Με την ουκρανική κρίση και την επιχειρούμενη αποσύνδεση από την Ρωσία, η Δύση, και ιδιαίτερα η Ευρώπη, φαίνεται να υιοθετεί ακόμα μια μακροπρόθεσμη «μετάβαση», άλλο ένα μεγαλόπνοο σχέδιο ριζοσπαστικής οικονομικής και κοινωνικής αναδιάταξης που επιβάλλεται άνωθεν, στην κόψη μιας μεγάλης κρίσης και τις κοινωνίες να βρίσκονται προ τετελεσμένων
Του Άγγελου Χρυσόγελου*
Η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει μια πρωτοφανή συσπείρωση και αλληλεγγύη προς τον ουκρανικό λαό στην δυτική κοινή γνώμη. Στο διπλωματικό επίπεδο, η ενότητα και ο συντονισμός της Δύσης έχουν κερδίσει τις εντυπώσεις των πρώτων ημερών του πολέμου, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η επόμενη ημέρα θα είναι εύκολη.
Μπροστά στην παράνομη επίθεση της Ρωσίας, οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν αποδυθεί σε μια σκυταλοδρομία μέτρων και κυρώσεων τα οποία, σωρευτικά και αν εφαρμοστούν όντως με συνέπεια και σε βάθος χρόνου, θα αναδιατάξουν βίαια οικονομικές ροές, σχέσεις και δεσμούς μεταξύ των δυο στρατοπέδων.
Ο αποκλεισμός της Ρωσίας από τις δυτικές χρηματαγορές και τραπεζικές συναλλαγές, ο σχεδιαζόμενος περιορισμός της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο, η διάρρηξη δεσμών ακόμα και σε μη-πολιτικά πεδία όπως η έρευνα, ο πολιτισμός και ο αθλητισμός, είναι λογική άμεση αντίδραση απέναντι στον επεκτατισμό του Πούτιν. Ήδη όμως γίνονται προσπάθειες να παρουσιαστούν ως απαρχή μιας πλήρους και μόνιμης οικονομικής και κοινωνικής αποκόλλησης Ρωσίας - Δύσης, με την προοπτική της αντίρροπης στρατηγικής προσέγγισης της Ρωσίας με την Κίνα, αλλά και άλλες μη-δυτικές δυνάμεις όπως η Ινδία και το Πακιστάν, να ενισχύεται ανάλογα.
Αυτή η εξέλιξη μπορεί να εξυπηρετεί αμερικανικούς σχεδιασμούς, ερωτάται όμως αν είναι σύμφωνη με τα συμφέροντα της Ευρώπης, τουλάχιστον αν θυμηθούμε τις θέσεις του Βερολίνου, του Παρισιού ή της Ρώμης μέχρι πριν μόλις ελάχιστα εικοσιτετράωρα. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία είναι ομολογουμένως σαρωτικές, αλλά και μια εβδομάδα είναι μάλλον πολύ μικρό διάστημα για να θεωρήσουμε ότι η ΕΕ έχει πλήρως προετοιμαστεί για τις συνέπειες μιας ολικής οικονομικής αποσύνδεσης και ενός μετωπικού, με πυρηνικό φόντο, στρατηγικού ανταγωνισμού με την Ρωσία, πράγματα που μέχρι πρότινος οι ευρωπαϊκές ελίτ σταθερά διατείνονταν ότι θέλουν να αποφύγουν.
Ανάλογου μεγέθους είναι και άλλες προκλήσεις, παρά το ότι το πολεμικό κλίμα λειτουργεί προς το παρόν ως τονωτικό αισιοδοξίας. Είναι προφανώς ενθαρρυντική, για παράδειγμα, η ολόθερμη υποδοχή των πρώτων Ουκρανών προσφύγων στις γειτονικές χώρες, οι εκτιμήσεις όμως είναι ότι το προσφυγικό κύμα μπορεί να φτάσει τον ιλιγγιώδη αριθμό των 5 εκατομμυρίων ανθρώπων. Μπορεί η Ευρώπη να διαχειριστεί κάτι τέτοιο όταν το 2015 έφτασε ένα βήμα πριν την διάσπαση για 1.5 εκατομμύριο Σύρους; Και πώς θα επηρεαστεί η συνοχή της ΕΕ αν, σε αναστροφή του σεναρίου του 2015, είναι οι φτωχότερες ανατολικές χώρες αυτές που θα αναγκαστούν να περιθάλψουν εκατομμύρια Ουκρανούς, αντί για τις πλουσιότερες δυτικές χώρες που σήκωσαν το βάρος το 2015-16;
Επιδοκιμασίες επιφύλαξε ο διεθνής τύπος και για την εξαγγελία Σολτς ότι η Γερμανία θα εφαρμόσει ένα κολοσσιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα, κόντρα στην ειρηνόφιλη πολιτική των προηγούμενων δεκαετιών. Το πρόγραμμα αυτό προστίθεται, μαζί με τα κόστη της οικονομικής και ενεργειακής αποσύνδεσης από την Ρωσία, σε σειρά άλλων μακροοικονομικών δεσμεύσεων που οι δυτικοί ηγέτες έχουν αναλάβει τα τελευταία χρόνια, από το πακέτο Μπάιντεν στις ΗΠΑ στο ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ. Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσον όλες αυτές οι γενναίες εξαγγελίες θα πραγματοποιηθούν και ποιο θα είναι το ισοζύγιο για τον απλό κόσμο και την πραγματική οικονομία. Οι πρώτες ενδείξεις από την διαχείριση της πανδημίας, όπου ό,τι έδωσαν τα κράτη σε ενέσεις ρευστότητας για να ανασχεθούν οι συνέπειες των λοκντάουν τα παίρνει πίσω ο πληθωρισμός και η κρίση των τιμών ενέργειας (για την οποία ο Πούτιν θα χρησιμεύσει ως βολικός φταίχτης), δεν είναι ενθαρρυντικές.
Με την ουκρανική κρίση και την επιχειρούμενη αποσύνδεση από την Ρωσία, η Δύση, και ιδιαίτερα η Ευρώπη, φαίνεται να υιοθετεί ακόμα μια μακροπρόθεσμη «μετάβαση», άλλο ένα μεγαλόπνοο σχέδιο ριζοσπαστικής οικονομικής και κοινωνικής αναδιάταξης που επιβάλλεται άνωθεν, στην κόψη μιας μεγάλης κρίσης και με τις κοινωνίες να βρίσκονται προ τετελεσμένων. Η αλληλεγγύη με τη σπαραζόμενη Ουκρανία είναι αυτονόητη, δεν πρέπει όμως να γίνει υποκατάστατο μιας αναγκαίας συζήτησης για αποφάσεις που, αν εφαρμοστούν, θα έχουν μεγάλες συνέπειες για τις ζωές όλων μας.
*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι επίκουρος καθηγητής διεθνών σχέσεων στο London Metropolitan University