Η κρίση στην Ουκρανία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και όλα τα σενάρια για την πορεία της είναι πιθανά. Μέχρι στιγμής όμως η εικόνα που παρουσιάζει αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «Δύση» είναι αποκαρδιωτική. Δεν είναι τόσο οι διαφωνίες μεταξύ Ευρωπαϊκών κρατών και μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η Ρωσία που εντυπωσιάζουν, όσο η έλλειψη σοβαρότητας που αποπνέουν οι δυτικές ηγεσίες εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης ασφάλειας στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
Του Άγγελου Χρυσόγελου*
Η κρίση στην Ουκρανία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και όλα τα σενάρια για την πορεία της είναι πιθανά. Μέχρι στιγμής όμως η εικόνα που παρουσιάζει αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «Δύση» είναι αποκαρδιωτική. Δεν είναι τόσο οι διαφωνίες μεταξύ Ευρωπαϊκών κρατών και μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η Ρωσία που εντυπωσιάζουν, όσο η έλλειψη σοβαρότητας που αποπνέουν οι δυτικές ηγεσίες εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης ασφάλειας στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν αδυνατεί να διατυπώσει μια ξεκάθαρη θέση και προκαλεί αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα, αλλά και θέληση, των ΗΠΑ να αποτρέψουν μια νέα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το αποκορύφωμα ήταν μια ακαταλαβίστικη απάντησή του σε συνέντευξη τύπου την περασμένη εβδομάδα που ερμηνεύτηκε ως ανοχή προς μια ρωσική «διείσδυση» αν αυτή είναι «μικρού μεγέθους». Αυτή η απάντηση προκάλεσε οργή στο Κίεβο. Όπως το συνηθίζει, ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι απάντησε με ευφυολογήματα στο Τουίτερ, με τον Λευκό Οίκο να ανταποδίδει με διαρροές που καλούν τον σύμμαχό τους να «σοβαρευτεί».
Στην Ευρώπη, οι μεγαλύτερες χώρες ακολουθούν την δική τους στρατηγική. Πιο πρόθυμη να βοηθήσει την Ουκρανία εμφανίζεται η Βρετανία, για την οποία η ενίσχυση του ΝΑΤΟ αποτελεί στρατηγικό στόχο μετά το Μπρέξιτ. Με τον Μπόρις Τζόνσον πιθανότατα στην πόρτα της εξόδου λόγω σκανδάλων, τόσο η υπουργός εξωτερικών όσο και ο υπουργός άμυνας ενδιαφέρονται για την διαδοχή, με αποτέλεσμα να προβάλουν μια ισχυρή εικόνα της Βρετανίας στην κρίση. Ταυτόχρονα όμως, δεν μπορούν να ξεφύγουν από την ευρω-φοβική λογική που διατρέχει το Συντηρητικό κόμμα. Ενδεικτικό είναι ότι αεροσκάφος της ΡΑΦ που μετέφερε οπλισμό και προσωπικό στην Ουκρανία παρέκαμψε τον εναέριο χώρο της Γερμανίας, στέλνοντας το μήνυμα ότι το Λονδίνο θεωρεί το Βερολίνο μη-αξιόπιστο σύμμαχο απέναντι στην Ρωσία.
Στην ΕΕ, ο Εμμανουέλ Μακρόν έχει την εξάμηνη προεδρία του Συμβουλίου και χρησιμοποίησε τον λόγο του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να ξαναδιατυπώσει το αίτημα μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας. Από την Ουάσιγκτον ήρθε η συνήθης απάντηση ότι οι ΗΠΑ «ενθαρρύνουν» μεν την ανάπτυξη της ΕΕ σε ζητήματα ασφάλειας, αλλά χωρίς αυτό να υπονομεύει την «δυτική ενότητα». Η εύσχημη διατύπωση που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ για να πουν ότι δεν ενδιαφέρονται πια για την Ευρώπη, αλλά δεν έχουν και καμιά διάθεση αυτή να ξεφύγει από την εποπτεία τους. Από την άλλη, και ο φιλοευρωπαϊσμός του Μακρόν μπορεί να θεωρηθεί υποκριτικός εφόσον χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο προβολής της Γαλλίας. Ο υπεύθυνος εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Μπορέλ διαμαρτύρεται σε κάθε δημόσια παρέμβασή του για το ουκρανικό ότι οι Βρυξέλλες έχουν αδικαιολόγητα παραμεριστεί.
