Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι μια καταστροφή από κάθε άποψη. Εκτός από τον αμέτρητο ανθρώπινο πόνο που προκαλεί, η επίθεση σπρώχνει πλέον στο χαμηλότερο δυνατό σημείο στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Το εμπόριο της Δύσης με τη Ρωσία, αλλά και την Ουκρανία, έχει σχεδόν καταρρεύσει πλήρως. Καθημερινά, όλο και περισσότερες δυτικές εταιρείες αποσύρονται από τη Ρωσία, αντιδρώντας στην εισβολή. Για δεκαετίες, το μοντέλο επιτυχίας στη δυτική βιομηχανία είχε το εξής μότο: «Μπορείς να κάνεις επιχειρήσεις με οποιονδήποτε». Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία αποκαλύπτει πόσο αφελής ήταν αυτή η άποψη.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι μια καταστροφή από κάθε άποψη. Εκτός από τον αμέτρητο ανθρώπινο πόνο που προκαλεί, η επίθεση σπρώχνει πλέον στο χαμηλότερο δυνατό σημείο στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Το εμπόριο της Δύσης με τη Ρωσία, αλλά και την Ουκρανία, έχει σχεδόν καταρρεύσει πλήρως. Καθημερινά, όλο και περισσότερες δυτικές εταιρείες αποσύρονται από τη Ρωσία, αντιδρώντας στην εισβολή. Για δεκαετίες, το μοντέλο επιτυχίας στη δυτική βιομηχανία είχε το εξής μότο: «Μπορείς να κάνεις επιχειρήσεις με οποιονδήποτε». Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία αποκαλύπτει πόσο αφελής ήταν αυτή η άποψη.
Η ρωσική επίθεση έχει ήδη αλλάξει ριζικά την αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη και απειλεί να καταβαραθρώσει και το διμερές ,οικονομικό και εμπορικό οικοδόμημα δεκαετιών. Οι περαιτέρω εξελίξεις εξαρτώνται από την έκβαση της κρίσης. Αν επιτευχθεί σύντομα κατάπαυση του πυρός, τα χειρότερα θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Αλλά αυτό δεν φαίνεται στον ορίζοντα. «Ο Πρόεδρος Πούτιν χρειάζεται μια νίκη στην Ουκρανία. Δεν τον νοιάζει ποιος και τι πρέπει να θυσιαστεί για να πετύχει», γράφει η γερμανική Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Προκειμένου να σταματήσει τον Πούτιν, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί τώρα ακόμη και παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία, γεγονός που εκλαμβάνεται από τη Μόσχα ως αιτία ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, έστω και με οικονομικά μέσα.
Η Γερμανία έχει πλέον επισήμως μπει στον δρόμο του μιλιταρισμού, γεγονός που είναι επίσης πιθανό να έχει αρνητικές οικονομικές συνέπειες. Η Bundeswehr πρόκειται να λάβει 100 δισ. ευρώ από ειδικό ταμείο και οι αμυντικές δαπάνες θα αυξηθούν σημαντικά. Σύμφωνα με το Διεθνές Κέντρο Ασφάλειας και Ανάπτυξης (ISDC), το γεγονός ότι «οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων, πιο παραγωγικών δημοσίων δαπανών όπως η υγεία και η εκπαίδευση» θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις οικονομικές επιδόσεις - και συνεπώς στην κοινωνική ευημερία.
Αρκετές μεγάλες αμερικανικές εταιρείες καταναλωτικών αγαθών ανακοίνωσαν ότι δεν θέλουν πλέον να προσφέρουν τα προϊόντα τους στη Ρωσία. Σε αυτές περιλαμβάνονται ο κατασκευαστής των iPhone, Apple, η εταιρεία αθλητικών ειδών Nike ,η αυτοκινητοβιομηχανία Ford.Ο αμερικανικός πετρελαϊκός κολοσσός Exxon Mobil ανακοίνωσε επίσης τη λήξη της επιχειρηματικής του σχέσης με τη Ρωσία.
«Ακόμη και για έμπειρους και δοκιμασμένους στην κρίση, μάνατζερ, η επίθεση στην Ουκρανία είναι σοκ. Με τον πόλεμο, τον ασύλληπτο ανθρώπινο πόνο και την απώλεια εμπιστοσύνης σε πολλά επίπεδα, ό,τι έχει επιτευχθεί σε δεκαετίες επιτυχημένης οικονομικής συνεργασίας απορρίπτεται δραματικά», προειδοποιεί ο επικεφαλής του Γερμανο-Ρωσικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Εξωτερικού (AHK), Ματίας Στσεπ. «Η εμπιστοσύνη έχει καταστραφεί», γράφει η γερμανική Handelsblatt, βλέποντας πλέον το μέλλον πολύ δυσοίωνο: «Το βαθύ ρήγμα μεταξύ της παγκόσμιας οικονομίας και της Ρωσίας ,δεν θα επιδιορθωθεί σύντομα. Οι κυρώσεις μπορεί να λήξουν μόνο εάν πέσει η ρωσική ηγεσία. Αλλά ακόμα κι αν αυτό συνέβαινε στο ορατό μέλλον, πιθανότατα θα χρειάζονταν χρόνια για να αποκατασταθεί η επαρκής εμπιστοσύνη στο εμπόριο με τη Ρωσία, στα προπολεμικά επίπεδα», εκτιμά η γερμανική εφημερίδα.
