Δυο παιδιά, ο Μέμο και ο Γιουσούφ, υποχρεώνονται σε κρύο ντους από τον επιστάτη ενός οικοτροφείου μέσα στο καταχείμωνο, προς παραδειγματισμό – αλλά και για ασήμαντη αφορμή. Αυτή είναι η εισαγωγική σεκάνς της ταινίας «Φύλακας αδελφός».
«Φύλακας αδελφός» - Η ελπίδα πεθαίνει, η ζωή συνεχίζεται
Το σκληρό – και όχι αδίκως, πολυβραβευμένο – φιλμ του Φερίτ Καραχάν θα αναμετρηθεί με τους πιο τολμηρούς θεατές, σε μια εβδομάδα που προσφέρει λίγο απ’ όλα.
Δυο παιδιά, ο Μέμο και ο Γιουσούφ, υποχρεώνονται σε κρύο ντους από τον επιστάτη ενός οικοτροφείου μέσα στο καταχείμωνο, προς παραδειγματισμό – αλλά και για ασήμαντη αφορμή. Αυτή είναι η εισαγωγική σεκάνς της ταινίας «Φύλακας αδελφός». Όταν ξεκινάει έτσι μια ταινία, δεν ποντάρεις πολλά στο ενδεχόμενο ενός ελπιδοφόρου φινάλε. Ο άνθρωπος που την έφτιαξε όμως, ο σκηνοθέτης Φερίτ Καραχάν, μας έχει «παγιδέψει» στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση του Γιουσούφ, του μικρού κούρδου που προσπαθεί να σώσει τη ζωή του Μέμο, του βαριά άρρωστου φίλου του που «σβήνει». Είναι από μόνη της μια πολύ δυνατή λαβή.
Όμως δεν βρήκα φτήνια στο βλέμμα αυτής της ταινίας. Το θέμα της, την απασχολεί. Παίρνει μάλιστα και ένα μεγάλο σεναριακό ρίσκο, καθώς το δράμα του παιδιού μετατρέπεται σε Καφκικό εφιάλτη (οι συγκρούσεις του με το γραφειοκρατικό σύστημα του οικοτροφείου). Είναι το σημείο όπου ο Καραχάν μεγαλουργεί: Το κατάμαυρο χιούμορ όχι μόνο δεν «κλωτσάει», αλλά εντάσσεται πλήρως μέσα στον ρεαλισμό που η ταινία υπηρετεί. Αυτό την κάνει ακόμα πιο δυσβάσταχτη. Προφανώς κανείς δε θα περάσει «καλά» βλέποντας τον «Φύλακα αδελφό». Ούτε και θα έπρεπε.
Η αφήγηση του βρίσκει το «καύσιμο» για την ορμητική της δύναμη στο φοβισμένο βλέμμα του Γιουσούφ. Η δε αντίστιξη του με το χιονισμένο τοπίο της Ανατολίας, οδηγεί την ταινία στα όρια του υπερ-ρεαλισμού, όπου το αποκαρδιωτικά γελοίο συναντά το ακραία δραματικό: Από τη μια ο κυνισμός των διοικούντων και από την άλλη η φθίνουσα παιδικότητα των μαθητών. Ο μικρός πρωταγωνιστής προσπαθεί με κάθε τρόπο να ευαισθητοποιήσει τους δασκάλους και τον διευθυντή του οικοτροφείου (τα παιδιά είναι ουσιαστικά παγιδευμένα σε ένα απόμακρο παγωμένο οικοτροφείο με «ειδίκευση» στα παιδιά Κουρδικής καταγωγής). Οι προσπάθειες του πέφτουν στο κενό. Κανείς δεν θέλει πραγματικά να βοηθήσει. Η απόγνωση διαδέχεται τη ματαιότητα, και η ματαιότητα την οργή.
«Μόνο θυμωμένος άνθρωπος κάνει τέτοια ταινία», σκέφτηκα με το που τελείωσε το φιλμ. Αργότερα έμαθα πως ο σκηνοθέτης έχει κάθε λόγο να είναι θυμωμένος: Μεγάλωσε σε ένα τέτοιο οικοτροφείο, κάτω από εξίσου απάνθρωπες συνθήκες. Διαβάζω πως προσπαθεί να κάνει αυτή την ταινία από το 2009. Στις συνεντεύξεις του τονίζει πως η σύζυγος του ήταν αυτή που τον βοήθησε να αντιμετωπίσει μετωπικά τα βιώματα του, έτσι ώστε να μεταμορφωθούν σε δράμα, σε ιστορία (υπογράφουν μαζί το σενάριο). Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία αγωνιώδης και απέριττη, ρεαλιστική και παράλογη, που αντηχεί τον οργισμένο σπαραγμό του δημιουργού της.
Πρόκειται για μια συμπαραγωγή Τουρκίας – Ρουμανίας όπου μάλιστα διακρίνει κανείς εύκολα τόσο τον άγριο ρεαλισμό του Γιλμάζ Γκιουνέι (όπως αυτό εκφράστηκε στον συγκλονιστικό «Τοίχο» του), όσο και τον σαρκαστικό τόνο του Κρίστι Πούιου (η «Οδύσσεια του κύριου Λαζαρέσκου» και η ταινία του Καραχάν φτιάχνουν ένα double-bill για – κυριολεκτικά – τολμηρούς θεατές). Με μια μεγάλη διαφορά όμως: Αν το σαρδόνιο χιούμορ του Πούιου προκύπτει από την αποστασιοποιημένη ματιά ενός διανοούμενου, ο Καραχάν μοιάζει να οδηγείται σ’ αυτό σιχτιρίζοντας, σα να είναι η μόνη του επιλογή.
