Σε σύγκριση με προηγούμενες παραλλαγές του κορωνοϊού, η Όμικρον προκαλεί λιγότερο σοβαρή ασθένεια στα παιδιά που θα κολλήσουν, αναφέρει σε νέα μακροσκελή ανάρτηση του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του Κολλεγίου Imperial και της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), Ηλίας Μόσιαλος.
Σε σύγκριση με προηγούμενες παραλλαγές του κορωνοϊού, η Όμικρον προκαλεί λιγότερο σοβαρή ασθένεια στα παιδιά που θα κολλήσουν, αναφέρει σε νέα μακροσκελή ανάρτηση του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του Κολλεγίου Imperial και της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), Ηλίας Μόσιαλος.
Όπως αναφέρει, πολλοί γονείς ανησυχούν για τα παιδιά με την επέλαση της παραλλαγής όμικρον, είτε γιατί δεν έχουν εμβολιαστεί γιατί είναι μικρά (κάτω των πέντε ετών) είτε γιατί οι γονείς διαβάζουν ότι ακόμη και αρκετοί εμβολιασμένοι μπορεί να νοσήσουν, αν κολλήσουν την Όμικρον. Διευκρινίζει πως το να κολλήσει κανείς την Όμικρον ως εμβολιασμένος, δεν σημαίνει απαραίτητα πως αυτό θα εξελιχθεί σε σοβαρή νόσηση, όπως δείχνουν τα επιδημιολογικά στοιχεία από τις χώρες που κυκλοφόρησε νωρίτερα ευρέως η παραλλαγή Όμικρον. Η πλειονότητα αυτών που θα νοσήσουν θα έχουν ήπια συμπτώματα, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (30% με βάση μελέτες στη Ν. Αφρική) θα είναι ασυμπτωματικοί.
Αναφερόμενος ειδικότερα στα στοιχεία για τον αντίκτυπο της Όμικρον στα παιδιά, επισημαίνει ότι «αρκετές χώρες αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά παιδιών που νοσηλεύονται καθώς η Όμικρον εξαπλώνεται, σε σύγκριση με την παραλλαγή Δέλτα. Τα στοιχεία δείχνουν πως μπορεί επίσης να εισαχθούν στο νοσοκομείο και τα μωρά. Η ανάλυση όμως των βρετανικών δεδομένων, και σε σύγκριση με προηγούμενες παραλλαγές, δείχνει πως η Όμικρον προκαλεί λιγότερο σοβαρή ασθένεια στα παιδιά που θα κολλήσουν. Αυτό υποστηρίζεται περαιτέρω από μια νέα Ν. Αφρικανική ανάλυση των νοσηλειών των παιδιών».
«Ίσως είναι καλό», συνεχίζει, «να εξηγήσουμε τη διαφορά στην κλίμακα των εισαγωγών. Δηλαδή, καθώς έχουμε πολύ υψηλό αριθμό μολύνσεων λόγω της πολύ υψηλής μεταδοτικότητας της Όμικρον, είναι λογικό να έχουμε και υψηλότερο αριθμό εισαγωγών. Η αύξηση δηλαδή στις εισαγωγές περιγράφει απλά την τρέχουσα επιβάρυνση στα νοσοκομεία, και όχι απαραίτητα τη νοσηλεία παιδιών λόγω σοβαρής συμπτωματολογίας. Να θυμίσω επίσης πως και στην Αγγλία και στη Ν. Αφρική, τα παιδιά κάτω των 12 ετών δεν εμβολιάζονται. Ταυτόχρονα, να μην ξεχνάμε πως τα πολύ μικρά παιδιά έχουν εκτεθεί σε πολύ μικρότερο αριθμό λοιμώξεων. Άρα δεν έχουν ούτε υψηλά ποσοστά διασταυρούμενης ανοσοπροστασίας έχοντας νοσήσει σε προηγούμενες λοιμώξεις με άλλες παραλλαγές του κορονοϊού. Δεν έχει επιβεβαιωθεί επίσης πως η παραλλαγή Όμικρον μπορεί να προκαλέσει σοβαρότερα συμπτώματα στα παιδιά, σε σύγκριση με τις προηγούμενες παραλλαγές. Αλλά κοιτώντας τα στοιχεία από τις εισαγωγές, τα περισσότερα παιδιά που εισάγονται στο νοσοκομείο, δεν νοσούν τόσο σοβαρά όσο αυτά που εισήχθησαν κατά τα προηγούμενα κύματα». Και προσθέτει:
Τι γνωρίζουμε όμως έως τώρα για τον αριθμό των εισαγωγών, την ένταση και τη διάρκεια της νοσηλείας των παιδιών που κόλλησαν την Όμικρον; Όπως αναφέρει μια ανάλυση από περίπου 140 νοσοκομεία σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, δείχνει ότι από όσους νοσηλεύτηκαν με Όμικρον και ήταν ηλικίας κάτω των 17 ετών, περίπου το 42% ήταν ηλικίας κάτω του ενός έτους, σε σύγκριση με το 30% κατά τα προηγούμενα κύματα. Το 42% αναφέρεται σε εισαγωγές από μέσα Δεκεμβρίου μέχρι και μέσα Ιανουαρίου. Όπως και στη Ν. Αφρική, έτσι και στο Ηνωμένο Βασίλειο παρατήρησαν πως τα παιδιά που νοσηλεύτηκαν, χρειάστηκαν οξυγόνο λιγότερο συχνά σε σύγκριση με τα παιδιά που είχαν κολλήσει την παραλλαγή Δέλτα.
