Του Θεοδόση Κυριακίδη
Επιστημονικού συνεργάτη Έδρας Ποντιακών Σπουδών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και επισκέπτης καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος
Του Θεοδόση Κυριακίδη
Επιστημονικού συνεργάτη Έδρας Ποντιακών Σπουδών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και επισκέπτης καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος
Η ρωμαιοκαθολική παρουσία στον Πόντο χρονολογείται ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια, αλλά συστηματικότερη ρωμαιο-καθολική ιεραποστολή αναπτύχθηκε από το 1845 και εξής. Οι καθολικοί ιεραπόστολοι με κέντρο την Τραπεζούντα ανέπτυξαν ένα εκτεταμένο δίκτυο ιεραποστολικών σταθμών κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας, με μεγαλύτερους και μικρότερους ιεραποστολικούς σταθμούς σχεδόν σε όλες τις πόλεις του Πόντου. Η παρουσία των ρωμαιοκαθολικών στην περιοχή κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο τεκμηρίωσης του εγκλήματος που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί εναντίον των χριστιανικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας, και παρά το γεγονός πως είχαν σαφείς οδηγίες από τις προϊστάμενες αρχές τους να μην αναμειγνύονται στα πολιτικά ζητήματα, κατέγραψαν στις μαρτυρίες τους τις θηριωδίες σε βάρος του Ελληνισμού.
Ο ΠΑπας ΒενΕδικτος ΙΕ’ (1914-1922) καθ’ όλη την περίοδο της Γενοκτονίας είχε άμεση ενημέρωση για τα γεγονότα από το δίκτυο των ιεραποστόλων και τον αποστολικό επιτετραμμένο της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος βοήθησε τους Έλληνες τόσο με αποστολή χρηματικής βοήθειας όσο και με ίδρυση ορφανοτροφείων στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με συνεχείς διαμαρτυρίες αρχικά στους υπουργούς της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον Μεγάλο Βεζίρη, μέχρι, αργότερα, και στον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ. Ειδικότερα, τον Μάρτιο του 1921 απεύθυνε έκκληση προς τον Κεμάλ να δώσει το γρηγορότερο δυνατό αυστηρές διαταγές, για να εξασφαλιστεί ο σεβασμός της ζωής και των αγαθών των χριστιανών του Καυκάσου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας.
ΧαρακτηριστικΗ της κατάστασης είναι η επιστολή που στέλνει στις 8 Μαΐου 1922 ο προϊστάμενος της ιεραποστολής p. Lorenzo da Montemarciano, στην οποία σημείωνε ότι από τον ελληνικό πληθυσμό στην πόλη της Τραπεζούντας είχαν μείνει μόνο γυναίκες και παιδιά. Επιπλέον, στη Σαμψούντα δεν υπήρχε πια κανένας άντρας, εκτός από κάποιους ηλικιωμένους, ενώ στο εσωτερικό δεν είχε παραμείνει πια κανένα ελληνικό χωριό. Όλοι είχαν δολοφονηθεί και τα χωριά λεηλατηθεί. Για τη δράση του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα έγραφε ότι «διατρέχει την ύπαιθρο, σκοτώνει, λεηλατεί και καταστρέφει τα πάντα ατιμώρητος. Οι αρχές δεν μπορούν να κάνουν τίποτε εναντίον του, έχει απόλυτη εξουσία στην οποία όλοι είναι υποχρεωμένοι να σκύβουν το κεφάλι. Η ομάδα του αποτελείται από περίπου εκατό άντρες της ίδιας ποιότητας μ’ αυτόν και εξορίζουν τους Έλληνες από την πόλη σκοτώνοντας τους περισσότερους απ’ αυτούς. Δεν περνάει μέρα και νύχτα που να μη σκορπίσει αίμα. Εισβάλλει στα σπίτια αιφνιδίως, αρπάζει από τα χέρια των συζύγων τους άντρες, από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν».
ΣυγκινητικΗ είναι η μαρτυρία που καταθέτει ο ιεραπόστολος p. Cirillo, στις 22 Δεκεμβρίου 1922 για την Πόντια γυναίκα και τον ηρωισμό με τον οποίο αντιμετώπιζε τα δεινά της. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «διωκόμενη, πεινασμένη, γυμνή, μακριά από τον άντρα της, η Ελληνίδα γυναίκα της Τραπεζούντας, μια αληθινή χριστιανή ηρωίδα, αντάξια των ενδόξων προγόνων μαρτύρων, ήξερε πώς να διατηρήσει, με κόστος αγώνων ανδροπρεπών και χριστιανικών, την τιμή του φύλου της, της οικογένειάς της και της πίστης των προγόνων της. Αυτές οι αρετές βρίσκονται δύσκολα ακόμη και στα καθολικά κέντρα και παρουσιάζονται για να τα θαυμάζουν οι πιστοί. Εγώ τις θαυμάζω και όσοι είμαστε εδώ δοξάζουμε τον Θεό γι’ αυτήν την ηρωική αλήθεια», ενώ κλείνει γράφοντας πως «όλη αυτή η ευσέβεια είναι καταδικασμένη σε καταστροφή λόγω των συστηματικών εκτοπίσεων που οργανώνει η κυβέρνηση του Κεμάλ σε εκείνες τις περιοχές. Οι ληστές και οι στρατιώτες με χιλιάδες παρενοχλήσεις, βρισιές και απαγωγές καθιστούν αδύνατη τη ζωή για τον χριστιανικό πληθυσμό. Μέχρι τώρα έχουν φύγει περίπου 5.000 άτομα και εξακολουθούν να υπάρχουν τρεις φορές περισσότεροι, όπου χωρίς όλα τα απαραίτητα για την επιβίωση, καταδικάζονται σε μια αβέβαιη ζωή στις περιοχές που εκτοπίζονται. Παρ’ όλα αυτά προκειμένου να διατηρήσουν την πίστη τους και την τιμή τους, που έχει εκτεθεί επικίνδυνα, προτιμούν τον θάνατο». Κλείνοντας την επιστολή του, σημείωνε ότι κατά τη διάρκεια της συγγραφής της επιστολής πληροφορήθηκε ότι ο (Τοπάλ) Οσμάν, κατά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη, ζήτησε από τις αρχές της Ινέμπολης πενήντα άντρες. Τους είκοσι πέντε απ’ αυτούς τους έριξε στο καμίνι του λέβητα του ατμόπλοιου και τους άλλους είκοσι πέντε στη θάλασσα.
Οπως σημεΙωναν σε όλες τις επιστολές τους οι ιεραπόστολοι, οι Έλληνες «αυτή τη στιγμή υποφέρουν από τρομερούς διωγμούς, σίγουρα όχι για άλλο λόγο, παρά επειδή είναι χριστιανοί… Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι πραγματικοί μάρτυρες»...