Του Νίκου Ροδόπουλου, Πρόεδρου και διευθύνοντος συμβούλου της OnLine Data A.E. και μέλους του Γενικού Συμβουλίου του ΣΕΒ
Naftemporiki Society
«ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ είναι ο γονιός της ανεργίας και η αφανής ληστεία αυτών που αποταμίευσαν» είχε πει η Μάργκαρετ Θάτσερ και εν μέρει είχε δίκιο. Σήμερα, οι παγκόσμιες πληθωριστικές τάσεις, που ήρθαν νωρίτερα και θα εξισορροπήσουν αργότερα από το αναμενόμενο, δημιουργούν τεράστια διαταραχή στη μικρομεσαία τάξη - τον συνήθη στοχευόμενο. Μάλιστα, πολλοί προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός μπορεί να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην οικονομία απ' ό,τι η πανδημία. Ήδη στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Consumer Price Index), αγγίζει το 7%, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 5,1% -το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας- και στη χώρα μας ξεπέρασε τον Νοέμβριο το 4,7%. Δηλαδή έχουμε αρχίσει να χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα για λιγότερα προϊόντα και υπηρεσίες.
ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ, είτε περιφερειακές, είτε εθνικές, δεν δείχνουν την απαιτούμενη νηφαλιότητα, έχοντας ξεκινήσει το γνωστό blame game, ρίχνοντας τα βάρη σε τρίτους. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η πανδημία αποπροσανατόλισε τις κυβερνήσεις (καλώς), μεταφέροντας το κέντρο βάρους της οικονομίας και της διοίκησης στη βιοτική και οικονομική βιωσιμότητα. Σε αυτή τη γενικευμένη χαοτική κατάσταση δημιουργήθηκε -εκ νέου- η «ευκαιρία» να συνεχιστεί αυτός ο ακήρυχτος πόλεμος που ξεκίνησε εν μέσω πανδημίας.
ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ εργοστασίων, λιμανιών και κεντρικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας έδωσε την αφετηρία για πολλές δεύτερες σκέψεις. Η έλλειψη σε πρώτες ύλες και η υπερεξάρτηση από χώρες με χαμηλό κόστος παραγωγής ξεκίνησε μια πρώτη συζήτηση για «στρατηγική επάρκεια» και «περιφερειακή παραγωγή», που σήμερα παραμένουν αφηγήματα ή στην καλύτερη περίπτωση βρίσκονται σε policy papers. Η εφαρμοστική πολιτική (οικονομική και διοικητική) χάνεται ακόμα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της γραφειοκρατίας και των συμφερόντων.
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ εφοδιαστική αλυσίδα έσυρε πρώτη τον χορό βλέποντας ότι το μεγάλο «χαμένο κενό» μπορούσε να καλυφθεί σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα. Κορυφή στην αβεβαιότητα υπήρξε το συμβάν του κλεισίματος της διώρυγας του Σουέζ, με άμεση διαταραχή (έναυσμα) τον δεκαπλασιασμό των παγκόσμιων θαλάσσιων ναύλων. Το ντόμινο είχε ξεκινήσει, η παγκόσμια αύξηση της ζήτησης σε προϊόντα, πρώτες ύλες και ανταλλακτικά, σε συνδυασμό με τον δεκαπλασιασμό του κόστους μεταφοράς, ήρθε να δώσει την πρώτη επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής.
ΣΤΟ ΠΑΖΛ ήρθε να προστεθεί και η ενεργειακή κρίση. Μια κρίση που μπορεί να θεωρηθεί τεχνητή. Η ανάγκη κατανάλωσης ίδιας ή και περισσότερης ενέργειας με την ταυτόχρονη -σχεδόν βίαιη- μείωση της ροής ενεργειακών πόρων από τις προμηθεύτριες χώρες, όχι μόνο μείωσε τα ενεργειακά αποθέματα, αλλά και δημιούργησε περιβάλλον πολιτικών και κερδοσκοπικών πιέσεων. Σε μία εποχή που η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν έχει φτάσει στο σημείο της αυτάρκειας -εάν θα το φτάσει ποτέ- και όταν η απολιγνιτοποίηση μειώνει ή εξαλείφει στρατηγικά πλεονεκτήματα χωρών και περιφερειών, το ενεργειακό κόστος αποτελεί μοχλό παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής πίεσης.
ΣΕ ΕΝΑ περιβάλλον μεταβλητότητας, ευαλωτότητας και αβεβαιότητας, η ύπαρξη ρεαλιστικών λύσεων είναι ουτοπία. Η προσεκτική και συνεχής παρακολούθηση των εξελίξεων, μπορεί -ίσως- σε αυτό το παγκόσμιο μπρα ντε φερ να μας δώσει την ευκαιρία για επιτυχημένες κινήσεις προφύλαξης των κοινωνιών μας.