Κόσμος
Πέμπτη, 18 Δεκεμβρίου 2008 11:49

Eκτελεστέες οι αποφάσεις κυπριακών δικαστηρίων και για ακίνητα στα κατεχόμενα

Μία απόφαση Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτελείται σε άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε. ακόμη και όταν αφορά ακίνητο στη Βόρειο Κύπρο, εκτίμησε η γενική εισαγγελέας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Juliane Kokott, στη πρόταση επί της υπόθεσης C 420/07 Αποστολίδης κατά Orams.

Μία απόφαση Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτελείται σε άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε. ακόμη και όταν αφορά ακίνητο στη Βόρειο Κύπρο καθώς κάτι τέτοιο δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι μέχρι τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου έχει ανασταλεί στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις οποίες η κυβέρνησή της δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο.

Αυτό εκτίμησε η γενική εισαγγελέας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Juliane Kokott, στη πρόταση επί της υπόθεσης C 420/07 Αποστολίδης κατά Orams.

Υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ανεστάλη με πρωτόκολλο που προσαρτήθηκε στην Πράξη Προσχωρήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, ωστόσο κατά τη γνώμη της γενικής εισαγγελέως, το εν λόγω πρωτόκολλο δεν αποκλείει την εφαρμογή του κοινοτικού κανονισμού για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε ένδικη διαφορά ενώπιον βρετανικών δικαστηρίων, η οποία είναι σχετική με τη Βόρεια Κύπρο.

Την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υπέβαλε το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το βρετανικό Court of Appeal, ενώπιον του οποίου αντιδικούν για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ο Μελέτης Αποστολίδης, Κύπριος από το νότιο τμήμα, και το ζεύγος των Βρετανών David και Linda Orams. Το δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας υποχρέωσε τους Orams να εκκενώσουν ένα ακίνητο στη Βόρεια Κύπρο και να προβούν σε διάφορες πληρωμές. Οι Orams είχαν αγοράσει από τρίτον το ακίνητο και είχαν αναγείρει σε αυτό εξοχική κατοικία. Ωστόσο, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του κυπριακού δικαστηρίου, νόμιμος κύριος του ακινήτου είναι στην πραγματικότητα ο Μ. Αποστολίδης, η οικογένεια του οποίου εκδιώχθηκε από τον βορρά εξαιτίας της τουρκική εισβολής.

Η γενική εισαγγελέας Kokott επισημαίνει ότι η μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα είχε ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, αφού οι διαπραγματεύσεις για την επανένωση δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν με επιτυχία. Επιδιωκόταν να αποφευχθεί η σύγκρουση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους μέλους με το κοινοτικό δίκαιο, δεδομένου ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή του σε ολόκληρη την επικράτειά της. Η αναγνώριση όμως και η εκτέλεση της αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν απαιτεί ακριβώς καμία εφαρμογή του κοινοτικού κανονισμού στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Αντιθέτως, εκτιμάται, μόνον τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να ενεργήσουν.

Όπως σημειώνεται, η εκτέλεση της απόφασης αυτής στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν εμποδίζεται ούτε από το γεγονός ότι οι προβληθείσες αξιώσεις σχετίζονται με τη στρατιωτική κατοχή της Βόρειας Κύπρου. Ειδικότερα, όπως διευκρινίζεται, η ένδικη διαφορά μεταξύ του Μ. Αποστολίδη και του ζεύγους Orams είναι αστικής φύσεως και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Από το εν λόγω πεδίο εξαιρούνται μόνον απαιτήσεις αποζημιώσεως κατά κρατικών αρχών, περί των οποίων δεν πρόκειται εν προκειμένω.

Επιπλέον, η γενική εισαγγελέας Kokott έχει τη γνώμη ότι η διεθνής δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για τη σχετική με το ακίνητο διαφορά είναι ανεξάρτητη από το ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στη Βόρεια Κύπρο. Ούτε το γεγονός ότι η απόφαση δεν μπορεί επί του παρόντος να εκτελεστεί πράγματι στη Βόρεια Κύπρο απαλλάσσει κατά τη γνώμη της γενικής εισαγγελέως τα δικαστήρια άλλων κρατών μελών από την υποχρέωση να την αναγνωρίσουν και να την εκτελέσουν. Η πραγματική δυνατότητα εκτελέσεως στην ίδια τη Βόρεια Κύπρο δεν αποτελεί προϋπόθεση της υποχρεώσεως αυτής.

Τέλος, η γενική εισαγγελέας Kokott εξετάζει και το ερώτημα αν χωρεί άρνηση εκτελέσεως μιας ερήμην αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος κατ’ επίκληση παρατυπιών κατά την επίδοση ή κοινοποίηση της αρχικής αγωγής. Οι Orams εξαιτίας διαφόρων δυσχερειών δεν είχαν δηλώσει εγκαίρως παράσταση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με αποτέλεσμα να εκδοθεί ερήμην απόφαση εις βάρος τους. Αργότερα όμως μπόρεσαν να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως. Ως εκ τούτου, η γενική εισαγγελέας συμπεραίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί άρνηση εκτελέσεως όταν βάσει των ενδίκων μέσων των εναγομένων έλαβε χώρα πλήρης επανεξέταση της ερήμην αποφάσεως σε δίκαιη δίκη.

Επισημαίνεται ότι η γνώμη του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.