Η νέα ουκρανική κρίση έχει δημιουργήσει τα περισσότερα προβλήματα στο Βερολίνο, όπου η νέα κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς ψάχνει τα πατήματά της. Μια κρίση στην Ουκρανία ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για την Γερμανία λίγους μόλις μήνες αφότου εγκρίθηκε η λειτουργία του ρωσογερμανικού, και ξεκάθαρα αντι-ουκρανικής λογικής, αγωγού Νορντ Στριμ ΙΙ. Το έργο προχώρησε παρά τις αντιδράσεις των ΗΠΑ και των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών χάρη στην επιμονή της Άγκελα Μέρκελ και του SPD του Σολτς. Το «ευχαριστώ» του Πούτιν ήταν η ανακίνηση μιας κρίσης που αναδεικνύει, ξανά, την Γερμανία ως αδύναμο κρίκο της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Στις ΗΠΑ, οι Ρεπουμπλικάνοι έφτασαν να προτείνουν νομοθεσία εναντίον του αγωγού και χρειάστηκε η κινητοποίηση του Λευκού Οίκου για να μην περάσει από την Γερουσία.
Ο Νορντ Στριμ είναι απαραίτητη πηγή ενέργειας για την γερμανική βιομηχανία σε μια περίοδο κατά την οποία τα κόστη της ενεργειακής μετάβασης γίνονται εμφανή. Εδώ διαφαίνεται η στρατηγική μυωπία της ΕΕ, η οποία ξεκίνησε αυτήν την διαδικασία έχοντας υποτιμήσει τόσο τις λαϊκές αντιδράσεις που η αναπόφευκτη εκτόξευση των τιμών ενέργειας θα προκαλούσε, όσο και τις ευκαιρίες που ανοίγονταν σε δικτάτορες τύπου Πούτιν να χρησιμοποιούν την ενέργεια ως μέσο εκβιασμού. Για άλλη μια φορά η Ευρώπη δεν μπόρεσε να προβλέψει τις προφανείς γεωπολιτικές επιπτώσεις των ιδεολογικών και οικονομικών επιλογών της.
Η σύνθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης δεν επιτρέπει να ξεπεραστούν αυτές οι αντιφάσεις. Η υπουργός εξωτερικών Μπέρμποκ ανήκει στο κόμμα των Πρασίνων, το οποίο έχει ταχτεί υπέρ του να ανασταλεί η λειτουργία του αγωγού ως πίεση προς την Μόσχα. Αυτό όμως δεν είναι αποδεκτό από το SPD. Την ίδια ώρα, η άπειρη Μπέρμποκ, της οποίας το κόμμα έχει εμπλακεί και σε σκάνδαλο οικονομικής κακοδιαχείρισης, δεν έχει αποφύγει τις γκάφες στις επισκέψεις της σε Μόσχα και Κίεβο. Διατυπώνοντας την μόνιμη γερμανική δικαιολογία ότι η «ιστορία» δεν επιτρέπει στο Βερολίνο να στείλει οπλισμό στην Ουκρανία για να χρησιμοποιηθεί εναντίον της Ρωσίας, δημιούργησε την ευκαιρία σε κάποιους να θυμίσουν ότι η γερμανική πολεμική βιομηχανία συναλλάσσεται ευχαρίστως με δεκάδες δικτατορικά καθεστώτα ανά τον κόσμο.
Η παράλυση της κυβέρνησης Σολτς έχει κάνει κάποιους να νοσταλγούν ήδη την στιβαρή ηγεσία της Μέρκελ. Η αλήθεια είναι όμως ότι η νέα ουκρανική κρίση έχει εκθέσει όλες τις μεγάλες επιλογές της πρώην καγκελαρίου, μόλις εβδομάδες μετά την αποχώρησή της. Ο Νορντ Στριμ, που τόσο στήριξε, διχάζει τους δυτικούς συμμάχους ακριβώς όπως όλοι οι επικριτές του είχαν προβλέψει. Ταυτόχρονα, τα χέρια της Γερμανίας είναι δεμένα σε ό,τι αφορά την ενεργειακή μετάβαση μετά την άκριτη και χωρίς προετοιμασία εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας που η Μέρκελ επέβαλε μετά την Φουκουσίμα για ψηφοθηρικούς λόγους, όπως συνήθιζε.
Η νοσταλγία για την Μέρκελ είναι στην πραγματικότητα νοσταλγία για την εποχή που η αναβλητικότητα και η απραξία περνούσε για υψηλή στρατηγική. Η Ευρώπη όμως έχει ανάγκη πλέον από πολλά περισσότερα.
*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι επίκουρος καθηγητής διεθνών σχέσεων στο London Metropolitan University.