Η μνήμη και το αποτύπωμα της, ο μοναχικός ήρωας που αντιστέκεται στους άδικους νόμους μιας άρχουσας τάξης, κοινά στοιχεία δυο αξιόλογων ταινιών που κάνουν έξοδο αυτή την εβδομάδα.
Η μνήμη και το αποτύπωμα της, ο μοναχικός ήρωας που αντιστέκεται στους άδικους νόμους μιας άρχουσας τάξης, κοινά στοιχεία δυο αξιόλογων ταινιών που κάνουν έξοδο αυτή την εβδομάδα.
Δεν έγινε δημοσιογραφική προβολή για το «Moonfall» του Ρόλαντ Έμεριχ, το blockbuster της εβδομάδας. Θα το δω απόψε το βράδυ - το τρέιλερ πάντως με βομβάρδισε με ψηφιακές αναπαραστάσεις καταστροφής σε γη και διάστημα, οπότε ξέρω περίπου τι θα δω. Όπως ξέρω από τώρα πως θα είναι η πρώτη ταινία σε εισπράξεις τριημέρου – υποστηριζόμενη από ένα σαφώς μεγαλύτερο δίκτυο αιθουσών απ’ ότι οι δυο ευρωπαϊκές ταινίες που μας απασχολούν σήμερα. Δυο ταινίες που δεν πρόκειται να απογοητεύσουν τους θεατές τους. Αρκεί να τους βρουν. Γενικά, νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι του χώρου έχουμε αντιληφθεί πως αυτή η μεταβατική περίοδος δε θα περάσει αναίμακτα. Οι θεατές επίσης: Βλέπουν τα σινεμά να κλείνουν. Ό,τι δεν είναι franchise ή μεταφορά comic, καταβαραθρώνεται. Η δε γιγάντωση των πλατφόρμων είναι ίσως το πιο βαθύ πολιτιστικό κουσούρι που μας «χάρισε» η πανδημία, εγώ όμως πιστεύω πως το μέλλον δεν είναι ακόμα προδιαγεγραμμένο. Όσο τουλάχιστον η Γαλλία στηρίζει την κουλτούρα της αίθουσας – στην Ευρώπη τουλάχιστον, γιατί η παντοδύναμη κινηματογραφικά Ασία δεν έχει τέτοια προβλήματα. Τέλος πάντων, πρέπει να βοηθήσουμε κι εμείς, αυτό ήθελα να πω.
Η Μεγάλη Απόδραση
Όταν η ελευθερία είναι δώρο «εχθρού», ισούται με εχθρική κατοχή.
Σκηνοθεσία: Σεμπάστιαν Μάιζε
Σενάριο: Τόμας Ράιντερ & Σεμπάστιαν Μάιζε
Μουσική: Πέτερ Μπρότζμαν & Νιλς Πέτερ Μόλβαερ
Πρωταγωνιστούν: Φραντς Ρογκόφσκι, Γκέοργκ Φρίντριχ
Διάρκεια: 116 λεπτά
Διανομή: Ama Films
Ανάμεσα στο 1933 και το 1945, 100.000 gay άνδρες συνελήφθησαν στη Γερμανία από τους Ναζί, με αφορμή το άρθρο 175 του γερμανικού ποινικού κώδικα, που αναφερόταν στην ομοφυλοφιλία. Το άρθρο βέβαια υπήρχε και πριν, αλλά ήταν οι Ναζί που το μετέτρεψαν από πλημμέλημα σε αδίκημα. Από το 1934, οι τοπικές αστυνομικές αρχές κρατούσαν λίστες όλων των ανδρών που επιδίδονταν σε ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες, κατ’ εντολή της Γκεστάπο. Δε χρειάστηκε και μεγάλη προσπάθεια στο στήσιμο αυτού του δικτύου: Σε πολλά μέρη της Γερμανίας, η αστυνομία το έκανε ήδη επί χρόνια.
Οι Ναζί χρησιμοποίησαν αυτές τις «ροζ λίστες», για να καταδιώξουν ομοφυλόφιλα άτομα κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων. Γι’ αυτούς, η ανοχή έναντι των ομοφυλοφίλων εκ μέρους της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αποτελούσε ένδειξη της Γερμανικής παρακμής. Από τους 100.000 που συνελήφθησαν, οι περισσότεροι οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Από αυτούς επιβίωσαν μόλις τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι. Οι δεκατέσσερις απ’ αυτούς, ήταν και οι μόνοι που κατόρθωσαν να συμπληρώσουν αιτήσεις για αποζημίωση από το κράτος μετά το πέρας του πολέμου. Οι οκτώ, έλαβαν μια αποζημίωση 5.000 γερμανικών μάρκων.