Ακόμη πιο απαισιόδοξη εμφανίζεται η Wall Street Journal : «Ορισμένοι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσαμε να δούμε μια κρίση του τύπου της δεκαετίας του 1970», γράφει η αμερικανική εφημερίδα. «Οι κυρώσεις ,αν και στοχεύουν ρωσικές οντότητες, θα δημιουργήσουν νέα προβλήματα εφοδιασμού για τις δυτικές εταιρείες, ιδίως καθιστώντας δυσκολότερη τη χρηματοδότηση των αγορών πρώτων υλών από τις θυγατρικές τους στη Ρωσία ή την αποστολή εξαρτημάτων στη χώρα αυτή», σημειώνει η WSJ.
Η τρέχουσα κρίση δείχνει ξεκάθαρα ότι, από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η Δύση δεν κατάφερε να δεσμεύσει τη Ρωσία με τη δυτική συμμαχία και να εξασφαλίσει μια συνεργασία βασισμένη σε εταιρικές σχέσεις. Η Ostpolitik της Γερμανίας, αλλά και των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει αποτύχει. Η δυτική συμμαχία δεν κατάφερε να μετατρέψει έναν εχθρό σε σύμμαχο και εταίρο. Ένας παλιός «γνωστός» μας , ο πρώην επικεφαλής της του EuroWorking Group ,Τόμας Βίζερ, προειδοποιεί ότι οι δυτικές κυρώσεις που έπληξαν μαζικά τη Ρωσία, θα έχουν επιπτώσεις και στην ευρωπαϊκή οικονομία. «Δεν μπορείς να το πετύχεις, χωρίς αντίκτυπο στην Ευρώπη», είπε ο Βίζερ, σε συνέντευξή του στην Αυστριακή δημόσια τηλεόραση.Για παράδειγμα, λέει ο Βίζερ, στις 4 Απριλίου η Μόσχα πρέπει να εξυπηρετήσει ένα ομόλογο ύψους 2 δισ. ευρώ. «Θα το κάνει; Ουδείς γνωρίζει»!
Μεταξύ των πολλών ερωτημάτων που εγείρονται από τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, είναι και η πορεία της ενεργειακής μετάβασης που προωθούν οι ευρωπαϊκές χώρες. Είναι σαφές ότι οι 27 συνεχίζουν να στηρίζονται στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο από τη Ρωσία. Δύσκολη η λύση της εξίσωσης, όταν τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% της κατανάλωσης ενέργειας της Γηραιάς Ηπείρου.
Η γαλλική βιομηχανία για παράδειγμα, ετοιμάζεται να υποφέρει σε τεράστιο βαθμό από την έλλειψη πολλών ορυκτών, μερικά από τα οποία είναι κρίσιμα για την παραγωγή. Αυτό θέτει σε κίνδυνο ορισμένους τομείς, όπως η παραγωγή αλουμινίου που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές αλουμίνας από τη Ρωσία. «Η Γαλλία εξαρτάται πολύ από τον μοναδικό της προμηθευτή , τη Rusal» , αναφέρει σε σημείωμά της η France Industrie ,που αξιολογεί τους κινδύνους για τη γαλλική βιομηχανία. Οι Γάλλοι κατασκευαστές έχουν αποθέματα αλουμινίου μόνο για τρεις μήνες.
Η Ευρώπη αναζητεί εναγωνίως ήδη, εναλλακτικές οικονομικές σχέσεις, αλυσίδες εφοδιασμού και πηγές πρώτων υλών. Σύμφωνα με στοιχεία από το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW), το 11% όλων των προς μεταφορά εμπορευμάτων έχει κολλήσει επί του παρόντος σε πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων-σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό από ό,τι στα τέλη του 2019, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού. Μια μελέτη της Commerzbank σχετικά με την παγκόσμια συμφόρηση στις παραδόσεις δείχνει ότι οι ναύλοι για τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων έχουν σχεδόν πενταπλασιαστεί από το ξέσπασμα της πανδημίας.Όσοι προτιμούν να στέλνουν τα εμπορεύματά τους με αεροπλάνο πρέπει επίσης να σκάψουν βαθιά στις τσέπες τους. Οι τιμές για τις αεροπορικές μεταφορές είναι υψηλότερες από ποτέ.
Ακόμη και η σιδηροδρομική κυκλοφορία στον κινεζικό «Δρόμο του Μεταξιού» θα μπορούσε να διακοπεί. Η σιδηροδρομική γραμμή εκτείνεται από την Κίνα μέσω της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, στη Δυτική Ευρώπη. «Ο πόλεμος μπορεί να τελειώσει μόνο με διάλογο», γράφει η αυστριακή Der Standard. «Χρειάζεται ένας διαιτητής, καθώς και κάποιος που μπορεί να δείξει στον Πούτιν μια διέξοδο, έναν τρόπο για να αποσύρει το face-saving από την Ουκρανία». Υπάρχει κανείς;