Στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής συζητείται σήμερα η πρόταση οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις ψηφιακές πλατφόρμες η οποία επιχειρεί αφενός να διασφαλίσει τα δικαιώματα περίπου 5,5 εκατομμυρίων εργαζομένων οι οποίοι εκτιμάται ότι δηλώνονται ψευδώς ως αυτοαπασχολούμενοικαι αφετέρου να ενισχύσει τη διαφάνεια στη διαχείριση των χρησιμοποιούμενων αλγορίθμων.
Tου Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής συζητείται σήμερα η πρόταση οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις ψηφιακές πλατφόρμες η οποία επιχειρεί αφενός να διασφαλίσει τα δικαιώματα περίπου 5,5 εκατομμυρίων εργαζομένων οι οποίοι εκτιμάται ότι δηλώνονται ψευδώς ως αυτοαπασχολούμενοι και αφετέρου να ενισχύσει τη διαφάνεια στη διαχείριση των χρησιμοποιούμενων αλγορίθμων.
Την πρόταση οδηγίας της Κομισιόν αλλά και το χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης για την εφαρμογή της θα παρουσιάσει στην κοινοβουλευτική επιτροπή ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Παναγιώτης Τσακλόγλου. Σημειώνεται ότι η δέσμη μέτρων της Κομισιόν έχει ιδιαίτερη σημασία αφού σήμερα εργάζονται σε ψηφιακές πλατφόρμες -συχνά με «θολό» εργασιακό καθεστώς-πάνω από 28 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ το 2025, ο αριθμός αυτός αναμένεται να φτάσει τα 43 εκατομμύρια. Επίσης, στην ΕΕ υπάρχουν σήμερα περισσότερες από 500 ψηφιακές πλατφόρμες εργασίας και τα συνολικά έσοδά τους ανέρχονται σε 20 δισ. ευρώ.
Κύρια αιτία της παρέμβασης είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες πλατφόρμες δηλώνουν το σύνολο των εργαζομένων τους ως αυτοαπασχολούμενους αλλά η Κομισιόν εκτιμά ότι αυτό είναι ψευδές ή έστω εσφαλμένος για περίπου 5,5 εκατομμύρια από αυτούς. Στην ουσία δηλαδή πρόκειται για εργαζόμενους που πληρούν τις προϋποθέσεις της εξαρτημένης εργασίας αλλά δηλώνονται αυτοπασχολούμενοι προκειμένου να αποφευχθούν νομικές ή φορολογικές υποχρεώσεις από πλευράς των εταιρειών. Το ζήτημα έχει καίρια σημασία γιατί όσοι χαρακτηριστούν εργαζόμενοι αποκτούν δικαίωμα σε κατώτατο μισθό, σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, στην προστασία του χρόνου εργασίας και της υγείας, σε άδεια μετ' αποδοχών ή σε βελτιωμένη πρόσβαση σε προστασία από εργατικά ατυχήματα, σε παροχές ανεργίας και ασθενείας, καθώς και σε ανταποδοτικές συντάξεις γήρατος.
Σε αυτό το πλαίσιο η πρόταση οδηγίας παρέχει έναν κατάλογο κριτηρίων για τον προσδιορισμό του κατά πόσον μια ψηφιακή πλατφόρμα εργασίας ασκεί έλεγχο σε ένα πρόσωπο και, ως εκ τούτου, κατά πόσον το πρόσωπο θα πρέπει να θεωρείται εργαζόμενος. Εάν πληρούνται τουλάχιστον δύο από τα παρακάτω κριτήρια, η πλατφόρμα θεωρείται εργοδότης: 1) Καθορισμός του ύψους των αποδοχών ή ανώτατων ορίων, 2) Επίβλεψη της εκτέλεσης της εργασίας με ηλεκτρονικά μέσα, 3) Περιορισμός της ελευθερίας επιλογής του ωραρίου εργασίας ή των περιόδων απουσίας, αποδοχής ή άρνησης καθηκόντων ή προσφυγής σε υπεργολάβους ή αναπληρωτές, 4) Καθορισμός ειδικών δεσμευτικών κανόνων όσον αφορά την εμφάνιση, τη συμπεριφορά έναντι του αποδέκτη της υπηρεσίας ή την εκτέλεση του έργου, 5) Περιορισμός της δυνατότητας δημιουργίας πελατειακής βάσης ή εκτέλεσης εργασιών για οποιονδήποτε τρίτο.
Η πρότασης οδηγίας στοχεύει όμως και στην ενίσχυση των κανόνων διαφάνειας στη διαχείριση των αλγορίθμων τους. Ειδικότερα, τα άτομα που εργάζονται σε πλατφόρμες θα έχουν το δικαίωμα να ενημερώνονται σχετικά με τα συστήματα αυτοματοποιημένης παρακολούθησης και λήψης αποφάσεων που χρησιμοποιούνται και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν τις συνθήκες εργασίας τους. Επιπλέον οι ψηφιακές πλατφόρμες εργασίας δεν θα είναι σε θέση να συλλέγουν ή να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δεν σχετίζονται άμεσα με την εκτελούμενη εργασία. Ακόμη, δεν θα επιτρέπεται να συλλέγουν δεδομένα ενόσω το πρόσωπο δεν είναι συνδεδεμένο στη σχετική εφαρμογή ή ιστότοπο. Περαιτέρω οι πλατφόρμες θα υποχρεούνται να παρακολουθούν και να αξιολογούν τον αντίκτυπο των ατομικών αποφάσεων που λαμβάνονται ή υποστηρίζονται από συστήματα αυτοματοποιημένης παρακολούθησης και λήψης αποφάσεων σχετικά με τις συνθήκες εργασίας, όπως η αμοιβή ή ο χρόνος εργασίας.Ακόμη, τα άτομα που εργάζονται σε πλατφόρμα θα έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν εξηγήσεις για σημαντικές αυτοματοποιημένες αποφάσεις που επηρεάζουν τις συνθήκες εργασίας και να προσφεύγουν κατά αυτών.