Όμως οι ναζιστικές τροποποιήσεις του άρθρου 175 δεν ακυρώθηκαν. Αντιθέτως συνέχισαν να ισχύουν για δεκαετίες. 50.000 ομοφυλόφιλοι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία - κάποιοι είχαν ήδη «θητεύσει» στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η παράγραφος 175 ήταν άλλωστε και η μοναδική νομική επιβίωση των ναζιστικών διώξεων μετά τον πόλεμο – τι ειρωνεία! Στο μεταξύ, πίσω απ’ το τείχος, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ανατολικού Βερολίνου θεσμοθέτησε την παύση του άρθρου 175, το 1957. Στη Δυτική Γερμανία πάλι, ο νόμος «χαλάρωσε» το 1969 (χρονιά κατά την οποία οι ιστορικοί άρχισαν να συμπεριλαμβάνουν επίσημα τους ομοφυλόφιλους στα θύματα του Ολοκαυτώματος) και αποσύρθηκε επισήμως το 1994. Το 2002, η κυβέρνηση της χώρας απολογήθηκε δημόσια στην ομοφυλοφιλική κοινότητα. Δεκαπέντε χρόνια μετά, θα ανοίξει, επιτέλους, ο δρόμος για την αποκατάσταση και την αποζημίωση αυτών που καταδικάστηκαν βάσει του άρθρου 175.
Έχει φρέσκο – και αιμάτινο – αποτύπωμα λοιπόν αυτή η ιστορία. Και ο σκηνοθέτης Σεμπάστιαν Μάιζε την επεξεργάζεται με μεγάλη φροντίδα (είναι επίσης προσεκτικός με τη χρήση της μουσικής - always a plus). Και ο ήρωας του, ο Χανς, μοιάζει να σώθηκε από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης μόνο και μόνο για να μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Μόνη σταθερή σχέση στη ζωή του, εκείνη με τον επί σειρά ετών συγκρατούμενό του, έναν καταδικασμένο δολοφόνο. Και είναι λογικό που ο Σεμπάστιαν Μάιζε παρακολουθεί τον Χανς σε τρεις διαφορετικές ιστορικές περιόδους (1945, 1957, 1968), με μια γλώσσα που μαρτυρά βαθιά κινηματογραφική γνώση ενώ ταυτόχρονα δείχνει να ενδιαφέρεται και για την εξέλιξη της:
Δείτε πόσο σοφά επιλέγει να καταργήσει τη γραμμική σειρά αφήγησης, αφήνοντας συχνά την μια χρονική περίοδο να «σχολιάζει» την άλλη μέσω ενός περίτεχνου μοντάζ. Οι δε οπτικές παρατηρήσεις του, εσωκλείουν όλο το ιστορικό βάρος που πρέπει κάπως να αποτυπωθεί, χωρίς ποτέ να αφήσουμε την φυλακή – όπου κάποια στιγμή βλέπουμε τον Χανς να εργάζεται, ξηλώνοντας ναζιστικές στρατιωτικές στολές ούτως ώστε το ύφασμα να χρησιμοποιηθεί εκ νέου: Η εικόνα από μόνη της έχει πει τα πάντα.
Η «Μεγάλη Απόδραση» αποτελεί και την πρόταση της Αυστρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ - και βλέποντας την, σκεφτόμουν "δύσκολα θα δούμε ένα Αμερικάνικο ριμέικ". Βλέπετε, δεν υπερασπίζεται μονάχα το δικαίωμα στη συντροφικότητα αλλά και στη λαγνεία, καθώς ο Μάιζε δείχνει αποφασισμένος να κινηθεί πέραν της ηθικολογίας. Ο ήρωας του δεν επιθυμεί να ζήσει μια «κανονική» ζωή – και υπερασπίζεται σθεναρά την επιλογή του μέχρι τέλους. Και εδώ είναι μια κομβική διαφορά, που κάνει αυτή την λεπτοδουλεμένη ταινία (κάθε εποχή υποστηρίζεται και από ένα διαφορετικό κινηματογραφικό ύφος) τόσο σημαίνουσα, ιδίως δε όταν, στο κλείσιμο της, αφήνει τον θεατή με ένα ερώτημα, σε μια σεκάνς ιδιοφυώς αμφίσημη.
Το σκαρί
Απόκληροι σε γη και θάλασσα
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Αλεξ Καμιλέρι
Μουσική: Τζον Νάτσεζ
Πρωταγωνιστούν: Τζέσμαρκ Σικλούνα, Μικέλα Φαρούτζια, Νταβίντ Σικλούνα
Διάρκεια: 94 λεπτά
Διανομή: Weird Wave
«Luzzu» το λένε στη Μάλτα, «καϊκι» στην Ελλάδα. Περίπου 13.785 από αυτά (ξύλινα κυρίως, παραδοσιακά) καταστράφηκαν στη χώρα μας, από το 2018 μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τον Ελληνικό Σύνδεσμο Παραδοσιακών Σκαφών. Αυτή είναι άλλωστε η νομοθετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στοχεύει στη διακοπή της υπεραλίευσης στη Μεσόγειο.
