Πολιτιστικά
Παρασκευή, 21 Ιανουαρίου 2022 23:13

Έλζα Σοάρες: Πέθανε, σε ηλικία 91 ετών, η σπουδαία Βραζιλιάνα τραγουδίστρια της σάμπα

Η φωνή της ήταν τραχιά και χαρακτηριστική και την συνέκριναν με την Έρθα Κιτ και τον Λιούις Άρμστρονγκ. Η Σοάρες ήταν μια από τις λίγες μαύρες τραγουδίστριες στη Βραζιλία που εμφανίστηκαν σε ταινίες τη δεκαετία του 1960 και στην τηλεόραση τη δεκαετία του 1970, βάζοντας τη σάμπα στα σαλόνια.

Η Έλζα Σοάρες, η τραγουδίστρια της σάμπα, μια από τις πιο διάσημες φωνές της Βραζιλίας, πέθανε την Πέμπτη στο σπίτι της στο Ρίο ντε Τζανέιρο, σε ηλικία 91 ετών.

Η φωνή της ήταν τραχιά και χαρακτηριστική και την συνέκριναν με την Έρθα Κιτ και τον Λιούις Άρμστρονγκ. Η Σοάρες ήταν μια από τις λίγες μαύρες τραγουδίστριες στη Βραζιλία που εμφανίστηκαν σε ταινίες τη δεκαετία του 1960 και στην τηλεόραση τη δεκαετία του 1970, βάζοντας τη σάμπα στα σαλόνια.

Οι πρώτοι της δίσκοι παρουσίασαν τη σάμπα, ένας είδος δημοφιλές στις φαβέλες, ανακτώντας έτσι τις αφρικανικές ρίζες ενός ήχου του οποίου η διεθνής επιτυχία προήλθε από την αφαίρεση των ντραμς και την προσθήκη περίπλοκων αρμονιών της τζαζ.

Η RCA Records αρνήθηκε να της προσφέρει συμβόλαιο αφού έμαθε ότι ήταν μαύρη και πέρασε χρόνια τραγουδώντας σε νυχτερινά μαγαζιά της Copacabana προτού υπογραφεί στην Odeon Records το 1960, όπου ξεκίνησε μια μακρά καριέρα ηχογραφήσεων,   ξεπερνώντας τα όρια της βραζιλιάνικης μουσικής.

Αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1980, ήταν ίσως περισσότερο γνωστή ως σύζυγος του αστέρα του ποδοσφαίρου Μανέ Γκαρίντσα -που στη Βραζιλία θεωρείται δεύτερος μόνο μετά τον Πελέ, παρά για τη μουσική της. Όταν ο Γκαρίντσα άφησε τη γυναίκα του και τα οκτώ του παιδιά για να παντρευτεί την Έλζα Σοάρες, έγινε ένα εθνικό σκάνδαλο. Την απαξιούσαν ευρέως και την χαρακτηρίστηκαν ως αυτή που διέλυσε και κατέστρεψε το σπίτι του. Θυμωμένοι οπαδοί πέταγαν πέτρες στο σπίτι τους στο Ρίο και έριχναν πυροβολισμούς.

Το ειδύλλιό τους ξεκίνησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στη Χιλή, όπου εκπροσωπούσε τη Βραζιλία ως τραγουδίστρια, και όπου η καριέρα της μπορεί να είχε πάρει πολύ διαφορετική τροπή: εκεί γνώρισε τον Λούις Άρμστρονγκ, ο οποίος την κάλεσε να περιοδεύσει μαζί του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά επέλεξε να ακολουθήσει την καρδιά της και να επιστρέψει στη Βραζιλία με τον Γκαρίντσα. Αυτή η κίνηση θα είχε καταστροφικές συνέπειες. Κυνηγημένοι από το κοινό και τον τύπο αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο Σάο Πάολο και τελικά στην Ιταλία, όπου πέρασαν τέσσερα χρόνια. Παντρεύτηκαν το 1966. Ο Γκαρίντσα είχε γίνει  αλκοολικός, ξυλοκοπούσε τη γυναίκα του, οδηγούσε μεθυσμένος και σκότωσε σε  δυστύχημα την πεθερά του·  τελικά, πέθανε από κίρρωση το 1983. Τρία χρόνια αργότερα πέθανε και ο γιος της, σε ηλικία 9 ετών και έφυγε απ’ τη Βραζιλία· πήγε στο Λος Άντζελες, προσπαθώντας, μάταια, να ξεκινήσει μια διεθνή καριέρα.

Μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Σοάρες έκανε μια απίθανη επιστροφή, αγκαλιάζοντας νεότερους συνθέτες και παραγωγούς που μόλις άρχιζαν να ανακαλύπτουν τη μουσική της. Τα νέα της τραγούδια ήταν ακόμη πιο άμεσα από τα προηγούμενα στην αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων, υπερασπίζοντας ανοιχτά τα δικαιώματα των Μαύρων, των ομοφυλόφιλων και ιδιαίτερα των γυναικών, συζητήσεις που στη δεκαετία του ’60 ήταν αδιανόητο να γίνουν.

Ο Βραζιλιάνος τραγουδιστής και τραγουδοποιός Caetano Veloso ήταν αυτός που τη βοήθησε να επιστρέψει στη μουσική όταν ήταν έτοιμη να τα παρατήσει, με τη συμμετοχή της στο άλμπουμ του «Velo», το 1984.

Το 2016, το «A Mulher do Fim do Mundo» (Η γυναίκα στο τέλος του κόσμου) κέρδισε ένα Latin Grammy για το καλύτερο βραζιλιάνικο άλμπουμ δημοφιλούς μουσικής.

Συνέχισε να γνωρίζει επιτυχία με το νεότερο κοινό τον νέο αιώνα, δουλεύοντας ακούραστα καθώς πλησίαζε τα 90, εξερευνώντας μουσικά στυλ, όπως ηλεκτρονική χορευτική μουσική, πανκ ροκ και free jazz, και ηχογραφώντας άλμπουμ που αντιμετώπιζαν άφοβα τα κοινωνικά ζητήματα.

Η Έλζα Γκομέζ γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1930 στη φαβέλα Πάντρε Μιγκουέλ του Ρίο ντε Τζανέιρο. Η μητέρα της ήταν πλύστρα. Ο πατέρας της, Αβελίνο Γκόμες, ήταν κτίστης που έπαιζε κιθάρα και του άρεσε η μουσική σάμπα.

Ο πατέρας της την ανάγκασε να παντρευτεί τον Αντόνιο Σοάρες όταν ήταν 12 ετών. Στα 21 της ήταν χήρα και μητέρα πέντε παιδιών.

Η απελπισμένη ανάγκη να αγοράσει φάρμακο για ένα άρρωστο παιδί της ήταν αυτή που την οδήγησε να πάρει μέρος και να τραγουδήσει σε ένα δημοφιλές ραδιοφωνικό σόου ταλέντων, όταν ήταν 15 ετών. Εμφανίστηκε με κοτσιδάκια και ένα φόρεμα, δανεισμένο από τη μητέρα της, πιασμένο με παραμάνες. Ο παρουσιαστής της εκπομπής, Άρι Μπαρμπόζα, τη ρώτησε από ποιον πλανήτη είχε έρθει. Τον αφόπλισε με την απάντησή της: «Από τον ίδιο πλανήτη με σένα, τον πλανήτη πείνα».

«Εκείνη τη στιγμή όλοι όσοι γελούσαν κάθισαν στις θέσεις τους ήσυχα. Τελείωσα το τραγούδι και με αγκάλιασε, λέγοντας: “Κυρίες και κύριοι, αυτή ακριβώς τη στιγμή γεννιέται ένα αστέρι”», είπε η Σοάρες σε μια τηλεοπτική συνέντευξη, το 2002. Η καριέρα της στο τραγούδι απογειώθηκε, οδηγώντας σε εμφανίσεις στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ήταν μια από τις λίγες μαύρες Βραζιλιάνες που έγιναν σταρ εκείνη την εποχή.

Ο τίτλος του άλμπουμ της «Planeta Fome» (Πλανήτης Πείνα) που κυκλοφόρησε το 2019, αναφερόταν άμεσα στο πώς ξεκίνησε η καριέρα της στο ραδιοφωνικό talent show που θα άλλαζε για πάντα όχι μόνο τη ζωή της αλλά και την πορεία της βραζιλιάνικης μουσικής.