«Γαλλικά μαχητικά κατά του Ερντογάν» είναι ο τίτλος σε άρθρο της εφημερίδας Die Welt με επίκαιρη αφορμή την άφιξη των πρώτων γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου «Ραφάλ» στην Ελλάδα.
«Γαλλικά μαχητικά κατά του Ερντογάν» είναι ο τίτλος σε άρθρο της εφημερίδας Die Welt με επίκαιρη αφορμή την άφιξη των πρώτων γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου «Ραφάλ» στην Ελλάδα.
Η ανταποκρίτρια της εφημερίδας αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Η Ελλάδα εξοπλίζεται. Και ο λόγος είναι η Τουρκία. Οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες είχαν συρρικνωθεί λόγω της οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI), με έδρα τη Στοκχόλμη, είχαν φτάσει τα 10,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2008 και το 2009, ενώ έκτοτε μειώθηκαν κατά το ήμισυ. Τώρα η Ελλάδα θέλει να αναστρέψει αυτή την τάση. Στόχος είναι να αποκαταστήσει μία ισορροπία με τους τούρκους γείτονες». Μετά τις εντάσεις στο Αιγαίο, υπενθυμίζει η εφημερίδα του Βερολίνου, «ο (πρωθυπουργός Κυριάκος) Μητσοτάκης προχώρησε σε εξαγγελίες για αγορά νέων μαχητικών αεροσκαφών, φρεγατών, αντιαρματικών πυραύλων, τορπιλών και άλλων οπλικών συστημάτων. 15.000 νέοι επαγγελματίες οπλίτες αναμένεται να καταταγούν στα επόμενα πέντε χρόνια. Η στρατιωτική θητεία αυξάνεται από εννέα σε δώδεκα μήνες. Όλα αυτά δεν αρκούν για μία ισορροπία εξοπλισμών με την Τουρκία. Η χώρα αυτή έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, επενδύει στην άμυνα πολύ περισσότερα χρήματα από την Ελλάδα και επεκτείνει τον εξοπλιστικό κλάδο».
«Μπορούμε να μιλήσουμε για έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών ανάμεσα στις δύο χώρες;» διερωτάται η ανταποκρίτρια της γερμανικής εφημερίδας, για να δώσει την εξής απάντηση: «Το σίγουρο είναι ότι η κάθε μία από τις δύο πλευρές παρατηρεί μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια τα εξοπλιστικά προγράμματα της άλλης. Στην Άγκυρα θα έχουν καταγράψει με πολλή προσοχή την παράδοση των έξι πρώτων μαχητικών αεροσκαφών τύπου Ραφάλ και την επιδεικτική παρουσία του πρωθυπουργού (Κυριάκου) Μητσοτάκη στην υποδοχή».
«Όμηρος του Ερντογάν η οικονομία»
Στην οικονομική κρίση στην Τουρκία εστιάζει η Handelsblatt. «Η οικονομία γίνεται όμηρος του Ερντογάν» είναι ο τίτλος σε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη, που επισημαίνει ότι παρά τον καλπάζοντα πληθωρισμό και την κατάρρευση του κυβερνώντος κόμματος στις δημοσκοπήσεις «ο Ερντογάν πιστεύει ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο και θέλει να διορθώσει τα πράγματα με ένα πρόγραμμα που μπορεί κανείς να αποκαλέσει ‘τουρκικό μερκαντιλισμό’. Με αύξηση εξαγωγών και με ένα τεχνητά αδύναμο εθνικό νόμισμα, στο οποίο δεν θα μπορούν να αντισταθούν οι εισαγωγείς, ούτε οι τουρίστες. Γι αυτό επιμένει στη μείωση των επιτοκίων. Όσο πιο χαμηλά διατηρούνται τα επιτόκια, τόσο περισσότερα δάνεια χορηγούνται σε ιδιώτες και επιχειρήσεις για να αγοράσουν κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, αυτοκίνητα ή ψυγεία. Ταυτόχρονα η πληθώρα των δανείων εξασθενεί την αξία του νομίσματος. Η λίρα υποχωρεί και τα προϊόντα γίνονται πιο φθηνά στο εξωτερικό». Επιπλέον, ο ανταποκριτής της Handelsblatt εκτιμά ότι η ασυνήθιστη οικονομική στρατηγική υποκρύπτει πολιτικές φιλοδοξίες: «Παρά τα 66 του χρόνια ο τούρκος πρόεδρος συνεχίζει να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο, τελευταία επισκέπτεται κυρίως την Αφρική και αυτή την εβδομάδα τη Σερβία. Ο Ερντογάν λέει ότι θέλει να αυξήσει τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες αυτές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Τουρκία αποκτά μεγαλύτερο βάρος ως οικονομικός εταίρος, άρα και αυξημένη πολιτική επιρροή».
Μετά την απόφαση της τουρκικής κεντρικής τράπεζας (TCMB), την Τετάρτη, να μην μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια, η Süddeutsche Zeitung σημειώνει ότι «για πρώτη φορά μετά από μήνες η κεντρική τράπεζα αφήνει αμετάβλητα τα επιτόκια. Έτσι φαίνεται να παρεκκλίνει από τη μέχρι τώρα στρατηγική του προέδρου Ερντογάν. (…) Από τον Σεπτέμβριο η κεντρική τράπεζα είχε αυξήσει σε τέσσερις συνεχόμενες συνεδριάσεις το κόστος δανεισμού, παρά τα αυξημένα ποσοστά πληθωρισμού και την κατάρρευση της λίρας. Τον περασμένο χρόνο και μέσα σε τρεις μήνες η τουρκική λίρα είχε χάσει το ήμισυ της αξίας της απέναντι στο δολάριο, κάτι που οι ειδικοί αποδίδουν κατά κύριο λόγο στις μειώσεις επιτοκίων. Η κατάρρευση της λίρας επιτάχυνε την ούτως ή άλλως δεδομένη αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος τον περασμένο Δεκέμβριο εκτινάχθηκε στο 36%, την υψηλότερη τιμή των τελευταίων είκοσι ετών».