Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, από τις πλατείες μέχρι το Κοινοβούλιο και τις αίθουσες διαπραγματεύσεων, το βασικό ερώτημα ήταν που πάνε τα λεφτά μας, γράφει ο Οδυσσέας Κορακίδης.
Του Οδυσσέα Κορακίδη
πολιτικού αναλυτή
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, από τις πλατείες μέχρι το Κοινοβούλιο και τις αίθουσες διαπραγματεύσεων, το βασικό ερώτημα ήταν που πάνε τα λεφτά μας.
Με μια προφανή μικροπολιτική διάθεση, μέρος του πολιτικού προσωπικού εκμεταλλεύτηκε αυτήν την αγωνία την ώρα που κάποιοι άλλοι (ξεχνάω και ονόματα) νομοθετούσαν την διαύγεια, το Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων, την απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων και την ηλεκτρονική συνταγογράφηση.
Και έτσι μάθαμε ή τουλάχιστον μπορούμε να μάθουμε, σε έναν ικανοποιητικό βαθμό που πάνε τα λεφτά μας, οι δημόσιες δαπάνες δηλαδή μέσω των φόρων που συλλέγονται. Αυτό που δεν μάθαμε όμως και κυρίως, πιθανόν γιατί δεν θέλουμε να το συζητήσουμε, είναι ποιος και κυρίως πως αποφασίζει που και πως πάνε οι δημόσιες δαπάνες.
Για πολλές δεκαετίες και γιατί όχι και για αιώνες, οι δημόσιες δαπάνες και η διαχείριση τους ήταν αποκλειστικό προνόμιο, σε μια σχέση αντιστρόφως ανάλογη ως προς την ισχύ, μεταξύ αυτών απ τους οποίους προέρχονταν οι δημόσιες δαπάνες (φορολογούμενοι) και αυτών που διαχειρίζονταν τις δημόσιες δαπάνες (εκάστοτε εξουσία).
Και το αίτημα για εκδημοκρατισμό της εκάστοτε εξουσίας, πολλές φορές προέκυπτε από το αίτημα όχι μόνο για λιγότερους φόρους αλλά και για περισσότερη διαφάνεια, κοινωνική δικαιοσύνη και καλύτερη αξιοποίηση τους. Και αυτό το αίτημα ήταν που στο τέλος άλλαζε όχι μόνο το ίδιο το μοντέλο διαχείρισης των δημοσίων πόρων αλλά και τις ίδιες τις εξουσίες.
Έτσι, αν το ζητούμενο τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν η διαφάνεια των δημοσίων οικονομικών, το σημερινό διακύβευμα θα μπορούσε να είναι το που, με πια κριτήρια και με ποιες αποδόσεις, πάνε αυτές οι δαπάνες.
Αλλά όσο εξωπραγματικό φαντάζει αυτό εκ πρώτης όψεως, πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει στην πράξη, αν κάθε Υπουργός Οικονομικών διαβουλεύονταν με τους πάντες για τα πάντα και σε κάθε στιγμή, άλλο τόσο άλλης εποχής φαντάζει μια προσέγγιση που θεωρεί αποκλειστικό δικαίωμα του πολιτικού προσωπικού να ξοδεύει τους δημοσίους πόρους για να χτίζει πελατειακά δίκτυα, να επηρεάζει τον Τύπο, να κερδίζει τις εκλογές.
Thats life που λένε και στα ορεινά Τρίκαλα; Όχι ακριβώς.
Οι πόροι, πόσο δε μάλλον οι δημόσιοι πόροι, υπόκεινται σε μια “στενότητα”. Δεν είναι δηλαδή ανεξάντλητοι. Την εποχή δε της κρίσης, εδώ και αρκετά χρόνια δηλαδή, συλλέγονται με πολύ πολύ κόπο και με πολλές θυσίες από τους πολίτες.
Και εκτός απ' το ότι είναι περιορισμένοι και τους μαζεύουμε και δύσκολα κλπ κλπ χαρακτηρίζονται και από το “κόστος ευκαιρίας”. Τι αποδίδει δηλαδή κάθε ευρώ που ξοδεύουμε, τι θα μπορούσε να αποδώσει αν επενδυόταν σε κάτι άλλο και προφανώς τι αποδίδει των γειτόνων μας, και των παρά δίπλα και πάει λέγοντας σε έναν κόσμο, ανταγωνιστικό από την εποχή του “Αδάμ και της Εύας”.
Με αυτά ως δεδομένα και με αφορμή και τις πρόσφατες “αποκαλύψεις” για την “Πομπηία” του 2007 και τις σακούλες σε όποιον έλεγε “καλημέρα”, τις αποζημιώσεις Χατζηγάκη 2007, τις ρουσφετολογικές προσλήψεις στο δημόσιο και δεκάδες άλλες ανάλογες περιπτώσεις, το ερώτημα που προκύπτει είναι, αρκεί η διαφάνεια;
Λίγα χρόνια νωρίτερα η Ντόρα Μπακογιάννη αν δεν κάνω λάθος, καθώς και αρκετά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, είχαν καταθέσει μια θαρραλέα πρόταση. Την εισαγωγή στο Σύνταγμά ενός “κόφτη” για το έλλειμμα και το χρέος. Δεν είναι κάτι νέο στην Ευρώπη και σίγουρα η πρόταση έχει και θετικά και αρνητικά σημεία. Και αν ως ένα βαθμό το σύμφωνο σταθερότητας θέτει κάποια όρια, υπάρχουν όμως σχετικά παραδείγματα (Γερμανία, Ισπανία) που το πήγαν ακόμη παραπέρα θεσπίζοντας σε Συνταγματικό επίπεδο κάποια τέτοια όρια.
