των ανθρώπων» είναι εμβολιασμένοι και «μη αμελητέο ποσοστό του πληθυσμού» έχει ήδη πληγεί από τον ιό. «Αυτή η ανοσία πιθανότατα μας προστατεύει, σε κάθε περίπτωση στο θέμα της νοσηλείας».
Στα πλέον απαισιόδοξα σενάριά του, το Ινστιτούτο Παστέρ θεωρεί ότι στην κορύφωση του κύματος, τα ημερήσια κρούσματα μπορεί να ξεπεράσουν τις 100.000 τον Μάρτιο, αριθμός υψηλός, αλλά πολύ μικρότερος από την κορύφωση του Ιανουαρίου, σύμφωνα με τα μοντέλα που δημοσιεύθηκαν την Πέμπτη.
Αν και, έπειτα από δύο χρόνια, το τέλος των περιορισμών αναμένεται να γίνει δεκτό με ανακούφιση από πολλούς Γάλλους, οι επιστήμονες απευθύνουν εκκλήσεις για τη διατήρηση των προστατευτικών μέτρων, για παράδειγμα απέναντι στους ανοσοκατεσταλμένους.
«Είναι πολύ νωρίς για να γυρίσουμε τη σελίδα της Covid, ακόμη και αν το θέλουμε πολύ! Πρέπει να παραμείνουμε σε επιφυλακή» δήλωσε μέσω του Twitter ο Ρεμί Σαλομόν, πρόεδρος της επιτροπής του δικτύου των νοσοκομείων του Παρισιού.
Η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε επίσης τη χορήγηση της τέταρτης δόσης του εμβολίου για τους άνω των 80 ετών και απευθύνει ισχυρή σύσταση στους ευάλωτους λόγω της ηλικίας τους ή λόγω υποκείμενων νόσων να συνεχίσουν τη χρήση της μάσκας στους κλειστούς χώρους και στις μεγάλες συγκεντρώσεις.
Στον πολιτικό κόσμο, η άρση των περιοριστικών μέτρων συνάντησε ομοφωνία. Κανένας από τους πολιτικούς αντιπάλους του Εμανουέλ Μακρόν, στην αριστερά ή στη δεξιά, δεν έκρινε ότι η χαλάρωση των μέτρων είναι εσπευσμένη, κυρίως σε μία συγκυρία που κυριαρχείται από τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία και τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της.
Πηγές: ΑΜΠΕ, AFP