Όπως και στην Ελλάδα λοιπόν, έτσι και στη Μάλτα, οι ψαράδες υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τα σκάφη και τις άδειές τους με αντάλλαγμα μερικές χιλιάδες ευρώ. Ωστόσο, ο νόμος ορίζει πως η άδεια αποζημίωσης πρέπει να υπογραφεί τη στιγμή της καταστροφής του σκάφους – άρα και μπροστά στα μάτια του ιδιοκτήτη του. «Τσακισμένοι», οι παλιοί τεχνίτες αποσύρονται, και μαζί με αυτούς, ένα μεγάλο κομμάτι της ναυτικής παράδοσης. Στο μεταξύ, η παράνομη αλιεία συνεχίζεται με φουσκωτά, ανεμότρατες που γδέρνουν τους βυθούς, και κυκλικά δίχτυα (γρι-γρι), «ενισχυμένα» με λάμπες δέκα φορές πιο ισχυρές από το επιτρεπόμενο, καταστρέφοντας τους γόνους.
Και επειδή στην Ελλάδα δεν στήθηκε ακόμα μια ταινία μυθοπλασίας γι’ αυτό, θα μιλήσουμε για το Μαλτέζικο δράμα «Το Σκαρί», όπου ένας οικογενειάρχης ψαράς παλεύει με το βαρκάκι του (ίσως το πιο φωτογενές που έχει κινηματογραφηθεί ποτέ), με τον ίδιο τρόπο που τα έφερνε βόλτα ο πατέρας του, ο παππούς του και ο προπάππους του. Δεν μπορεί όμως πια να ψαρεύει με τον ίδιο τρόπο. Τα νερά έχουν αλλάξει. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει επίσης. Ο ανταγωνισμός είναι πιο σκληρός από ποτέ. Οι άκαμπτοι – και συχνά παράλογοι – κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτουν σε κίνδυνο το επάγγελμα του. Οι διεφθαρμένες αρχές του λιμανιού, που κάνουν τα στραβά μάτια στους μεγαλοψαράδες, τον έχουν άχτι – όσο τους έχει κι αυτός. Μαθαίνει πως το παιδί του χρειάζεται άμεση ιατρική βοήθεια. Πρέπει να βρεθούν χρήματα, γρήγορα. Οι περισσότεροι έχουν ήδη αποσύρει τις βάρκες τους. Τσεπώνουν τις αποζημιώσεις και αλλάζουν δουλειά – ή εργάζονται παράνομα, σε άθλιες συνθήκες και πάντα υπό τον φόβο της σύλληψης. Ο Τζέσμαρκ όμως, ο ψαράς ήρωας μας, γνωρίζει πως βρίσκεται ενώπιον μιας μεγάλης επιλογής:
Δεν υπερασπίζεται μόνο τη δουλειά του, αλλά και έναν τρόπο ζωής.
Την παρακολουθούμε αυτή την τάση στο σινεμά, τα τελευταία χρόνια. Θυμηθείτε την Κολομβιανή «Σκουριά» του Χουάν Σεμπαστιάν Μέσα, το Περουβιανό «Mother Lode» του Ματέο Τορτόνε, ακόμα και το δικό μας «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη που έσκισε στα ταμεία το περασμένο καλοκαίρι (ας πούμε πως η γειτνίαση του τρέχοντος Λατινοαμερικάνικου κοινωνικού σινεμά με το αντίστοιχο ελληνικό δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη).
Σημειώστε παρακαλώ πως ο σκηνοθέτης Άλεξ Καμιλέρι μπορεί να είναι γεννημένος στην Αμερική, αλλά η καταγωγή του είναι από τη Μάλτα. Στην οποία και επέστρεψε για να γυρίσει αυτή την εξαιρετική ταινία που σκύβει πάνω από τα προβλήματα των ψαράδων της μικρής χώρας, αντλώντας στοιχεία τόσο από το σινεμά του Κεν Λόουτς, όσο και από τις διδαχές του Ιταλικού Νεορεαλισμού: Όπως έπραξε ο Βισκόντι στο «Η γη τρέμει», το 1943, έτσι κι αυτός φτιάχνει ένα καστ με ερασιτέχνες ψαράδες που υποδύονται τους εαυτούς τους. Και ο ψαράς Τζέσμαρκ Σκικλούνα είναι μια τρομερή αποκάλυψη στον πρώτο ρόλο – ένας «ακατέργαστος» ηθοποιός που παίζει βάσει ενστίκτου (όχι τυχαία, συνεργάστηκε στο σενάριο με τον σκηνοθέτη), φτιαγμένος από δωρική στόφα.