Σε παγκόσμια κλίμακα, με βάση τα στοιχεία της UNESCO (2014-2016), 31% των επιστημόνων είναι γυναίκες, εκ των οποίων 3% στον τομέα της Πληροφορικής, 5% στις φυσικές επιστήμες, στα μαθηματικά και στη στατιστική και 8% στους χώρους της μηχανικής, τη βιομηχανίας και των κατασκευών.
Της Μαίρης Λεοντσίνη*
Η έμφυλη ισότητα και η σημασία της επιστημονικής έρευνας συνιστούν αναπόδραστες προϋποθέσεις για την υλοποίηση των συμφωνημένων από τα Ηνωμένα Έθνη στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Το 2015 κρίθηκε απαραίτητο να υπενθυμίζεται διεθνώς μια μέρα το χρόνο, η σύνδεση της έμφυλης ανισότητας με την επιστημονική πρόοδο και στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, η 11η Φεβρουαρίου ανακηρύχθηκε Διεθνής Μέρα για τη Συμμετοχή των Κοριτσιών και των Γυναικών στις (Φυσικές) Επιστήμες. Η ανάγκη για την ετήσια υπενθύμιση αυτής της σύνδεσης αντλεί τόσο από την περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στην επιστημονική έρευνα όσο και από την κοινώς αποδεκτή παραδοχή της «ουδετερότητας» του επιστημονικού χώρου ως προς το περιεχόμενο και την εσωτερική οργάνωσή του.
Σύμφωνα με την έρευνα Women in Science 2020 οι γυναίκες αποτελούν τη μειονότητα των ερευνητών σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε παγκόσμια κλίμακα, με βάση τα στοιχεία της UNESCO (2014-2016), 31% των επιστημόνων είναι γυναίκες, εκ των οποίων 3% στον τομέα της Πληροφορικής, 5% στις φυσικές επιστήμες, στα μαθηματικά και στη στατιστική και 8% στους χώρους της μηχανικής, τη βιομηχανίας και των κατασκευών.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ερευνητριών στις Φυσικές Επιστήμες ανέρχεται στο 37,8% και αν αναζητήσουμε στοιχεία για την εσωτερική ιεραρχία των επιμέρους χώρων, ελάχιστες ερευνήτριες συμμετέχουν σε όργανα λήψης αποφάσεων για το ερευνητικό πεδίο τους. Σύμφωνα με το Σχέδιο Δράσης για την Έμφυλη Ισότητα, που εγκρίθηκε τον περασμένο μήνα από τη Σύγκλητο του ΕΚΠΑ, μόνο 31% των μελών ΔΕΠ πρώτης βαθμίδας είναι καθηγήτριες και σε ορισμένα επιστημονικά πεδία όπως σε αυτά της της Σχολής Θετικών Επιστημών οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ ανέρχονται στο το 26% και στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο 28%.
Τα εμπόδια που αποτρέπουν τις γυναίκες να συμμετέχουν στην παραγωγή της επιστημονικής γνώσης παραμένουν αόρατα, αντιμετωπίζονται ως επιμέρους συνθήκες, που δεν αφορούν το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, αλλά οι επιπτώσεις τους δυσχεραίνουν την επίτευξη των στόχων για τη βιώσιμη ανάπτυξη και παράλληλα (ανα)παράγουν ιεραρχήσεις εις βάρος των γυναικών.
Η πολυθρύλητη «ουδετερότητα» του περιεχομένου της επιστημονικής γνώσης έχει δεχτεί σοβαρή κριτική σε πανεπιστημιακό επίπεδο, τόσο ως προς την υπεροχή των σεξιστικών προκαταλήψεων, που τη διέπουν, αλλά και ως προς το διπολικό (άρα ταξινομικό) σχήμα κυριαρχίας / υποτέλειας, το οποίο επικρατεί στην ερευνητική διαδικασία. Ο έμφυλος καταμερισμός εργασίας που βασίζεται στην εξίσωση της αρρενωπότητας με την τεχνική / επιστημονική γνώση και επάρκεια, οι έμφυλοι συμβολισμοί των επιστημονικών επιτευγμάτων και η έμφαση στην (έμφυλη) εξειδίκευση της επιστημονικής γνώσης συνιστούν παράγοντες, που καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε αν επιδιώκουμε να αναδείξουμε τη σύνδεση της έμφυλης ανισότητας με την επιστημονική γνώση και να ενισχύσουμε το πρόταγμα της συμπεριληπτικής επιστήμης.
Με αφορμή την Διεθνή Ημέρα για τη συμμετοχή των Κοριτσιών και των Γυναικών στην Επιστήμη, η Επιτροπή Ισότητας των Φύλων (ΕΙΦ) και το Ιστορικό Αρχείο του ΕΚΠΑ, διοργανώνουν μια διαδικτυακή εκδήλωση με διακεκριμένες προσκεκλημένες από τις Σπουδές Φύλου και Επιστήμης, με μακροχρόνια επιστημονική ενασχόληση στην ανάλυση της έμφυλης ανισότητας στην παραγωγή της επιστημονικής γνώσης και της έρευνας, με στόχο να συμβάλουν στην ανάπτυξη της σχετικής συζήτησης.
Η εκδήλωση θα μεταδίδεται διαδικτυακά: https://youtu.be/Shc4Iy20EWE
*Η Μαίρη Λεοντσίνη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία στη Σχολή Επιστημών Αγωγής, Πρόεδρος της Επιτροπή Ισότητας των Φύλων του ΕΚΠΑ.