Ανατρέχοντας στα στατιστικά αρχεία, για βρω πότε στο παρελθόν είχαμε ξανά πληθωρισμό 6,2%, έφτασα στον Φεβρουάριο του 1997 όταν ο πληθωρισμός είχε διαμορφωθεί στο 6,5%. Γράφει ο Πάνος Φ. Κακούρης.
Του Πάνου Φ.Κακούρη
[email protected]
Ανατρέχοντας στα στατιστικά αρχεία, για βρω πότε στο παρελθόν είχαμε ξανά πληθωρισμό 6,2%, έφτασα στον Φεβρουάριο του 1997 όταν ο πληθωρισμός είχε διαμορφωθεί στο 6,5%.
Τα ποσοστά του τιμαρίθμου είναι παρόμοιου ύψους αλλά υπάρχει διαφορά τάσης. Προ 25 ετών ο πληθωρισμός ήταν σε φάση αποκλιμάκωσης και έτεινε προς την περιοχή του 2%, που ήταν ένα από τα «διαβατήρια» της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ και στο ευρώ.
Σήμερα, η πορεία είναι αντίστροφη, ανοδική, καθώς λόγω των τιμών της ενέργειας ξεκινήσαμε από τον αποπληθωρισμό μέχρι την άνοιξη του 2021 και ήδη έχουμε υπερβεί το 6%.
Ενδιαφέρουσα όμως είναι η ιστορική αναδρομή στην προ ενταξιακή περίοδο της χώρας στο ευρώ κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα και το πως προσεγγίσαμε το κριτήριο των τιμών για την ένταξη στην ΟΝΕ.
Η προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού προς το «μαγικό» 2% κλιμακώθηκε το 1999, οπότε και επιτεύχθηκε ο στόχος.
Για να ενταχθεί μια χώρα στο ευρώ, θα έπρεπε (εκτός από τα άλλα κριτήρια, ελλείμματος, χρέους κ.λπ.), το ποσοστό του πληθωρισμού να μην υπερβαίνει περισσότερο από 1,5% τον δείκτη των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις.
Αυτό το πετύχαμε το 1999, που ήταν το κρίσιμο έτος, πλην όμως ήταν μόνο συγκυριακά, μια εξέλιξη που αργότερα γέννησε απορίες.
Ενώ ο μέσος εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή το 1999 ήταν στο 2,1% (χαμηλό ιστορικό ποσοστό), κλειδώνοντας την ένταξη στην ΟΝΕ και στο ευρώ, μετά η προσπάθεια ξεφούσκωσε και ο πληθωρισμός πήρε την ανιούσα.
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2002, ο μήνας που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το ευρώ, η Ελλάδα είχε υπερδιπλάσιο πληθωρισμό, ήτοι 4,8%, σε σχέση με το μέσο ποσοστό του 1999 (2,1%) με το οποίο εντάχθηκε στην ΟΝΕ.
Παρατηρείται, δε, ότι η μείωση του πληθωρισμού το 1999 ήταν απότομη και σε συνδυασμό με την μετέπειτα ανοδική του πορεία προκύπτει μια εξέλιξη του τιμαρίθμου την επίμαχη περίοδο, τύπου V, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Το 1998 ο εναρμονισμένος πληθωρισμός, σε μέσα επίπεδα είχε κλείσει στο 4,5%, κινούμενος από το 3,3% έως και το 5,1%.
Το 1999 ο μέσος ΕνΔΤΚ υποχώρησε στο 2,1%, με ανώτερη τιμή το 3,3% και κατώτερη το 1,3%.
Το 2000, ο μέσος πληθωρισμός ανέβηκε στο 2,9%, ενώ το 2001 αυξήθηκε περεταίρω στο 3,6%.
Το 2002, έτος κατά το οποίο κυκλοφόρησε το ευρώ, ο μέσος ΕνΔΤΚπραγματοποίησε νέο άλμα, στο 3,9%.
Μάλιστα τον Ιανουάριο του 2002, μήνας πρώτης κυκλοφορίας του ευρώ, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός της Ελλάδας είχε εκτιναχθεί στο 4,8%.
Οι κακές γλώσσες λένε, πως υπήρχε μια άτυπη συνεννόηση κυβέρνησης και επιχειρήσεων και τις ημέρες που γινόταν οι τιμοληψίες από τα συνεργεία της τότε εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (σήμεερα ΕΛΣΤΑΤ), εντελώς… συμπτωματικά, γινόταν προσφορές στα ράφια των καταστημάτων. Έτσι καταγράφονταν μειωμένες τιμές στα αγαθά και ο πληθωρισμός έβαινε αποκλιμακούμενος.
Η μετέπειτα ανοδική πορεία του δείκτη του πληθωρισμού, δείχνει πως οι κακές γλώσσες είχαν δίκιο, καθώς, σταμάτησαν οι στοχευμένες προσφορές.
Ευτυχώς η «απογραφή» που διενεργήθηκε τη δεκαετία του 2000 και εντόπισε κρυφά ελλείμματα και χρέη, δεν ακούμπησε και τον πληθωρισμό.