Θα μπορούσε να υπάρξει κάτι ανάλογο για την κοινωνική ή οικονομική αποδοτικότητα των δημοσίων δαπανών;
Το ερώτημα έχει δύο βασικά προβλήματα.
Το πρώτο είναι ότι στην δημόσια συζήτηση κατά βάση απουσιάζουν δείκτες, κουλτούρα και εργαλεία μέτρησης κοινωνικής και οικονομικής απόδοσης κάθε δημόσιας επένδυσης, πόσο δε μάλλον δαπάνης. Απροθυμία ή όχι πολιτικό προσωπικό, μίντια, φορείς και κοινωνία περιοριζόμαστε στα προφανή και αποφεύγουμε την συζήτηση για την “ταμπακιέρα”. Τι προστιθέμενη αξία αφήνει κάθε επένδυση, τι επιστρέφει στην κοινωνία σε επίπεδο οικονομίας, κοινωνικών δεικτών, κόστος ευκαιρίας κλπ.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η θεσμοθέτηση από μόνη της δεν αρκεί, πολλές φορές γιατί λειτουργεί ως θεσμικός “φερεντζές” ή στην καλύτερη μια αίσθηση “ασφάλειας” και εφησυχασμού, πως έγινε με τα εμβόλια και τον Κορονοϊο που πιστέψαμε ότι θα ξεμπερδέψουμε άμεσα.
Τι νόημα έχει για παράδειγμα η διαύγεια όταν οι απευθείας αναθέσεις τείνουν να γίνουν ο κανόνας. Η θεσμοθέτηση μάλιστα σε Συνταγματικό επίπεδο δημιουργεί και άλλα ζητήματα ιεράρχησης για παράδειγμα συνταγματικών δικαιωμάτων κλπ.
Και τι κάνουμε σε αυτήν την περίπτωση;
Ας καταλήξουμε ότι δεν υπάρχουν εύκολες ή τέλειες λύσεις. Και ας καταλήξουμε επίσης ότι το μέχρι σήμερα μοντέλο που εναπόθετε αυτά τα ζητήματα στον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο δεν λειτούργησε. Όπως αμφίβολης λειτουργικότητας μπορεί να είναι και μια λογική του ότι δεν λειτουργεί φτιάξε μια ανεξάρτητη αρχή ή ρίξτο στο Σύνταγμα.
Την ίδια ώρα όμως μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι σήμερα έχουμε πολλά περισσότερα δεδομένα από το παρελθόν και πολλά περισσότερα εργαλεία αξιοποίησης τους.
Πώς θα μπορούσαν να δουλέψουν; Καταρχάς εδώ και λίγα χρόνια κάθε νομοσχέδιο που έρχεται στην Βουλή, συνοδεύεται από μια “έκθεση συνεπειών”, στην οποία σημειώνονται διάφορα ενδιαφέροντα στοιχεία ως προς τις συνέπειες της προτεινόμενης ρύθμισης.
Αυτό είναι μια βάση στην οποία μπορούν να στηριχτούν αντίστοιχα μοντέλα για τα οικονομικά νομοσχέδια που να μετρούν συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές επιστροφές, από τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργεί, μέχρι τις ανισότητες που θα μειώνει και βέβαια μέχρι τον πλούτο που δημιουργεί, τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό.
Και βέβαια εκτός από το στάδιο της νομοθέτησης σημασία έχει και στο στάδιο του απολογισμού να μπορούμε να πάμε και να δούμε τι πράγματι πετύχαμε. Γιατί αν για όσους ξέρουν η συζήτηση του Προϋπολογισμού είναι η μητέρα των μαχών στην Βουλή μαζί με την ψήφο εμπιστοσύνης, η συζήτηση του απολογισμού είναι μια πολύ αδιάφορη και διεκπεραιωτική διαδικασία
Και επειδή προφανώς δεν αρκεί η δημοσιότητα θα πρέπει να ζυγίσουμε σε πιο βαθμό, με ποιο τρόπο, ποιοι και με ποιες διαδικασίες θα θέτουν κάθε φορά κάποια ελάχιστα όρια κοινωνικής και οικονομικής ανταποδοτικότητας των δημοσίων δαπανών. Θα είναι αποκλειστικό προνόμια της εκάστοτε Κυβέρνησης όπου κατά βάση τις τελευταίες δεκαετίες είναι Κυβερνήσεις λίγων ετών ή θα πάμε σε ένα μοντέλο που για παράδειγμα, κοινωνικοί εταίροι και πολιτικό προσωπικό θα θέτουν κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους δεκαετίας για παράδειγμα και αυτό θα αποτελεί ένα κατά κάποιον τρόπο δεσμευτικό πλαίσιο για τις Κυβερνήσεις;
Το μοντέλο της απόλυτης ηγεμονίας είτε του πολιτικού προσωπικού σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, είτε της Κυβέρνησης με το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα, είτε ακόμη και μεταξύ του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης του, είναι εν μέρη κατανοητό αλλά ξεπερασμένο από την εποχή μας, εποχή πολύ πιο διαβουλευτική, πιο συνεργατική και με μεγαλύτερη ισχύ αυτού που στην Αμερική αποκαλούν “chek and balance”.
Μπορούμε και εμείς!