Προς υπεράσπιση του, για πρώτη φορά σε ταινία της σειράς αισθάνθηκα πως οι ήρωες αυτοί «παγιδεύονται» κατά κάποιο τρόπο στην ίδια τη σύγχυση της ταινίας – ειδικά τα θύματα, που μοιάζουν να συνειδητοποιούν λίγο πριν τη στιγμή του θανάτου τους πως είναι αιχμάλωτοι μιας μυθοπλασίας που δεν μπορούν να ελέγξουν.
“Scream and scream again”, o τίτλος μιας παλιάς ταινίας τρόμου του Γκόρντον Χέσλερ, όπου ένας δύσμοιρος αθλητής βλέπει μέρα με τη μέρα τα άκρα του να πετσοκόβονται ενώ αυτός κείτεται αβοήθητος στο κρεβάτι του πόνου. Φυσικά, αν εγώ τώρα κάτσω και πατήσω πέντε ουρλιαχτά στη σειρά, μονάχα το πρώτο θα ακουστεί δυνατό και στη θέση του – κάθε επακόλουθη τσιρίδα θα “σκάει” όλο και πιο αδύναμη, μέχρι να λαχανιάσω δηλαδή, σαν το δρομέα που ξεκινά καθυστερημένος και ιδροκοπά για να προλάβει τους υπόλοιπους.
Το franchise του Scream πάντως (ας μην το λέμε «Legacy», έτσι φαντάζομαι θα ήθελε και ο εμπνευστής του, ο Κέβιν Γουίλιαμσον) έμαθε να παίρνει μεγάλες ανάσες: Πέρασαν κάτι παραπάνω από δέκα χρόνια από το τρίτο μέρος μέχρι να εμφανιστεί το Scream 4, η τρίτη δηλαδή συνέχεια του φιλμ που γύρισε ο Γουές Κρέιβεν το 1994, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς - τουλάχιστον τους περισσότερους από αυτούς. Γιατί, πρέπει να σας πω, εμένα το πρώτο Scream δεν μου άρεσε και τόσο.
Το σενάριο του Γουίλιαμσον – τώρα εξαφανισμένου, τότε “hip” και πολλά υποσχόμενου – ξεκάθαρα επιχειρεί μια κάποιου είδους ισορροπία. Θέλει να λειτουργεί και ως άσκηση πάνω στο σασπένς αλλά και ως μεταμοντέρνα αποδόμηση του είδους. Να είναι δηλαδή ταυτόχρονα, και «Ψυχώ» αλλά και «Peeping Tom» - αν δεχτούμε πως αυτές οι δυο τάσεις είναι που αποτελούν το αριστερό και το δεξί ημισφαίριο της slasher μενταλιτέ. Εκεί όμως που ο Πάουελ είναι σοβαρός, ο Γουίλιαμσον έρχεται για να σπάσει πλάκα με τις συμβάσεις των ταινιών τρόμου, τα κλισέ τους και τις διόλου αναπάντεχες ανατροπές τους. Είναι σα να πριονίζεις το κλαδί στο οποίο στέκεσαι.
Βλέποντας το πρώτη φορά, σ’ εκείνη την προβολή του στο Αττικόν (στις Νύχτες Πρεμιέρας κιόλας), θυμάμαι να σκέφτομαι: «Θα μπορούσε ποτέ ένας γνήσιος οπαδός του Φανταστικού να αποδομήσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το αγαπημένο του είδος;». Όλες οι πνευματώδεις παρατηρήσεις του Γουίλιαμσον πάνω στον τρόμο, «έσκαγαν» προς το μέρος μου κυνικά, με άγρια διάθεση ξεκατινιάσματος. Ως εκ τούτου, δεν «πετάχτηκα» ούτε μια φορά βλέποντας το. Η ταινία είχε αποτύχει να με τρομάξει.
Στο μεταξύ όμως, το κοινό αλλά και οι κριτικοί που μέχρι τότε περιφρονούσαν αυτές τις ταινίες (ας μην ξεχνάμε πόσο θάφτηκαν στην εποχή τους, τόσο το «Peeping Tom» όσο και το «Ψυχώ»!), μπορούσαν τώρα να διασκεδάζουν με τα καλαμπούρια και τους άγριους σκοτωμούς ολάκερης της τετραλογίας – και οι σκληροπυρηνικοί fan που ένιωσαν να κολακεύονται από αυτό το σουξέ («Επιτέλους, το κοινό αναγνωρίζει το ταλέντο του Κρέιβεν!») ακολούθησαν χωρίς πολλή σκέψη. Όλα αυτά ενώ ο Γουές φίλμαρε τα υπαγορευμένα φονικά με το γνωστό επαγγελματισμό του, μεταφέροντας το χιούμορ του σεναρίου στην οθόνη με μια – το παραδέχομαι – αναπάντεχη ευεξία, λες και ήθελε να εξιλεωθεί για τις απερίγραπτά φάλτσες κωμικές «ανάσες» της πρώτης του ταινίας, του θρυλικού «Last house on the left».
Του το δίνεις πάντως: Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις σκηνοθετών που κατόρθωσαν να αναστήσουν την καριέρα τους, όχι μια, αλλά δύο φορές (από τα «Last house on the left» & «The Hills have eyes» στον «Εφιάλτη στο Δρόμο με τις λεύκες», και από κει, μέχρι τα «Scream», δύσκολα βρίσκεις μια εμπορική επιτυχία – και δεν το λέω υποτιμητικά: πολλές από τις ταινίες του που «έσβησαν» στα ταμεία, είναι ταινιάρες («Οι άνθρωποι κάτω από τις σκάλες», «The serpent and the rainbow»). Και ας μην ξεχνάμε πως είχε σκηνοθετήσει, πολύ πριν το «Scream», μια πραγματικά μεταμοντέρνα ταινία τρόμου, τον «Νέο Εφιάλτη», που παραμένει ένα από τα πιο υποτιμημένα φιλμ των 90s.