Ποια είναι η τύχη μιας τέτοιας ταινίας σήμερα, ειδικά έτσι όπως μοιάζει να βγαίνει «στα πεταχτά», δίχως κάποια φροντίδα για την προώθηση της από την εταιρία που την διαχειρίζεται; Ποια θα ήταν πριν την πανδημία; Γιατί το κοινό (έστω, ένα κάποιο κοινό) πήγε να δει τον «Τοίχο» του Γκιλμάζ Γκιουνέι το 1983; Δούλεψε το "εμπορεύσιμο" στίγμα του κυνηγημένου καλλιτέχνη; Ή μήπως, απλούστερα, αυτές οι δυσάρεστες ταινίες αποτέλεσαν το απαραίτητο αντίδοτο στη σοροπιαστή γλύκα μιας Δύσης που υποσχόταν ένα ακόμα καλύτερο μέλλον;
Η πραγματική ιστορία της οικογένειας Γουίλιαμς που ανέθρεψε στους κόλπους της δύο από τους μεγαλύτερους θρύλους στον παγκόσμιο πρωταθλητισμό, είναι αυτή που απασχολεί το «King Richard», με τον πρωταγωνιστή της, Γουίλ Σμιθ, να αποτελεί φαβορί για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Και είναι ένας Σμιθ που ομολογουμένως δίνει ρέστα, απολαμβάνοντας την «εξαφάνιση» του σε έναν τέτοιο ρόλο (που όμως, παραμένει μονοδιάστατος μέχρι τέλους). Στην αρχή νομίζεις πως θα δεις μια ιστορία τύπου «Ρόκι», και προετοιμάζεσαι για μια κορύφωση που δεν έρχεται ποτέ: «Η Μέθοδος των Γουίλιαμς» (όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της ταινίας) είναι πάνω απ’ όλα ένα φιλμ για την οικογενειακή ενότητα, αλλά με το μεγαλεπίβολο εκτόπισμα ενός έπους. Έλα όμως που η ταινία διαρκεί δυόμιση ώρες, και πάλι αισθάνεσαι πως της λείπει ένα φινάλε. Υπάρχει κάτι βαθιά αντιδραστικό σε αυτή την δραματουργική επιλογή, ειδικά όταν το επιμύθιο είναι τόσο ισχνό.
Σε μια μικρή πόλη στο Δέλτα του Νείλου μια 19χρονη κοπέλα ζει διπλή ζωή: την αληθινή, που καθορίζεται από τη συντηρητική αιγυπτιακή κοινωνία, και τη μυστική, αυτή του διαδικτύου. Το δε Αιγυπτιακό δράμα «Τα μυστικά της αδερφής μου» εξετάζει ένα περίπλοκο κοινωνικά ζήτημα (τη θέση των social media στις ζωές μας – και ιδίως στα απολυταρχικά καθεστώτα) με ματιά καθαρή, χωρίζοντας το δράμα στα δύο και επιτρέποντας στο φινάλε μια μικρή νότα ελπίδας, έστω κι αν αυτή αντηχεί σε ένα τοπίο ζοφερό και άδειο. Πιο ισχυρές οι στιγμές που οι πρωταγωνίστριες της Αϊτέν Αμίν ξεφεύγουν από τον ασφυκτικό τους περίγυρο και, με την κάμερα να τις καταγράφει σχεδόν πάντα σε κοντινό, γελούν, κλαίνε, απογοητεύονται και ωριμάζουν. Υπάρχει κάτι σε αυτό το φιλμ που πρέπει να ακουστεί.
Στο «Ένας οργισμένος άνδρας εκδικείται», ο Γκάι Ρίτσι σκηνοθετεί τον Τζέισον Στέιθαμ να κάνει αυτό που λέει ο τίτλος – και ήδη για πολλούς που διαβάζουν αυτές τις γραμμές έχω πει αρκετά. Πάντως, δεν είναι κακό (επειδή έχει κάνει και πολλά τέτοια), και αυτή τη φορά τα σκηνοθετικά κολπάκια του Ρίτσι με τον χρόνο αποδίδουν. Ναι, θα μπορούσε και να ήταν λιγότερο πομπώδης ο «βαρύς» τόνος του, είναι όμως σίγουρα προτιμότερο από το άχαρο «Uncharted», μια σαχλαμάρα βασισμένη σε video-game.
Το Χόλιγουντ αδυνατεί ακόμα να κατανοήσει πως τα σύγχρονα video games αποτελούν πλέον ξεχωριστές μορφές τέχνης, και όχι «αποπαίδια» του κινηματογράφου (όπως δηλαδή τα μεταχειρίζεται).
Δίπλα τους, το ελληνο-κινέζικο ρομάντζο «Μια νύχτα στη Σαγκάη», μια ταινία προβλέψιμη και παράξενη μαζί. Όλα τα συστατικά που περιμένεις από μια ταινία του είδους είναι εκεί, αλλά τίποτα δεν λειτουργεί. Δεν υπάρχει καμιά κινηματογραφική ματιά ούτε στο πιο γενικό πλάνο, και η αδυσώπητα γλυκερή μουσική εξαφανίζει ακαριαία τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών.
Σεναριακά θυμίζει χίλια δυο φιλμ, αλλά οι επιρροές αυτές είναι τόσο «χτυπητά» ραμμένες πάνω στο σώμα της πλοκής που ειλικρινά, το κάνουν να μοιάζει περισσότερο με προσχέδιο ταινίας (ή με μια ακριβή «πτυχιακή») παρά με καλοζυγισμένο προϊόν. Χρειάζονται και ψυχούλα αυτά.