Τα στοιχεία από την Αγγλία, επίσης, δείχνουν πως στην ηλικιακή ομάδα 2-17 ετών νοσηλεύτηκαν στην εντατική 20 παιδιά που όλα ήταν ανεμβολίαστα. Οι παιδιατρικές εισαγωγές στην Αγγλία είχαν μικρότερη διάρκεια νοσηλείας (λιγότερο από δύο ημέρες κατά μέσο όρο) σε σύγκριση με το πρώτο κύμα που τα παιδιά νοσηλεύονταν για περίπου μία εβδομάδα. Επίσης, στοιχεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Αγγλίας, που ανέλυσαν περίπου 50 περιπτώσεων βρεφών που εισήχθησαν με κορονοϊό, δείχνουν πως λίγες φορές χρειάστηκε οξυγόνο. Για παράδειγμα, μόνο το 11% των παιδιών κάτω του ενός έτους χρειάστηκαν οξυγόνο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα προηγούμενα κύματα ήταν γύρω στο 20%. Στην πραγματικότητα, πάνω από τα μισά βρέφη έμειναν στο νοσοκομείο για να παρακολουθήσουν την πορεία τους και δεν χρειάστηκαν καθόλου θεραπεία.
Ο κ. Μόσιαλος επίσης επισημαίνει ότι «οι οδηγίες για την εισαγωγή κάποιου στο νοσοκομείο είναι διαφορετικές ανά ηλικία και διαφέρουν για τα βρέφη με πυρετό. Οπότε να μην ξεχνάμε πως όταν μιλάμε για αυξημένες εισαγωγές, πρέπει να συγκρίνουμε και τη συμπτωματολογία και τη διάρκεια νοσηλείας αλλά και το εάν χρειάστηκαν θεραπεία. Για την ώρα τα στοιχεία από την Αγγλία για τα πολύ μικρά παιδιά, δείχνουν μια ήπια συμπτωματολογία, με κάποιο ίσως πυρετό και βήχα. Για παράδειγμα, ας δούμε τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV), έναν πολύ κοινό ιό που προσβάλει πολλά παιδιά βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Ο ιός αυτός μπορεί να προκαλέσει υψηλότερα ποσοστά εισαγωγών στα παιδιά κάτω των 5 ετών, εάν τα συγκρίνουμε με τα ποσοστά εισαγωγών που προκαλεί επί του παρόντος η Όμικρον στην Αγγλία σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Η εικόνα που έχουμε για τις ήπιες λοιμώξεις στα παιδιά είναι διαφορετική στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Εκεί, έχει καταγραφεί ένας σχετικά υψηλότερος αριθμός εισαγωγών παιδιών και ειδικότερα σε αυτά κάτω των 4 ετών, σε σύγκριση με τα προηγούμενα κύματα. Η προκαταρκτική υγειονομική έκθεση αναφέρει ότι "η πιθανώς αυξημένη σοβαρότητα της παραλλαγής Όμικρον μπορεί επίσης να παίζει ρόλο στην αύξηση των ποσοστών νοσηλειών στα παιδιά ≤11 ετών, σε σχέση με τους ενήλικες και τα παιδιά 12-17 ετών". Ωστόσο, μέχρι στιγμής αυτή η ανάλυση βασίζεται μόνο στις συνολικές εισαγωγές, όχι στο πόσα παιδιά χρειάστηκαν θεραπευτικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα αναπνευστική υποστήριξη».
Τέλος, ο κ.Μόσιαλος παραθέτει στοιχεία από μια πρόσφατη μετα-ανάλυση με αντικείμενο το μακροχρόνιο σύνδρομο Covid, σύμφωνα με την οποία φαίνεται πως τα παιδιά, εάν νοσήσουν, έχουν μακροχρόνια μικρότερες επιπτώσεις, όσον αφορά στην κόπωση, σε σύγκριση με τους ενήλικες. Επίσης, φαίνεται πως δεν υπήρχε σημαντική επίπτωση της λοίμωξης σε γνωστικό επίπεδο στα παιδιά που νόσησαν (ενώ υπήρξε στους ενήλικες).
«Είναι σημαντικό», καταλήγει, «να θυμόμαστε πως τα εμβόλια είναι ασφαλή για τις έγκυες και τις θηλάζουσες μητέρες και πως έχουμε στοιχεία πως τα αντισώματα περνάνε στα βρέφη και μέσω του θηλασμού. Ας προσπαθήσουμε όλοι να προστατεύσουμε ενεργά τους δικούς μας ανθρώπους, όλων των ηλικιών».