Κι αν, στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν από το τρίτο «Scream» στο τέταρτο, οι ταινίες τρόμου έγιναν ακόμα πιο κυνικές (ένας εφηβικός, σαχλός μηδενισμός χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες της επιτυχημένης σειράς «Saw» που επικράτησε εκείνη τη περίοδο, καθιερώνοντας και τον όρο «torture porn»), το Χόλιγουντ ήταν αυτό που παραδέχτηκε εξίσου κυνικά πως δεν είχε πια ιστορίες να αφηγηθεί (εξ ου και ο ποταμός των remake). Κι όλα αυτά ενώ, σε Ασία και Ευρώπη, ο Φανταστικός κινηματογράφος άνθιζε: οι Σουηδοί ανανέωσαν το βαμπιρικό μύθο (τον πλέον φθαρμένο!) με το «Άσε το κακό να μπει», οι Ισπανοί έφτιαξαν δική τους σχολή, ο Μεξικανός Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο πάντρεψε το πολιτικό σινεμά με το γκραν γκινιόλ, και καλύτερα να μη μιλήσουμε για Χονγκ Κονγκ, Κορέα και Ιαπωνία γιατί θα ξημερωθούμε. Άλλωστε, οι ταινίες της σειράς «Scream» αγνοούν ολοκληρωτικά τι συνέβη στο Φανταστικό έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες (εδώ υπάρχει μια αναφορά στο «Babadook», για το ξεκάρφωμα).
Τους απασχολεί όμως εξαιρετικά το τι συμβαίνει στο αμερικάνικο σινεμά τρόμου τα δέκα-και-κάτι χρόνια που μεσολάβησαν από την τέταρτη ταινία, και το νέο «Scream» θέτει αμέσως στο στόχαστρο του δυο παραμέτρους: Το πρόσφατο «Halloween» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκρίν (η ταινία ακολουθεί κατά γράμμα τη συνταγή του έτσι όπως κρατά τον αυθεντικό τίτλο, προσθέτοντας νέους χαρακτήρες στο καστ) αλλά και το διαδικτυακό (και άκρως τοξικό) fan base, πίσω απ’ το οποίο τρέχουν παραγωγοί και διαφημιστές για να «ασφαλίσουν» το προϊόν τους – όταν δεν το χειραγωγούν «χαϊδεύοντας» το. Η ταινία των Ματ Μπετινέλι-Όλπιν και Τάιλερ Τζίλετ στο μεταξύ, κάνει ακριβώς αυτό: Οι εξαιρετικά δημοφιλείς youtubers αλλά και ορκισμένοι fan του τρόμου Τζέιμς Τζανίς και Τσέλσι Ρεμπέκα (του καναλιού Dead Meat) έχουν cameo στο φιλμ.
Προς υπεράσπιση του, για πρώτη φορά σε ταινία της σειράς αισθάνθηκα πως οι ήρωες αυτοί «παγιδεύονται» κατά κάποιο τρόπο στην ίδια τη σύγχυση της ταινίας – ειδικά τα θύματα, που μοιάζουν να συνειδητοποιούν λίγο πριν τη στιγμή του θανάτου τους πως είναι αιχμάλωτοι μιας μυθοπλασίας που δεν μπορούν να ελέγξουν (όπως στο καλοστημένο διπλό φονικό που, απροσδόκητα, λαμβάνει χώρα μέρα μεσημέρι). Δεν κράτησε πολύ δυστυχώς, αλλά η «μυρωδιά» ήταν εκεί.
Αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο: Ο βασικός σεναριογράφος του sequel είναι ο Τζέιμς Βάντερμπιλτ, ο άνθρωπος που υπέγραψε το «Zodiac», μια ταινία που, σε πιο προσεκτική ανάγνωση, μοιάζει ολοκληρωτικά αφιερωμένη σε αυτό το παράδοξο φαινόμενο. Όλα αυτά φυσικά, διανθισμένα με μπόλικες αναφορές, συχνά εξόφθαλμες: Η ηρωίδα λέγεται Σαμ Κάρπεντερ, ενώ ο σύντροφος της, Γουές. Αισθάνθηκα πολύ μόνος όταν γέλασα στο σινεμά με αυτά τα in-jokes: κανείς άλλος – ανάμεσα σε 70 περίπου άτομα – δεν έδειχνε να αναγνωρίζει τα ονόματα. Αλλά πως να απολαύσεις το χιούμορ μιας ταινίας, την ίδια στιγμή που σου ζητά, πολύ σοβαρά, να δεχτείς πως οι ηρωίδες της μπορούν να επιβιώσουν από μια ντουζίνα μαχαιριές;
Γιατί, αν υποθέσουμε πως το πρώτο φιλμ πατούσε, έστω, σε ένα μοντέλο που αναπτύχθηκε από δαιμόνιους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές (ο Κάρπεντερ του «Halloween», ο Κάνινγχαμ του «Παρασκευή και 13») εδώ, έχουμε μια ξεκάθαρη – στις προθέσεις της - σάτιρα της Χολιγουντιανής βιομηχανίας, που όμως δεν μπορεί παρά να μείνει στα μισά, αναπόφευκτη κατάληξη μιας ταινίας που, και πάλι, πριονίζει το κλαδί στο οποίο στέκεται: Από τη μια σαρκάζει, και από την άλλη εκπίπτει σε όλα αυτά που σαρκάζει.
How cool is that?